Του Φώτη Τερζάκη

 

Επανέρχομαι στη συζήτηση που διοργάνωσε ο Δρόμος της Αριστεράς το Σάββατο, 23 Απριλίου, για να σχολιάσω τη δεύτερη από τις ενστάσεις που φαίνεται ότι ήγειρε η εκεί τοποθέτησή μου: αν μια προγραμματική θέση τού τύπου «αποποίηση του χρέους», πρώτον, μπορεί να συνιστά ταυτότητα μιας αριστερής πολιτικής·και δεύτερον, αν αρκεί από μόνη της για να προσδιορίσει μια καλά επεξεργασμένη στρατηγική διεξόδου από τη δεινή θέση που βρίσκεται η χώρα.

Για να ακριβολογώ, εκείνο που είπα είναι «κριτήριο μιας αριστερής πολιτικής στην Ελλάδα, σήμερα», το οποίο είναι κάτι διαφορετικό από στοιχείο ταυτότητας εν γένει· επειδή όμως θα πρέπει να μας απασχολεί και αυτό το ζήτημα, καλό είναι να ξεκινήσω από εκεί. Το ζήτημα μιας «ταυτότητας» της Αριστεράς έχει ανακύψει με οξύτητα λόγω ακριβώς της απαξίωσης που περιβάλλει πλέον τον όρο, σε βαθμό που αναρωτιέται κανείς αν είναι ακόμα χρησιμοποιήσιμος.

Oι όροι Αριστερά και Δεξιά, ως πολιτικά σημαίνοντα, κατάγονται από τη Γαλλική Επανάσταση και ορίστηκαν από τις θέσεις που έλαβαν αρχικά οι εκπρόσωποι στη Γενική Συνέλευση των Τάξεων· είναι άρρηκτα συνυφασμένοι, κατά συνέπεια, με τη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στο πλαίσιο του νεωτερικού έθνους-κράτους, και αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να θυμόμαστε. Η έννοια της Αριστεράς, ειδικότερα, συνδέθηκε με την επιδίωξη κοινωνικής ισότητας, κατάργησης της ιεραρχίας και των προνομίων και με τους αγώνες για διεύρυνση της αντιπροσώπευσης. Υπό αυτή την έννοια κάλυψε, έκτοτε ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών τάσεων που περιλαμβάνει τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον αναρχισμό και τη (μεσοπολεμική) σοσιαλδημοκρατία· στον εικοστό αιώνα συνδέθηκε χαλαρά με ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα κινημάτων όπως αυτό των πολιτικών δικαιωμάτων, τα φεμινιστικά κινήματα, τα αντιαποικιακά-εθνοαπελευθερωτικά κινήματα, τα αντιπολεμικά και περιβαλλοντικά… Είναι μια έννοια η οποία διαρκώς εμπλουτίζεται ιστορικά καθώς η εκδίπλωση των μηχανισμών του κεφαλαίου παράγει όλο και πιο σύνθετες μορφές ανισότητας, και η αντίσταση ατόμων και συλλογικοτήτων ανακαλύπτει ολοένα λεπτότερα πεδία διεκδίκησης ελευθεριών και αυτοκαθορισμού.

Αυτό πρέπει να σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο όρος Αριστερά έχει έννοια εντός των ορίων της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ακόμη και όταν οι δράσεις ξετυλίγονται εκτός του κοινοβουλευτικού πλαισίου. Αν κάποια από το ριζοσπαστικότερα ρεύματά της επιδιώκουν την υπέρβαση της συγκεκριμένης πολιτειακής μορφής, μόνο η ιστορική πλήρωση του στόχου τους θα επέτρεπε -στην πραγματικότητα, θα επέβαλλε- την οριστική εγκατάλειψη του όρου. Μέχρι τότε, γίνεται αναπόδραστη προφανώς μια συμπόρευση με λιγότερο ριζοσπαστικά της ρεύματα στη βάση μεσοπρόθεσμων κοινών στόχων. Δεύτερον, ότι ο όρος έχει ένα δεσμευτικό κανονιστικό περιεχόμενο, άρα δεν αρκεί η επίκλησή του για τον χαρακτηρισμό μιας πολιτικής πρακτικής. Πρέπει οι στόχοι τής τελευταίας να πληρούν τα καθ’ ύλην κριτήρια του όρου -άρση δομικών ανισοτήτων σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, μεγιστοποίηση των συμμετοχικών διαδικασιών- και βάσει αυτών κρίνεται κατά πόσον δικαιούται το όνομα «αριστερή». Και δεδομένου, επίσης, ότι αυτό κάθε φορά κρίνεται στην πράξη και καθόλου προαποφασισμένα, ο όρος, θα έλεγα, έχει περισσότερο νόημα ως επίθετο παρά ως ουσιαστικό.

* * * *

Έρχομαι τώρα στο φλέγον ζήτημα του τί (θα έπρεπε να) ισχύει ως κριτήριο μιας αριστερής πολιτικής άξιας του ονόματός της σήμερα, στην Ελλάδα πρωτίστως αλλά όχι μόνο. Αν δεχόμαστε πως η ρίζα τής κοινωνικής ανισότητας ανάγεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και στην εμπορευματική αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων, η αντικαπιταλιστική στοχοθεσία αποβαίνει δεσμευτικό κριτήριο μιας αριστερής πολιτικής στις κοινωνίες μας. Και δεδομένου ότι η ιδιάζουσα μορφή καπιταλισμού στου οποίου τα δίχτυα σπαρταρά η παγκόσμια κοινωνία σήμερα είναι ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός που δρα πρωτίστως με το υπερόπλο του χρέους, εκεί πιστεύω πως πρέπει να συσταθεί και η πρώτη γραμμή άμυνας. Η αποποίηση του χρέους μπορεί και πρέπει να γίνει σήμερα άξονας ανασύνταξης μιας αριστερής πολιτικής παγκοσμίως – δηλαδή, πεδίο σύμπηξης διεθνών συμμαχιών και πρόγραμμα πολιτικής δράσης στο εθνοκρατικό πλαίσιο κάθε πληττόμενης χώρας.(1)

Στην Ελλάδα, δεν χρειάζονται πολλά για να εξηγηθεί αυτό στον κόσμο, νομίζω. Η ασφυκτική πίεση των οικονομικών μέτρων που επιβάλλονται από τις δανειακές συμβάσεις, η αφαίμαξη ουσιαστικά της χώρας από μια εξαιρετικά επιθετική μερίδα του διεθνούς χρηματοοικονομικού κεφαλαίου που ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση, είναι απτά βιωμένη πραγματικότητα για πολλά κοινωνικά στρώματα, τα οποία είναι έτοιμα να σκεφθούν εναλλακτικές εάν κάποιος τις προτείνει βάσει ενός εξηγήσιμου σχεδίου. Και πιστεύω ότι ο πολιτικός σχηματισμός που θα επεξεργαστεί ένα τέτοιο σχέδιο, με άξονα την αποτίναξη του βρόχου τού χρέους, θα πετύχει εύκολα μία σε μεγάλο βαθμό διαταξική συσπείρωση.

Είναι αυτό αρκετό για ν’ αντιμετωπιστούν τα δραματικά προβλήματα της χώρας; Όχι βέβαια, εάν το αντιλαμβανόμαστε ως απλό σύνθημα και δεν έχουμε επεξεργαστεί τις επόμενες αναγκαίες κινήσεις. Η αξία του ως προγραμματικής θέσης έγκειται στο ότι συνυφαίνεται με μια ολόκληρη αλυσίδα επόμενων βημάτων τα οποία εξαρτώνται μεν από τις αντιδράσεις του αντιπάλου, είναι ωστόσο εν πολλοίς προβλεπόμενα. Προφανώς έπεται -και ασφαλώς δεν προηγείται, διότι από μόνο του χάνει στο δημόσιο βλέμμα το δίκτυο των συμφραζομένων που το καθιστά εύλογο και αναγκαίο- το ζήτημα του νομισματικού ελέγχου, ως πρώτο βήμα για τη διαφυγή από τον ασφυκτικό οικονομικό αποκλεισμό που θα επιχειρηθεί· ταυτόχρονα, τίθεται το ζήτημα του συγκεκριμένου παραγωγικού σχεδιασμού, εφόσον η επίτευξη ενός ορισμένου βαθμού αυτάρκειας είναι ζωτικός όρος για οιαδήποτε ελπιδοφόρα έκβαση (2) και αναπόφευκτα θα τεθεί, από την πρώτη στιγμή, το κρίσιμο ζήτημα του προσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής – ένας ανασχεδιασμός των αντιπαραθέσεων και συμμαχιών μέσα στο ναρκοθετημένο πεδίο των διεθνών σχέσεων, διότι μια τέτοια κίνηση μέσα στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πλέγμα συνιστά κυριολεκτικώς ανταρσία, η οποία δεν μπορεί να πιστεύουμε πως θα μείνει αναπάντητη.

Βαδίζουμε πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, αναμφίβολα. Εάν όμως θέλουμε να μιλάμε γι’ «αριστερή πολιτική», πρέπει να γνωρίζουμε καλά τι σημαίνει αυτό, σε οιεσδήποτε συνθήκες· και ποτέ, καμία αριστερή πολιτική δεν ήταν δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Τα μεγάλα ιστορικά στοιχήματα κερδίζονται -αν κερδίζονται- μόνο με ακραία ανάληψη του κινδύνου.

 

Σημειώσεις

1. Υπάρχει επίσης μια ηθική διάσταση σε αυτό, η οποία ορίζει μιαν αριστερή ηθική, αν υφίσταται τέτοια. Το χρέος των χωρών οφείλει να μην πληρωθεί, ακόμη και αν ήταν αυτές ικανές, οικονομικά μιλώντας, να το πληρώσουν.

2. Δεν είναι άσκοπο ίσως να θυμίσω εδώ μια υπόδειξη του Σαμίρ Αμίν από τη δεκαετία τού ’70: «Η θέσπιση αυτόνομων νομισματικών συστημάτων στην περιφέρεια μεταβάλλουν τους μηχανισμούς της διαρθρωτικής προσαρμογής; Όχι αυτόματα. Αν συνεχίσει κανείς να αντιμετωπίζει την ανάπτυξη μόνον ως προς την αυξανόμενη διεθνή ειδίκευση, δηλαδή την κατά προτεραιότητα ανάπτυξη των προϊόντων για εξαγωγή στην παγκόσμια αγορά, τότε η εξωτερική ισορροπία έρχεται μόνο με αντίτιμο μιαν ανακοπή της ανάπτυξης, έστω και περιφερειακής. Οι βαθιές τάσεις για ανισορροπία εξακολουθούν να επενεργούν, και ο έλεγχος γίνεται κάποια μέρα αναποτελεσματικός: πρέπει να γίνει υποτίμηση» (Η άνιση ανάπτυξη, Καστανιώτης 1976, σελ. 258).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!