Με τον Σωκράτη Μαντζουράνη
Οι τελευταίες μέρες μου φάνηκαν εφιάλτης.
Όχι πως οι προηγούμενες ήταν καλύτερες, αλλά τόση συμπυκνωμένη μαυρίλα και σαπίλα, δεν την αντέχεις εύκολα.
Ένα εφιαλτικό ταξίδι στο παρελθόν, στο κακό παρελθόν που χρόνια παλεύεις, κουτσά-στραβά, να ξορκίσεις και ν’ αλλάξεις.
Πάλι πίσω στα δύσκολα χρόνια.
Σαν ήλθε η θεια-Δαμασκηνή, χήρα, το ’22 από απέναντι στη Μυτιλήνη, είχε μαζί της έξι παιδιά, τρία ανίψια, τρεις μπόγους, μια χύτρα κι ένα μαγκάλι.
Ένα όμορφο μπακιρένιο μαγκάλι, που για χρόνια προσπαθούσε να ξεγελάσει το κρύο της φτώχειας.
Δύσκολοι οι πρώτοι χειμώνες της προσφυγιάς και όλη η φαμίλια στο λιομάζωμα απ’ το πρωί ίσαμε το σούρουπο.
Ο μικρός Αντρέας κρύωσε άσχημα μια φορά κι έμεινε πίσω κουκουλωμένος κοντά στο μαγκάλι, που τούτη τη φορά δεν κατάφερε να ξεγελάσει το θάνατο της φτώχειας.
Πήγε τζάμπα το στερνοπαίδι μου, μας έλεγε καμιά φορά χρόνια μετά η γιαγιά-Δαμασκηνή και μουρμούριζε:
– Άτιμη αρρώστια η φτώχεια.
Κοντά έναν αιώνα μετά, σαν άκουσα πως δυο παλικάρια πέθαναν από ένα μαγκάλι γιατί δεν είχαν πώς αλλιώς να ζεσταθούν, σήμερα, το 2013, στην Ελλάδα του ευρώ και της Eυρωζώνης, μου φάνηκε σαν ο χρόνος να πάγωσε στο ’22 και σα ν’ άκουσα πάλι τη γιαγιά τη Δαμασκηνή να μουρμουρά:
– Άτιμη αρρώστια η φτώχεια.
Δεν είναι, όμως, μόνο τούτο που μου πάγωσε το αίμα.
Ήταν και κάτι καλοπληρωμένα τσογλάνια-τσιράκια, κάτι σκατόψυχοι τσανακογλείφτες που βγήκαν κι έλεγαν οι πανάθλιοι πως «δεν φταίει η φτώχεια αλλά η κακή παιδεία, που δεν τους έμαθε πόσο επικίνδυνο είναι το μονοξείδιο του άνθρακος» ή πως «είναι εμμονικοί όσοι λένε πως φταίει η κρίση και το ακριβό πετρέλαιο».
Και δεν ήταν μόνο το μαγκάλι της εξαθλίωσης.
Ήρθε και το «κατηχητικό» της Χρυσής Αυγής και οι 25.000 δημόσιοι που πρέπει να απολυθούν για να ορθοποδήσουμε σαν χώρα και ο βασικός μισθός που πρέπει να γίνει 300 ευρώ για να γίνουν επενδύσεις και η μπόχα της διαφθοράς που ξεχειλίζει από παντού.
Τροχάδην προς τα πίσω και η κοινωνική αφωνία να σε ξεκουφαίνει, η λαϊκή οργή και η αγανάκτηση να διαπιστώνονται και να μην εμφανίζονται, ο φόβος και η ανασφάλεια παρόντες και η πολιτική αμηχανία της Αριστεράς ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Και πάνω εδώ, πέφτω στη συζήτηση για την έκδοση Οι θέσεις της Λυών του Γκράμσι.
Πρόκειται για την εισήγηση του Γκράμσι στο τρίτο συνέδριο του ΚΚΙ, το ’26 στη Λυών, μετά την ήττα των «εργοστασιακών συμβουλίων» για την εξουσία το ’20 και την κατάληψη της εξουσίας το ’22 από το Μουσολίνι.
Και πόσο επίκαιρο είναι το βιβλίο και πόσο χρήσιμο για την Αριστερά σήμερα και πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει δημιουργικά να το αξιοποιήσει και πόσο είναι ανάγκη να το «επικαιροποιήσει» ο ΣΥΡΙΖΑ και… άντε η επανάσταση να πλημμυρίζει το Διαδίκτυο.
«Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας είναι μια διαδικασία που απαιτεί μία επαναστατική ρήξη, δηλαδή μια μαζική εξέγερση προετοιμασμένη και οργανωμένη από το κόμμα», λέει ο Γκράμσι.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά μόλις το διάβασα ένιωσα πως ο Γκράμσι χαμογελά με τον «πολιτικό ρεαλισμό» των θαυμαστών του.
Πόσο πίσω, τελικά, αντέχουμε να πάμε;