Η κινητικότητα γύρω απ’ το ουκρανικό διατηρείται και εντατικοποιείται. Δραστηριοποιούνται αντίρροποι παράγοντες, όλοι τους με σημαντική ισχύ, και το αποτέλεσμα προδιαγράφεται αβέβαιο. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο όποιος τερματισμός της σύγκρουσης, αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται άμεσος. Χωρίς να αποκλείονται πάντως εντελώς φόρμουλες κάποιου «παγώματός» της.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, η ρωσική υπερίσχυση στα εκτεταμένα μέτωπα της Ανατολικής Ουκρανίας δίνει πλέον επιταχυνόμενα αποτελέσματα και διασπά τις οχυρωματικές, αμυντικές γραμμές των Ουκρανών σε πολλαπλά και κρίσιμα σημεία. Ο πόλεμος της Ρωσίας, επί της ουσίας με το ΝΑΤΟ (αν και όχι μετωπικά-ολοκληρωτικά) κρίνεται σε πολλαπλά επίπεδα: έμψυχου δυναμικού (όπου οι ουκρανικές απώλειες έχουν φέρει την κατάσταση σε σημείο επαπειλούμενης κατάρρευσης), πολεμικού υλικού (όπου η Δύση συνολικά φαίνεται να ασθμαίνει), και χρηματοδότησης του πολέμου και της ουκρανικής οικονομίας γενικότερα. Η ασφυκτική πίεση της Κομισιόν για υπεξαίρεση-χρήση των κατατεθειμένων ρωσικών κεφαλαίων στο βελγικό Euroclear (και οι εκβιαστικές «εναλλακτικές» που τη συνοδεύουν) εγκυμονούν ήδη σοβαρότατες συνέπειες, που θα γίνουν αισθητές σε όλη την Ε.Ε., ενώ φαίνεται ότι αφορούν μόνο την «κορυφή του παγόβουνου» των προβλημάτων χρηματοδότησης και της ροπής προς την υπερχρέωση όλων – της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης.
Ροπή προς την πολεμική κλιμάκωση
Η προοπτική της ήττας στο επίπεδο της σύγκρουσης ΝΑΤΟ-Ρωσίας που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ουκρανία, ενεργοποιεί τις δυνάμεις του «κόμματος του πολέμου» (ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές συνιστώσες, αλλά και τα κέντρα εντός ΗΠΑ, που εκπροσωπούνται άλλωστε σε καίρια πόστα και εντός αμερικανικής διοίκησης – ο ΥΠΕΞ Μ. Ρούμπιο είναι η πρώτη αλλά καθόλου η μόνη περίπτωση). Επιχειρούν «φυγή προς τα εμπρός» προωθώντας ένα μπρα ντε φερ κλιμάκωσης με τη Ρωσία και την προοπτική ενός διαρκούς, κατά μέτωπο πολέμου εναντίον της σε όλη την περίμετρό της. Με πιο επικίνδυνα σημεία τη Βαλτική, τη Μολδαβία αλλά και ιδιαίτερα τη Μαύρη Θάλασσα όπου κυριολεκτικά –με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις– «παίζουν με τη φωτιά».
Οι πρόσφατες προειδοποιήσεις Πούτιν ότι «δεν θέλουμε πόλεμο με την Ευρώπη, αλλά αν τον θέλουν είμαστε τώρα έτοιμοι για απευθείας σύγκρουση μαζί τους, μετά την οποία το πρόβλημα θα είναι ποιος θα έχει απομείνει για να διαπραγματευτούμε» δείχνουν να απηχούν τη ρωσική σπουδή για την πρόληψη μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης που βλέπουν ότι έρχεται.
Τα κίνητρα για κλιμάκωση είναι πολλά. Σε Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία, οι ελίτ έχουν προσδεθεί στην επιχείρηση «Ουκρανία» προοδευτικά από το 2014, και σε απόλυτο βαθμό από την περίοδο Μπάιντεν. Συντασσόμενες ενεργά με όλες τις ενέργειες που οδήγησαν τη Ρωσία στην πολεμική της επιχείρηση. Ο δρόμος αυτός, που τις έχει ζέψει για τα καλά, δεν είχε στόχο μόνο τη Ρωσία. Επιλέχθηκε και για τη βίαιη αναπροσαρμογή των ιεραρχιών εντός Δύσης, κονταίνοντας δραστικά τους «ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς» (ιδιαίτερα τον γερμανικό πόλο, αλλά σε δεύτερο βαθμό και τον γαλλικό). Δεν εξηγούνται όλα στο επίπεδο των διακρατικών συγκρούσεων ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις. Πρέπει να μπουν στην εικόνα και οι (συνήθως δυσανάγνωστοι) ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ισχυρές μερίδες κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, της σύμφυσής τους με τα διάφορα κράτη, αλλά και με την Ε.Ε. σαν υπερκρατικό μόρφωμα.
Οι δυνάμεις του κόμματος του πολέμου επιχειρούν «φυγή προς τα εμπρός» προωθώντας ένα μπρα ντε φερ κλιμάκωσης με τη Ρωσία και την προοπτική ενός διαρκούς, κατά μέτωπο πολέμου εναντίον της σε όλη την περίμετρό της
Τα κίνητρα για πορεία προς πόλεμο
Για να επανέλθουμε στα κίνητρα, αυτά παίρνουν τη μορφή της προσπάθειας να δεσμευτούν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη μέσω της επιβολής τετελεσμένων πολεμικής κλιμάκωσης απέναντι στη Ρωσία. Ο όρος «δέσμευση» εδώ δεν σημαίνει αποκλειστικά στρατιωτική αλλά και οικονομική/κεφαλαιακή και γενικότερα στρατηγική-γεωπολιτική προτεραιοποίηση έναντι της τάσης για μετακίνηση του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς άλλες ζώνες, και ιδιαίτερα προς τον Ινδοειρηνικό. Επιπλέον δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι το ενδεχόμενο του τερματισμού του πολέμου με την καταγραφή μιας ήττας του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία είναι «πολιτικά ασήκωτο», τουλάχιστον για τις μερίδες των ελίτ που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη, μετά από τόση πολιτική και οικονομική επένδυση στο σχέδιο «εκμηδενισμού της Ρωσίας»…
Ήδη όλος ο προγραμματισμός του «κόμματος του πολέμου» δείχνει ότι ορίζεται από την επείγουσα ανάγκη του «να κλειδωθεί χωρίς επιστροφή ο πόλεμος με τη Ρωσία» πριν να δρομολογηθούν οι πολιτικές αλλαγές που κυοφορούνται στη Γαλλία πρωτίστως, αλλά και στη Γερμανία, και σε κάποιο βαθμό στη Βρετανία – ενώ καθορίζεται επίσης «από τον ορίζοντα 2029». Όλο και περισσότερο «κηρύσσουν τον πόλεμο» με απώτατο όριο το 2029, δηλαδή το έτος των επόμενων αμερικανικών εκλογών, όπου προσδοκούν (και επενδύουν σ’ αυτήν την προοπτική) ότι θα κλείσει «η φάση Τραμπ». Τέλος, όσον αφορά τα κίνητρα, δεσπόζουσα θέση κατέχει το ζήτημα της πολεμικής οικονομίας ως (πολύ αμφίβολη) επιχείρηση ξεπεράσματος της δομικής, συστημικής κρίσης. Οι ευρωπαϊκές εκδηλώσεις αυτής της επιχείρησης δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές με αποκλειστικά ευρωπαϊκούς όρους αλλά απαιτείται να λαμβάνεται υπ’ όψιν η κίνηση της Δύσης (ΗΠΑ, Ευρώπης αλλά και Ιαπωνίας) εν συνόλω.
Αλλά και «συνολικά παζαρέματα»
Είναι χαρακτηριστικό ότι προχωρούν ταυτόχρονα δύο πίστες συνομιλιών με πρωτοβουλία ΗΠΑ, κινούμενες σε διαφορετικές κατευθύνσεις! Των ειδικών «εξωθεσμικών/επιχειρηματιών» απεσταλμένων του Τραμπ –Γουίτκοφ και Κούσνερ– με τη Μόσχα. Με αποκλεισμό του «θεσμικού» ΥΠΕΞ Μ. Ρούμπιο. Και μιας δεύτερης πίστας με τους Ουκρανούς υπό την μπαγκέτα Ρούμπιο που, σε κάποιες στιγμές, περιλαμβάνει και τους Ευρωπαίους. Οι τελευταίοι γενικά κινούνται χωριστά, έχοντας επί της ουσίας αποκλειστεί από κάθε διαδικασία αμερικανορωσικής «συνεννόησης». Τορπιλίζουν συστηματικά κάθε προοπτική διευθέτησης και προετοιμάζουν ανοιχτά, βήμα-βήμα τον πόλεμο.
Στην πίστα συνομιλιών με τη Μόσχα, από την άλλη, γίνεται εμφανές –επί της ουσίας δηλώνεται– ότι η διαπραγμάτευση δεν αφορά αποκλειστικά την Ουκρανία αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο αναζήτησης ευρύτερων –αφανών για την ώρα– διευθετήσεων παγκόσμιας κλίμακας, που πάντως φαίνεται να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τη Μ. Ανατολή (αν κρίνει κανείς από τη στάση Ρωσίας, αλλά και Κίνας, απέναντι στις κινήσεις Τραμπ αναφορικά με το Ισραήλ). Επίσης προκύπτει σαφώς ότι αναζητούνται «λύσεις» και «εγγυήσεις» έντονα συναλλακτικού χαρακτήρα (με κοινά επιχειρηματικά πρότζεκτ, ενεργειακά και στρατηγικών πρώτων υλών, αλλά και άλλα). Τα εδαφικά της Ουκρανίας είναι μόνο ένα από τα ζητήματα μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, και δηλώνεται με σχετική άνεση ότι «προς το παρόν οι απόψεις διίστανται και θα χρειαστεί χρόνος για πιθανή διευθέτηση».
Η όλη διαδικασία δεν έχει τίποτα το «ειρηνόφιλο». Κάθε άλλο μάλιστα, συνυπάρχει άνετα με τις κατά περίπτωση ακραίες, «γυμνές» πολεμικές προθέσεις Τραμπ – αδιανόητες ακόμη και με τις μέχρι πρότινος επιθετικές «συνήθειες» των προηγούμενων αμερικανικών διοικήσεων (βλ. την «υπέρβαση» που οδήγησε στην άμεση επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν, αλλά και την πρωτοφανή μεθόδευση πολεμικής επέμβασης στη Βενεζουέλα με ρητό σκοπό την αλλαγή καθεστώτος).






































































