Η φασιστική δικτατορία (1967-1974) πάγωσε από την πρώτη μέρα και για 7 χρόνια κάθε μορφή πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης στην Ελλάδα. Διέλυσε τη Βουλή, κατάργησε τα κόμματα και τις οργανώσεις, έκλεισε εφημερίδες και επέβαλε αυστηρή λογοκρισία σε όποιες συνέχισαν την έκδοσή τους, διόρισε κυρίως στρατιωτικούς και χουντικούς σε όλες τις συνδικαλιστικές ενώσεις, αθλητικά σωματεία κ.λπ., και φυσικά κυνήγησε όσους αντιστάθηκαν ή πιθανά να αντιστέκονταν. Προχώρησε σε χιλιάδες συλλήψεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών, σε εξορίες και εκτοπίσεις αντιπάλων της, επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό σε επιφανείς πολιτικούς, και γενικά κυριάρχησε ένα καθεστώς τρόμου και φόβου, με βασανιστήρια και δολοφονίες. Οργανώσεις πέρασαν στην παρανομία, ιδρύθηκαν νέες αντιστασιακές κινήσεις και πυρήνες που εξαρθρώνονταν κάθε τόσο, και έγιναν και ορισμένες δίκες.
Πολλά έχουν γραφτεί και πολλά έχουν γίνει γνωστά για τις ιδιαίτερες περιπέτειες αγωνιστών που υπέφεραν ή διώχτηκαν και βασανίστηκαν σκληρά από τη Χούντα στα κολαστήρια της Ασφάλειας, στην Μπουμπουλίνας, στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και αλλού. Έτσι δεν θα τονίσουμε ιδιαίτερα αυτές τις πλευρές. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι το πάγωμα, ο γύψος που μπήκε σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής ζωής: καταργήθηκε συνολικά η πολιτική έκφραση και ο πολιτικός λόγος, σε έναν τόπο και έναν λαό που είχε έντονο πολιτικό κριτήριο και πολιτική συμμετοχή.
Όμως η εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, επέφερε και μια μεγάλη απογοήτευση και κρίση μέσα στις τάξεις και γραμμές του αριστερού και δημοκρατικού κινήματος. Διότι ενώ υπήρχαν πολλές ενδείξεις και πολλές προειδοποιήσεις ότι επέκειτο φασιστική δικτατορία, η Αριστερά και ο πολιτικός κόσμος ετοιμάζονταν για τις εκλογές που θα γίνονταν τον Μάιο του 1967. Είναι χαρακτηριστικό πως η αρθρογραφία της Αυγής επί μέρες επιχειρηματολογούσε στο γιατί δεν πρόκειται να γίνει πραξικόπημα. Έτσι, η Χούντα των συνταγματαρχών τους αιφνιδίασε πραγματοποιώντας το στις 21 Απριλίου του ίδιου χρόνου…
Μέχρι το 1969 έχουν καταφερθεί συντριπτικά κτυπήματα στις αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στην παρανομία (ΠΑΜ, Ρήγας Φεραίος, Δημοκρατική Άμυνα), ενώ η απέτυχε και η απόπειρα που έκανε ο Αλέκος Παναγούλης εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου (13/8/1968). Ο ίδιος συνελήφθη και υπέστη φρικτά μαρτύρια, γινόμενος σύμβολο του αγώνα ενάντια στη Χούντα.
Η διαχωριστική γραμμή
Η γραμμή συνολικά της επίσημης αριστεράς στις τοτινές συνθήκες ήταν η «αποκατάσταση της Δημοκρατίας», δηλαδή η επαναφορά στα της προ 21ης Απριλίου του 1967 κατάστασης, και η «αντιχουντική ενότητα» όλων, συμπεριλαμβανομένου και του βασιλιά – που όρκισε τη δικτατορική κυβέρνηση, αλλά μήνες αργότερα ήρθε σε ρήξη με τη Χούντα. Καμία νύξη, κανένα σύνθημα ή κανένας λόγος για τους Αμερικάνους, τον ιμπεριαλισμό και τις διασυνδέσεις του με τη Χούντα, αφού τέτοιες αναφορές θα συρρίκνωναν το «αντιχουντικό μέτωπο». Ακόμα και το σύνθημα «Έξω οι Αμερικάνοι» θεωρούνταν προβοκατόρικο.
Βασική διαχωριστική ανάμεσα σε διάφορες δυνάμεις της αριστεράς αποτελούσε λοιπόν το αν ο χαρακτήρας του κινήματος που έπρεπε να αναπτυχθεί θα ήταν απλά αντιχουντικός για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κι άρα αναζητήσεις ενότητας κυρίως με το πολιτικό προσωπικό που είχε εξοστρακιστεί από την πολιτική ζωή (από τον βασιλιά μέχρι κεντρώες ή και δεξιές δυνάμεις), ή θα είχε αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και θα στόχευε σε μια ουσιαστική αλλαγή. Οι δυνάμεις του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος, που είχαν εμφανιστεί με ανεξάρτητο τρόπο από το 1964, υποστήριζαν μια ευρύτατη αντιιμπεριαλιστική αλλαγή και έθεταν το θέμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του καθεστώτος της εξάρτησης. Η αντιπαράθεση αυτή υπέβοσκε σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, ήταν μια πάλη γραμμών μέσα στο κίνημα ή τις οργανωμένες δυνάμεις…
Από τις αρχές του 1972 αρχίζει να εμφανίζεται μια νέα φουρνιά αγωνιστών, κυρίως στον φοιτητικό χώρο, που εκδηλώνει ενεργητική διάθεση να σπάσει η φασιστική τρομοκρατία μέσα σε μαζικούς χώρους, και προμηνύει όσα θα ακολουθήσουν τα επόμενα δύο χρόνια
Αναδύεται μια νέα φουρνιά αγωνιστών
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για διάθεση και κλίμα τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, υπάρχει η απογοήτευση και ο φόβος, η σιωπή και η ενασχόληση με τα επαγγελματικά για όσους δεν είχαν μπλεξίματα με την ασφάλεια ή μέλη της οικογένειας που εξορίζονταν ή βρίσκονταν στην φυλακή. Παράλληλα βέβαια υπήρχε μια αντιχουντική διάθεση που εκφράζονταν με τα ανέκδοτα σε βάρος προσώπων της Χούντας, ενώ δεν ήσαν λίγοι όσοι άκουγαν ελληνικές αντιδικτατορικές εκπομπές από ραδιόφωνα του εξωτερικού (Ντόιτσε Βέλλε, Λονδίνο, Φωνή της Αλήθειας, Τίρανα κ.λπ.).
Αξίζει να σημειωθεί πως υπήρξαν ορισμένες μαζικές εκδηλώσεις στις κηδείες επιφανών προσώπων, όπως του Γεωργίου Παπανδρέου (3 Νοεμβρίου 1968) και του Γιώργου Σεφέρη (22 Σεπτεμβρίου 1971), στις οποίες συμμετέχουν εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών. Στη δεύτερη περίπτωση ακούγονται απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη σε στίχους του ποιητή, όπως επίσης το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Είναι χαρακτηριστική η μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας στην κηδεία του Σεφέρη.
Θα περάσει κάποιος καιρός και, από τις αρχές του 1972, αρχίζει να εμφανίζεται μια νέα φουρνιά αγωνιστών, κυρίως στον φοιτητικό χώρο, που προμηνύει τα όσα θα ακολουθήσουν τα επόμενα δύο χρόνια. Η ανάδυση του φοιτητικού κινήματος και των μαζικών του διαδικασιών σημαδεύει μια νέα φάση, εκδήλωσης μιας ενεργητικής διάθεσης να σπάσει η φασιστική τρομοκρατία μέσα σε μαζικούς χώρους. Τότε αρχίζουν να δραστηριοποιούνται παράνομες αλλά μαζικές φοιτητικές παρατάξεις. Η φρέσκια φουρνιά κάνει αισθητή την παρουσία της με αφορμή δύο κινηματογραφικές ταινίες, το «Φράουλες και αίμα», που αναφερόταν σε φοιτητικές κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ, και το περίφημο Γούντστοκ, το οποίο η Χούντα πρώτα απαγορεύει και μετά επιτρέπει να προβληθεί: μετά την προβολή του στον κινηματογράφο Παλλάς γίνονται διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας.
Η απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» της Χούντας
Αρχές του 1972 ξεκινά μια διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, που σημαδεύεται από την κυκλοφορία διαφόρων βιβλίων προοδευτικού περιεχομένου και αριστερών συγγραφέων, το ανέβασμα ορισμένων θεατρικών έργων με ιδιαίτερη επιτυχία («Η αληθινή ιστορία του Αλή Ρέτζο» κι άλλες παραστάσεις του Ελεύθερου Θεάτρου), τα τραγούδια του Σαββόπουλου, που διαδίδονται ευρύτατα. Αρχίζουν να λειτουργούν στέκια και μπουάτ στην Πλάκα με καλλιτέχνες όπως ο Μαρκόπουλος, ο Ξυλούρης, ο Γιώργος Ζωγράφος κ.ά. Η νεολαία διαβάζει το Άξιον Εστί του Ελύτη, την Ιστορία του εργατικού κινήματος και την Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 του Κορδάτου, κυκλοφορούν βιβλία για τον Αλιέντε και για το ενιαίο πρόγραμμα της Αριστεράς στη Γαλλία, ενώ σε διάφορα βιβλιοπωλεία έβρισκες και παλιά βιβλία αριστερού περιεχομένου. Εκδοτικοί οίκοι όπως ο Κάλβος ή ο Στοχαστής προχωρούσαν σε ενδιαφέρουσες εκδόσεις. Ο κόσμος άκουγε κασέτες του Θεοδωράκη που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι ή σιγοτραγουδούσε τραγούδια του σε τραπέζια και ταβέρνες. Ιδιαίτερα η νεολαία συναντιέται, πέρα από τα διεθνή νεολαιίστικα κινήματα και φόρμες πολιτισμού, με την ιστορία και την ελλαδικότητα, με την ιστορία του τόπου που είναι απαγορευμένη μέσα στη Χούντα…
Στις αρχές του 1972 αρχίζουν κινητοποιήσεις μέσα στους φοιτητικούς χώρους με αίτημα τις ελεύθερες εκλογές στους συλλόγους, σε αντιπαράθεση με τους εγκάθετους της Χούντας σε κάθε σχολή. Παράλληλα συγκροτούνται και δραστηριοποιούνται φοιτητικές οργανώσεις αριστερής κατεύθυνσης (Αντι-ΕΦΕΕ, Ρήγας Φεραίος, ΑΑΣΠΕ και άλλες μικρότερες). Η Χούντα απαντά με καταστολή και διώξεις, εντείνει τον χαφιεδισμό μέσα στις σχολές. Οι φοιτητές βρίσκουν τρόπο να αντιδράσουν με μια έντονη δραστηριοποίηση μέσα από τους λεγόμενους εθνικοτοπικούς συλλόγους (Κρητών, Θρακομακεδόνων, Αρκάδων κ.ο.κ.), όπου μπορούν να ελέγχουν καλύτερα ποιοι συμμετέχουν, και απομονώνονται ευκολότερα οι χαφιέδες. Ξεκινούν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που καταστέλλονται βάρβαρα.
Το φοιτητικό κίνημα γρήγορα πολιτικοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται. Το 1972 η Χούντα αναγκάζεται να κάνει εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, αλλά με δικούς της εγκάθετους. Οι φοιτητές αντιτάσσονται στη νοθεία και τα πλαστά αποτελέσματα και προχωρούν σε αποχές από τα μαθήματα και κινητοποιήσεις. Η Χούντα τότε προχωρά στο μέτρο της επιστράτευσης φοιτητών, δηλαδή κόβονται οι αναβολές λόγω σπουδών και καλούνται να υπηρετήσουν οι πιο «άτακτοι» φοιτητές. Σε απάντηση οι φοιτητές κλιμακώνουν τους αγώνες τους, και το 1973 γίνεται η χρονιά που το φοιτητικό κίνημα φουντώνει και αρχίζει να αποκτά πιο ανοικτά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Η κατάληψη της Νομικής είναι μια πρώτη ανοικτή αντιπαράθεση του φοιτητικού κινήματος με τη Χούντα, και το γεγονός αυτό γίνεται ευρύτατα γνωστό. Στις 21 Φεβρουαρίου 1973, 4.000 φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο της Νομικής Αθηνών. Από την ταράτσα του κτιρίου καλούν το λαό της Αθήνας να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για δημοκρατικές ελευθερίες. Ήδη το φοιτητικό κίνημα έχει αποκτήσει μαζικά χαρακτηριστικά και «επικοινωνεί» γενικότερα με την κοινωνία. Στις 4 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στο μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου, γίνονται μαζικές διαδηλώσεις και άγριες συμπλοκές με τις αστυνομικές δυνάμεις. Σε λίγες μέρες θα γίνει και η κατάληψη του Πολυτεχνείου, η κορυφαία εξέγερση ενάντια στη Χούντα και τα ιμπεριαλιστικά στηρίγματά της.
Το ποτάμι του φοιτητικού κινήματος, η δυναμικότητά του, τα αιτήματα που προβάλλει, και ιδιαίτερα ο ριζοσπαστισμός του, δεν άφησαν πολλά περιθώρια στη Χούντα να προχωρήσει το σχέδιο της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος – και ταυτόχρονα τίναξαν στον αέρα όλες τις συμβιβαστικές λογικές και γραμμές που προωθούσαν οι δυνάμεις της επίσημης αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕεσ. κυρίως).
Τι έφερε η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτέλεσε ένα νέο λίκνο του λαϊκού μαζικού ριζοσπαστισμού που θα σημαδέψει τα επόμενα χρόνια την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Θα μπολιάσει την αντιχουντική διάθεση με σημαντικά αντιαμερικάνικα-αντιιμπεριαλιστικά στοιχεία, θα θέσει το ζήτημα της απαλλαγής της χώρας από το καθεστώς της εξάρτησης, θα ξεπεράσει τα όρια των στενά φοιτητικών ζητημάτων, θα υπερβεί τη γραμμή της φιλελευθεροποίησης και της απλής αντιχουντικής ενότητας, θα θέσει τις βάσεις όχι απλά στην επαναφορά της δημοκρατίας όπως αυτή ίσχυε πριν το 1967, αλλά θα κάνει ώστε η όποια μεταπολίτευση να έχει πιο προχωρημένο χαρακτήρα.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ξεκίνησε ως φοιτητική εκδήλωση με την κατάληψη του Πολυτεχνείου, αλλά αγκαλιάστηκε από ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού, συνοδεύτηκε και από άλλες καταλήψεις σχολών σε όλη την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Πάτρα) και συσπείρωσε σημαντικό τμήμα μιας εργαζόμενης νεολαίας που συγκρούστηκε άγρια στους γύρω δρόμους και στο κέντρο της Αθήνας με τις δυνάμεις καταστολής. Επίσης, το Πολυτεχνείο χαράχθηκε βαθιά στην ψυχή των Ελλήνων μέσα από τον ραδιοσταθμό που λειτούργησε και συγκλόνισε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων. Τέλος, όξυνε στο έπακρο την κρίση και τις αντιθέσεις μέσα στο χουντικό στρατόπεδο: μια μόλις βδομάδα μετά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο, ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τον Ιωαννίδη και η Χούντα απέκτησε ένα πιο σκληρό προσωπείο. Παρά τα σκληρά κτυπήματα που θα δοθούν σε κλιμάκια του ΚΚΕ και του ΕΚΚΕ στις αρχές του 1974 και τη στυγνή τρομοκρατία, οι μέρες της Χούντας ήταν ήδη μετρημένες. Ήδη είχε αρχίσει να γίνεται λόγος για «λύση Καραμανλή» σε ευρύτατους κύκλους.
Σήμερα πολλοί (και κυρίως η ΚΝΕ και το ΚΚΕ) κορδώνονται ότι τους ανήκει το Πολυτεχνείο ή, χειρότερα, ότι αυτοί το καθοδήγησαν. Για όσους έχουν ζήσει τα γεγονότα είναι γνωστό ότι η γραμμή της Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου ήταν η «απαγκίστρωση» από το Πολυτεχνείο και όχι η συνέχιση της κατάληψης, και βεβαίως ότι σε όλες τις συνελεύσεις των σχολών η γραμμή τους (παραμονή σε σκέτα φοιτητικά αιτήματα) χρεοκοπούσε, και αναδεικνύονταν ένα σαφές αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο. Ακόμα χειρότερα, οι δυνάμεις της Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ προσπάθησαν να αποδώσουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου σε έργο «350 προβοκατόρων του Ρουφογάλη», όπως έλεγαν στη διαβόητη πλέον Πανσπουδαστική Νο 8, και κατάγγειλαν ανοικτά τον αγωνιστή Διονύση Μαυρογένη ως χαφιέ. Η προβοκατορολογία και η χαφιεδολογία έχει μακρύ παρελθόν στην χώρα μας. Όχι γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι σε κάθε περίπτωση, αλλά επειδή αποτέλεσε μέθοδο να «λύνονται» πολιτικά ζητήματα με αυτόν τον άθλιο τρόπο…
Το ποτάμι του φοιτητικού κινήματος, και ιδιαίτερα ο ριζοσπαστισμός του, δεν άφησαν πολλά περιθώρια στη Χούντα να προχωρήσει το σχέδιο της «φιλελευθεροποίησης» – και ταυτόχρονα τίναξαν στον αέρα τις συμβιβαστικές γραμμές της επίσημης αριστεράς
Προς μεγάλα ταρακουνήματα
Τα σοβαρά προβλήματα στη Χούντα και στο καθεστώς της προκλήθηκαν όταν εμφανίστηκε ένα μαζικό κίνημα, όταν νέες φουρνιές αγωνιστών έσπασαν την τρομοκρατία και βρήκαν τρόπους να εκφραστούν αλλά και να δράσουν μαζικά, μέσα από συλλογικές διαδικασίες και μορφές. Το νέο φοιτητικό κίνημα ήταν η βασική μορφή του μαζικού αγώνα και σιγά-σιγά, από το 1972 και ύστερα, άρχισαν να εμφανίζονται μαζικές κινητοποιήσεις κατοίκων περιοχών (Μέγαρα, Καματερό) ή εργαζομένων με απεργίες και κινητοποιήσεις. Η υπόθεση καταστολής και ελέγχου του μαζικού κινήματος αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη για τους φασίστες από ό,τι η εξάρθρωση ή η αντιμετώπιση κλιμακίων αριστερών οργανώσεων, ή κινήσεων που στόχευαν στη «δυναμική αντίσταση».
Για όποιον παρακολουθούσε πιο προσεκτικά τα όσα γίνονταν στη χώρα μετά το 1973 με την κρίση της Χούντας, αλλά και στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο, ιδιαίτερα μετά το πρώτο πετρελαϊκό σοκ και την οικονομική κρίση που είχε κάνει την εμφάνισή της, φαίνονταν πως οδεύαμε προς μια πανεθνική κρίση. Η Χούντα ήταν εντελώς απομονωμένη και σε βαθιά κρίση, ο αμερικάνικος παράγοντας σε μεγάλη δυσκολία και με έμφαση να προωθήσει τους σχεδιασμούς του για την Κύπρο, η Μέση Ανατολή σε διαρκή αναβρασμό, οι Ευρωπαίοι ήθελαν να αξιοποιήσουν και πολιτικά την οικονομική διείσδυση που είχαν ήδη προωθήσει στην Ελλάδα, και τέλος υπήρχε η παρουσία πλέον και του σοβιετικού παράγοντα με τον στόλο του στη Μεσόγειο: όλα αυτά έδειχναν πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε και πως θα είχαμε μεγάλα ταρακουνήματα.
Κι αυτά ήρθαν με το Κυπριακό. Τον Ιούλη του 1974 οι χουντικοί της Αθήνας, σε συνεργασία με φασίστες της ΕΟΚΑ Β΄, ανατρέπουν τον πρόεδρο Μακάριο και προσφέρουν το άλλοθι να προχωρήσει η Τουρκία στην εισβολή για να προστατέψει τάχα την τουρκική μειονότητα του νησιού. Η εισβολή έγινε σε δύο φάσεις. Στις 20 Ιουλίου αρχίζουν αεροπορικοί βομβαρδισμοί ακολουθούμενοι από εισβολή επίλεκτων δυνάμεων. Στις 15 Αυγούστου εξαπολύεται ο Αττίλας 2, που οδηγεί στην κατάληψη του 38% του εδάφους της Κύπρου από τα κατοχικά τουρκικά στρατεύματα και μετατρέπει σε πρόσφυγες πάνω από 200.000 Ελληνοκυπρίους, υποχρεώνοντάς τους να φύγουν από τα χωριά και τις περιοχές όπου ζούσαν επί αιώνες.
Ο χαρακτήρας της μεταπολίτευσης
Τα γεγονότα στην Κύπρο είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην Ελλάδα. Η κρίση του καθεστώτος εντάθηκε στο έπακρο, κορυφώθηκε το αίσθημα της προδοσίας και του ξενοκίνητου χαρακτήρα όλης της διαδικασίας υπό τη Χούντα. Ακολούθησε μια γενική επιστράτευση που έδειξε την παντελή διάλυση του ελληνικού στρατού. Σε κοινή σύσκεψη στρατιωτικών παραγόντων, τμήματος προσωπικοτήτων του παλαιού πολιτικού κόσμου και φυσικά της ηγεσίας της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, αποφασίστηκε να καλεστεί ο Καραμανλής να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Η Χούντα ήδη είχε πέσει.
Συμπερασματικά: Μια χώρα και ένας λαός, μέσα από την πείρα της αντίστασης και του αγώνα του, αποκτά συνείδηση των πηγών της κακοδαιμονίας του τόπου (εξάρτηση και μηχανισμοί της), και έχει έντονη την αίσθηση της εθνικής προδοσίας στην Κύπρο. Το κλίμα απαιτεί βαθιά δημοκρατία και αποχουντοποίηση όλων των μηχανισμών και διοικήσεων, ένα νέο δυναμικό (κυρίως το φοιτητικό κίνημα) έχει μπει στο προσκήνιο του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα, και διαμορφώνεται μια ευρύτατη λαϊκή συσπείρωση εργατικών, αγροτικών, μικρομεσαίων στρωμάτων σε ολόκληρη τη χώρα. Όλα αυτά σφραγίζουν καθοριστικά τη μεταπολίτευση και τον χαρακτήρα της.
Αυτό το κλίμα θα διαρκέσει έντονα για δύο χρόνια (1974-76). Ο νέος ριζοσπαστισμός έχει τις ρίζες του σε αυτές τις περιστάσεις και συνθήκες. Αν σε όλη τη χουντική περίοδο, λόγω της κατάστασης που περιγράψαμε, το κίνημα αφορούσε μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, με τη μεταπολίτευση έχουμε έναν εκτεταμένο και πολύ μαζικό ριζοσπαστισμό, στον οποίο αναφέρονται και συμμετέχουν εκατομμύρια πολίτες της χώρας.
* Το κείμενο αυτό αποτελείται από αποσπάσματα του 1ου κεφαλαίου ενός βιβλίου υπό τον τίτλο «Ριζοσπαστισμός, κινήματα και αριστερές 1974-2024», η συγγραφή του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο τίτλος και οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης.