Του Μάρκου Δεληγιάννη. Είδα πάλι το γερασμένο σου κορμί να σκαρφαλώνει σ’ ενός αμφιθέατρου το έδρανο.
Ήθελες, πάλι να υποβάλεις τις κεραίες σου στη δοκιμασία της επανάληψης. Ν’ ακούσεις, για άλλη μια φορά, εκείνα, τα ίδια λόγια, που με στόμφο αχρείαστο, ο ίδιος πάντα ομιλητής επαναλαμβάνει ακούραστα, χρόνια τώρα. Η μορφή σου ήταν ένα τεράστιο ερωτηματικό. Οι ρυτίδες, που σπάθιζαν των χειλιών σου τις άκρες, ήσαν τόσο εύγλωττες. Φώναζαν: Ακούστε, επιτέλους, το μήνυμα που εκπέμπομε. Και φέτος, πάλι το καράβι μας θα μείνει αραγμένο στο λιμανιού τη γέρικη την προκυμαία. Το φόβισε, καθώς φαίνεται, του πελάγου η αντάρα. Κι έτσι το πλήρωμα, πάλι, στου λιμανίσιου καφενέ τ’ απόμακρα τα τραπεζάκια θα βρέχει με ρακή τα διψασμένα του λαρύγγια, ενώ ο φόβος, αόρατος, καταβροχθίζει τη θέληση, τη δύναμη του τσούρμου, καλύπτει του ουρανού το φέγγος. Σκιές τρεμάμενες οι ναύτες κινούνται κάτω απ’ του φοβικού ατομισμού το πλέγμα.
Κάποια στιγμή, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Χαμογέλασες πικρά. Έμοιαζες με ικέτη. Ήταν σαν να έλεγες: Δώστε μας πόνο λυτρωτικό! Αυτός κάπου θα μας οδηγήσει. Κάνε μας να πονέσω. Πίκρανέ μας, για να βλαστήσει μέσα μας, επιτέλους, σπόρος και να καρπίσει. Το αιωρούμενο τσεκούρι ν’ αρπάξουμε. Τις συρμάτινες πρυμάτσες της οίησης να τσακίσουμε. Τον κάβο της μωροφιλοδοξίας να ξεκαπελώσουμε από την αδιάφορη δέστρα. Το συρματόσχοινο της αμετροέπειας να λιανίσουμε. Την άγκυρα του εφησυχασμού να μαϊνάρουμε και την αλυσίδα της εθελοδουλίας να συντρίψουμε. Κι έτσι το σκάφος, ανεμπόδιστο, να βάλει πλώρη για το πέλαγος το ανοιχτό, εκεί που οι αέρηδες και τα κύματα τα μανιασμένα περιμένουν, με το μπάρκο μας να αναμετρηθούν. Ο ασίγαστος πόθος για ταξίδι θα ξυπνήσει και πάλι μέσα μας. Θα σταθούμε και πάλι, με μάτι ορθάνοιχτο, απέναντι στη θύελλα που κοντοζυγώνει. Το λιμάνι μας κούρασε. Αποσυρθήκαμε ο καθένας στην καμπίνα του, ο καθένας μόνος του, χωρίς χαιρετισμό, από χωριστούς δρόμους. Παρακολουθούσαμε ανήμποροι τη σκουριά που έγλυφε του βαποριού τα πλευρά. Καιρός, να βγούμε όλοι μαζί, στο κατάστρωμα. Να χαιρετίσουμε την καινούργια ανατολή που χαράζει. Να παραδεχθούμε όλοι μαζί, πως τούτο το λιμάνι μας κούρασε. Η ζωή, η πραγματικότητα, βρίσκονται έξω, μακριά από τους λόφους -μαύρες Συμπληγάδες- που κρύβουν του ορίζοντα το βάθος και δυσκολεύουν τον ανασασμό μας.
Ζούμε έναν ιδιότυπο ολοκληρωτισμό. Μας επιβλήθηκε χωρίς όπλα. Θεατές ανήμποροι εμείς, βλέπαμε τη σκουριά να κατατρώει τα σωθικά μας. Είδαμε με δέος τους σύγχρονους πραίτορες να κηρύσσουν το μίσος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μορφωμένους εργαζόμενους. Ένας κανιβαλισμός εγκαθίσταται στις γειτονιές μας, στους χώρους εργασίας, στην καθημερινότητά μας. Είδαμε τους καθηγητές της δευτεροβάθμιας να λασπώνονται με τη συνηθισμένη ύλη, τη χυδαιότητα: Τεμπέληδες, αμόρφωτοι, εκβιαστές, βολεμένοι. Οι εντολοδόχοι της Ρώμης, επέλεξαν να εξοντώσουν έναν κλάδο. Κηρύσσουν τη σιωπή. Αυτή είναι η βαθυστόχαστη συνταγή. Σιωπή. Μόνο η φωνή των φαιών ερπυστριών να ακούγεται. Έτσι η χώρα θα σωθεί. Θα παραμείνει στην αγκαλιά της Ευρώπης. Σκασμός! Ό,τι γίνεται, γίνεται για «το καλό του λαού».
Όσο υπάρχει αξιοπρέπεια, όσο υπάρχουν όρθιοι συμπολίτες το έργο της συνετούς και υπεύθυνης ακροδεξιάς κυβέρνησης υποσκάπτεται. Θεμελιώνουν την καινούργια αισθητική, τις καινούργιες πολιτιστικές αξίες μέσα σε μια κοινωνία εθισμένη στην κουλτούρα του αυτονόητου και του οχλοκρατικού φανατισμού.
Είδαμε ακόμη, στης Αθήνας το Κέντρο, ανύποπτος πολίτης να δέρνεται, να τσουβαλιάζεται σε όχημα της Προστασίας του Πολίτη, μπροστά σε έκπληκτους αυτόπτες μάρτυρες και να παραδίδεται στις τουρκικές Αρχές. Όχι, δεν είναι σκηνές από τη Χιλή του Πινοσέτ, αλλά στην πατρίδα των πειραματόζωων της Ευρώπης έλαβε χώρα.
Και φτάσαμε έως εδώ. Οι ραβδούχοι έκαναν επέλαση στην Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση. Οι κεραίες αχρηστεύθηκαν. Οι πομποί σίγησαν. Το μαύρο κάλυψε τις οθόνες. Ο ολοκληρωτισμός ελαύνει. Αντικειμενικός σκοπός, η επιβολή περιόδου σιγής, όπως στα νεκροταφεία. Να ακούγονται μόνο τα δικά τους γαβγίσματα. Η ενημέρωση οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα και μαζί της ένα από τα τελευταία προπύργια της Δημοκρατίας. Οι πραίτορες της τρόικας αποφάσισαν να καταργήσουν τη δημόσια τηλεόραση και ραδιοφωνία, λες και ήταν κάποια επιχείρηση δική τους, οικογενειακή. Προβάλλουν αστείες αιτιάσεις. Ποιοι; Οι αρχιερείς της διαπλοκής; Οι υπαίτιοι της καταστροφής της χώρας; Προσπαθούν να υποκριθούν τους άμεπτους, τους άδολους. Ποιοι; Αυτοί που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν τον αμοραλισμό. Όμως, φίλοι μου, τούτο δεν θα περάσει έτσι. Η αγρύπνια στο προαύλιο της ΕΡΤ θα συνεχιστεί. Αγέρας θα σηκωθεί. Θα ξεκινήσει από μας τους ίδιους. Θα διαπεράσει τα πάντα. Ο άνεμος της φαντασίας, της ποίησης, του παλμού, της νιότης, του αγώνα, θα σαρώσει το σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Το πλοίο έτοιμο είναι. Θα αποπλεύσει.