του Κώστα Μελά*
Τα μνημονιακά προγράμματα, εκτός από τον στόχο της εξισορρόπησης του δημοσιονομικού και εξωτερικού ελλείμματος, εμπεριείχαν εγγενώς, κάτι που απορρέει από τη λογική που τα διέπει, και τον στόχο της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Τα ίδια, αυτά καθ’ αυτά, τα βάναυσα κοινωνικά και αναποτελεσματικά οικονομικά μέτρα, που εφαρμόστηκαν οδήγησαν και στην αποσάθρωση μεγάλου μέρους της υπάρχουσας παραγωγικής βάσης με το σκεπτικό ότι ήταν πλήρως αναποτελεσματική σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Υπάρχει σαφής σχέση αιτίου και αιτιατού. Το μνημονιακό αφήγημα συνεχίζεται με την υπόθεση ότι μετά τη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή (η οποία είναι εγγενώς αναπτυξιακή!) θα αρχίσει σιγά–σιγά να κτίζεται μια νέα παραγωγική βάση η οποία θα περιλαμβάνει επιχειρήσεις προσαρμοσμένες στον διεθνή ανταγωνισμό, με εξαγωγικό προσανατολισμό, θα ενσωματώσουν καινούργια τεχνολογία κτλ. Αυταπάτη και απάτη συγχρόνως.
Βασική ατμομηχανή της δημιουργίας της νέας παραγωγικής βάσης ανακηρύσσονται οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Δίχως ΑΞΕ δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και νέα παραγωγική βάση. Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε συγκυριακή. Αντιθέτως βρίσκεται στο επίκεντρο της κυρίαρχης οικονομικής καθεστωτικής νεοφιλελεύθερης αντίληψης η οποία μάχεται κάθετι που σχετίζεται με την έννοια του δημόσιου νοικοκυριού. Δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε σε περισσότερες θεωρητικές διερευνήσεις στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
Οι εγχώριοι αναλυτές ήταν πάντα απορριπτικοί για τη μικρή επιχείρηση. Η Αριστερά ποτέ δεν απογαλακτίστηκε από τον Μπάτση και τη «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Το ίδιο και οι νεοφιλελεύθεροι δεξιοί που αναφέρουν τη μικρή επιχείρηση μόνο ως τροχοπέδη: Είτε επειδή ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή, είτε ως ανίκανη να αφομοιώσει τεχνολογία. Η προκατάληψη αυτή εναντίον του μικρού μεγέθους έχει ως αποτέλεσμα η μικρή επιχείρηση να γίνεται στόχος για τον οποίο ελάχιστοι κόπτονται πραγματικά
Είναι σημαντικό να επισημανθεί πάντως ότι οι ξένες επενδύσεις αποτελούν παράγοντες έξω από την ελληνική οικονομία –παρεμβάσεις που για να συμβάλλουν στη δυναμική της πρέπει να ισχύουν πολλές προϋποθέσεις. Δεν είναι απλοί παράγοντες, που σώζουν την παρτίδα όταν όλα έχουν χαθεί. Το ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν προσαρμόσει τη σκέψη τους στην εξωτερική παρέμβαση (και ερίζουν ποιος θα τη διεκπεραιώσει πιο αποτελεσματικά), καταδεικνύει τη μοιρολατρία που μαστίζει την οικονομία μας.
Και αυτό φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού όταν κανείς παρατηρήσει την αδήριτη πραγματικότητα: τα αποτελέσματα, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος, κινούνται στον αντίποδα των προβλεπόμενων. Απ’ όλες τις πλευρές και αν κοιταχτούν, τίποτε από όσα είχαν σχεδιαστεί δεν πραγματώθηκε!
Από την άποψη της ποσότητας, τα τελευταία 15 χρόνια αποτελούν περίπου κατά μέσο όρο με 1,0% του ΑΕΠ, όταν ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) κυμαίνεται αντίστοιχα περίπου στο 20,0%.
Η προσδοκία σωτηρίας από το εξωτερικό ως η μόνη λύση προκύπτει από την αδυναμία να προταθεί κάτι που χτίζει πάνω σε εσωτερικές δυνατότητες. Υποστηρίζεται ότι ακόμη και το δυναμικό που σήμερα σχολάζει, απαιτεί εξωτερική πυροδότηση για να ενεργοποιηθεί: Μια εκδοχή λέει ότι λείπουν κεφάλαια, άλλη ότι λείπει η τεχνολογία, μια τρίτη ότι λείπει η οργάνωση. Κοινή, πλην άρρητη, παραδοχή ότι λείπει κρίσιμο συστατικό, που αναζητείται από το εξωτερικό.
Πώς εξηγείται η ηττοπάθεια και η αμηχανία; Μα απλά γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία πέρασε από δοκιμασίες – είσοδος στην ΕΟΚ, στο ευρώ, άνοιγμα των αγορών, παγκοσμιοποίηση. Κάθε φορά οι Έλληνες οικονομολόγοι (προερχόμενοι από κάθε οικονομική σχολή) ανακοίνωναν το τέλος της ελληνικής μικρής οικογενειακής επιχείρησης και την επικράτηση της μεγάλου μεγέθους.
Κάθε φορά διαψεύδονταν, καθώς έκλειναν οι μεγάλοι και επιζούσαν οι μικροί και ευέλικτοι. Οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονομία και αυτό αποτελεί πραγματικότητα. Η διαφορά αυτής της κρίσης από τις άλλες –και ένας από τους λόγους που είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι– είναι ότι τώρα η κρίση έχει πλήξει περισσότερο τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: Στον μεταποιητικό τομέα, πριν την κρίση, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με πάνω από εννιά εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη) συμμετείχαν με 46,0% της απασχόλησης και 32,0% της προστιθέμενης αξίας ( 14,0% και 7,0% αντίστοιχα στην ΕΕ-27).
Στα χρόνια της κρίσης περίπου 220.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (30,0% των υπαρχόντων έκλεισαν) και περίπου 730.000 θέσεις εργασίας απωλέσθηκαν. Όλα τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν είχαν σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες στις ΜΜΕ σε σχέση με τις μεγάλες.
Ένα παράδειγμα αρκεί. Η δυναμική, μικρή οικογενειακή επιχείρηση ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας, προς όφελος της παραγωγής. Τα οικογενειακά ακίνητα αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Ο ΕΝΦΙΑ μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε θανάσιμο μειονέκτημα για την επιχειρηματικότητα, τη στιγμή που η τραπεζική πίστη στέρευε.
Η υπερφορολόγηση, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2016, έφερε άλλο ένα πλήγμα. Όταν η φορολογία έπληττε τη ρευστότητα, η λιτότητα ήλθε να περικόψει κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα που χρειάζονται οι μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικτυωθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Έτσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε τόσο στη χρηματοδότηση, όσο και από τη μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών.
Πώς εξηγείται αυτή η αντιμετώπιση; Οι εγχώριοι αναλυτές ήταν πάντα απορριπτικοί για τη μικρή επιχείρηση. Η Αριστερά ποτέ δεν απογαλακτίστηκε από τον Μπάτση και τη «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Το ίδιο και οι νεοφιλελεύθεροι δεξιοί που αναφέρουν τη μικρή επιχείρηση μόνο ως τροχοπέδη: Είτε επειδή ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή, είτε ως ανίκανη να αφομοιώσει τεχνολογία. Η προκατάληψη αυτή εναντίον του μικρού μεγέθους έχει ως αποτέλεσμα η μικρή επιχείρηση να γίνεται στόχος για τον οποίο ελάχιστοι κόπτονται πραγματικά. Όταν λείπουν πόροι, οι πολιτικοί προτιμούν να επισωρεύουν και άλλα βάρη σε επιχειρήσεις, παρά να δυσαρεστήσουν κάποιους ψηφοφόρους. Η ελληνική μικρή επιχείρηση είναι το εύκολο θύμα.
Η κατακλείδα είναι ότι, αφού η ελληνική οικονομία αποτελείται πρωταρχικά από μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να βρεθεί κάποια λύση που δεν απαιτεί θαυματουργή εξωτερική παρέμβαση, αλλά πολιτικές που θα βοηθήσουν τις υπαρκτές εγχώριες επιχειρήσεις.
*Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός