του Νίκου Σταθόπουλου
Η Γιάννα με τα «κορδελάκια» της! Με όλη την ελαφρότητα της αστικής (;) φινέτσας (;), ενάντια στη «μικροαστική» ευπρέπεια της παράδοσης, επέβαλε ένα λογότυπο κομμένο και ραμμένο στην αισθητική και την κοσμοθεωρία του σύγχρονου καπιταλιστικού φαίνεσθαι. Όλα τα ταυτοτικά της εθνικής υπόστασης αφαιρούνται, και μια «εικαστική παρέμβαση» συμβολοποιεί τον φαντασμαγορικό μηδενισμό των «αστών» της σημιτικής ολικής υποτέλειας.
Σε τι συνίσταται, εν προκειμένω, αυτός ο μηδενισμός;
Πρώτα-πρώτα στην πρόταξη μιας «καλλιτεχνίας» που εξαφανίζει την ιστορία και την πολιτισμική οντολογία, αφού θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε πλείστες περιπτώσεις. Λανθάνει σε αυτό το κιτς η μετανεωτερική αισθητική της «διάχυσης», που υποβάλλει μια αντίληψη «χύμα» σε όλο το φάσμα της εμπειρίας. Κανένα σημείο αναφοράς, τίποτα συγκεκριμένο που να ενοποιεί με όλο το απτό φορτίο του. Και πάνω απ’ όλα μια «γενική εικόνα» που θα μπορούσε να αφορά μια «ηρωική μνήμη» της τραγικής Θύρας 21, ας πούμε, ή «21 κατασκευαστές πλυντηρίων», ή μια εμπορική έκθεση.
Ακολούθως, συνίσταται στην υποταγή σε μια εννόηση της ιστορίας ως «κοινωνικού γεγονότος» με χαρακτηριστικά «γιορτής». Μια «εκδήλωση» όπως θα ήταν, ας πούμε, τα «50 χρόνια προσφοράς στο τραγούδι» ενός καλλιτέχνη της πίστας.
Και, τέλος, συνίσταται στην άρρητη αλλά με σαφήνεια διακρινόμενη «αισθητικοποίηση» της σχέσης με τη μνήμη. Δηλαδή, αναιρείται κάθε ποιότητα ελκόμενη από αισθητούς συνειρμούς, και επιβάλλεται ένα «ωραίο» νεφέλωμα χωρίς «γλώσσα».
Πίσω από την «εμπορική ανεμελιά» και την «επικοινωνιακή καινοτομία», πίσω από τη «μοντέρνα αθωότητα» μιας αισθητικής που «ξεφεύγει από τις αράχνες της τυποποιημένης παράδοσης»: κρύβεται πανέξυπνα η βασική συστημική στρατηγική της αποελληνικοποίησης
Εντός της ιστορίας, δηλαδή εντός της δυναμικής διάπλεξης και ανάπτυξης των ανταγωνισμών, ούτε κατά διάνοια δεν είναι «γιορτή» μια οριακή στιγμή της συλλογικής μνήμης, αφού η διαρκής «εμπειρία σύγκρουσης» καθιστά τη δραματική σχέση με το παρελθόν πρωταρχικής σημασίας. Για πατρίδα μιλάμε, όχι για μια «έννοια» ή «αίσθηση». Είναι σκόπιμος αέρας κοπανιστός μια τέτοια πρόταξη, όταν κλιμακώνεται η επίθεση της «γαλάζιας πατρίδας» και η Μακεδονία έχει εκχωρηθεί στους τηλεχειριζόμενους Σκοπιανούς. Ενώ εξελίσσεται το συντριπτικό ξεχαρβάλωμα της πατρίδας, αυτή η ιδιότυπη «αφηρημένη τέχνη» εξουδετερώνει το σκληρό βίωμα μέσω της υπνωτιστικής γενικότητας.
Με το πρόσχημα της «σοβαροφάνειας», ακυρώνεται η συνείδηση σοβαρότητας που προϋποτίθεται σε κάθε βούληση υπεράσπισης των ιστορικών συλλογικών κεκτημένων. Όλοι οι «μοντέρνοι» των μετανεωτερικών ιδεότυπων, απεχθάνονται τους λειτουργικούς τύπους της παράδοσης, ακριβώς γιατί απορρίπτουν κάθε σταθερή επένδυση στο φαντασιακό, που ενοποιεί τον ιστορικό χρόνο. Η αποσύνδεση από την ιστορία και τα συλλογικά υποκείμενα που την πραγματώνουν, είναι κρίσιμο ζήτημα για τη σύγχρονη χειραγώγηση.
Η «Γιάννα όλων των Ελλήνων»
Η «Γιάννα της χαράς», εμβληματική περσόνα της πρώτης γραμμής στην κλίκα του συσπειρωμένου εθνομηδενισμού, «επικοινωνεί» τον εργαστηριακό οπτιμισμό μιας «συγχρονικότητας» που μοντάρεται και ολοκληρώνεται στην κουλτούρα της (παγκοσμιοποιητικής ) αγοράς. Το «μήνυμα» επιτάσσει μια πρόσληψη του εθνικού ως απλής όψης των ποικίλων εκφάνσεων της καταναλωτικής κουλτούρας. Όλα είναι «εικόνες», δηλαδή τίποτα.
Το «καλλιτέχνημα», επιτήδεια πλασαρισμένο σαν απόηχος της διάχυτης διαφημιστικής αίσθησης των πραγμάτων, δεν έχει ούτε σαν ίχνος μυρωδιάς Ελλάδα. Και μια τέτοια κεντρική σημειολογία, ενδυναμώνει με όρους μαζικής ψυχολογίας, την όλο και πιο εντατική ιστορική αναθεώρηση. Μια διαφημιστική εταιρεία ανέλαβε την «καμπάνια», δηλαδή ένας εκ των καίριων ιμάντων παραγωγής ιδεολογίας με λογική μαζικής εμπορευματικής κουλτούρας. Διότι, πλέον, αξιακό σύστημα δεν υφίσταται, αλλά μόνο κάποιο «προϊόν» που σαν τέτοιο προδιαγράφεται εντός των αναγκών και των προδιαγραφών της ελίτ.
Από «δορυφόρος», προτεκτοράτο, και μετά, αποικία με οργανικά χαρακτηριστικά, ένας «χώρος» προς αξιοποίησιν γεωπολιτική, στρατηγική και επενδυτική. Κι αυτή η «εξέλιξη» προαπαιτεί, στην ολοκλήρωσή της, την αφαιρετικοποίηση της Ελλάδας, την έκπτωσή της σε «σχήμα», σε «event». Ωστόσο, πίσω από την «εμπορική ανεμελιά» και την «επικοινωνιακή καινοτομία», πίσω από τη «μοντέρνα αθωότητα» μιας αισθητικής που «ξεφεύγει από τις αράχνες της τυποποιημένης παράδοσης»: κρύβεται πανέξυπνα η βασική συστημική στρατηγική της αποελληνικοποίησης. Είναι περιττή η εκδηλούμενη οντότητα, όταν η συλλογική μοίρα, με απόλυτη συναίνεση της ελεεινής πολιτικής ελίτ, καθορίζεται εν ψυχρώ από τις μαφίες των Βρυξελλών και των διεθνών «επενδυτικών τζογαδόρων» στο κεντρικό πλαίσιο μιας γεωπολιτικής ετερονομίας.
Η «Γιάννα των Ολυμπιακών» (που επιτάχυναν καθοριστικά τη «μνημονιοποίηση» εντείνοντας και τον σχηματισμό μιας μεταπαρασιτικής «αστικής ελίτ» υποκοσμικού χαρακτήρα), κυνική στο «γύψινο» προφίλ της «εθνικής ουδετερότητας», δίνει στο εθνομηδενιστικό εγχείρημα το «μεγαλείο» μιας μεταμοντέρνας υπερταξικής και αεθνικής γκλαμουριάς. Είναι η «Γιάννα όλων των Ελλήνων», οικειοποιούμενη από τη σκοπιά της ελίτ, ένα συνθηματολογικό μοτίβο που σφράγισε τη μεταπολιτευτική συναίνεση. Η γενιτσαρισμένη ελίτ ασκεί άμεσα πολιτική εξουσία, σε μια εικονική δημοκρατία μιας «μεγεθοποιημένης» χώρας.
Το «κορδελάκι» δεν είναι μια «χαριτωμένη επικοινωνιακή πατέντα». Είναι η νέα σημαία του νέου έθνους! Είναι ο πυρήνας μιας νέας σημειολογίας που θεαματοποιεί το λειτουργικά ανυπόστατο της πατρίδας. Και δεν είναι μια συνωμοσία όλο αυτό, αλλά η φυσική έκφραση και συνείδηση της νέας βιωματικής σχέσης του λεηλατημένου εθνοκοινωνικού μας χώρου με το διεθνές πλέγμα κυριαρχίας.
Τα διεθνή κέντρα εξουσίας επέλεξαν τον Κ. Μητσοτάκη ως φυσικό διάδοχο του ξεπουλημένου Τσίπρα (όταν αυτός έπιασε όριο στην κοινωνική χειραγώγηση ) κι ο αχυράνθρωπος της Siemens «επέλεξε» την κομπανία του σημιτικού γραικυλισμού ως «πρωτοπορία» μιας βαθιάς τομής στη συγκρότηση του συλλογικού φαντασιακού. Η πεθαμένη «δημοκρατία του Χίλτον», πουλώντας εμπορικίστικα φύκια για μεταξωτές «κορδέλες», πηγαίνει στα άκρα τον βρυκόλακα Φαναριωτισμό σε μια εποχή που η «επενδυτικότητα», ως κεντρικός «άξονας ανάπτυξης», λειτουργεί εγγενώς ως προσδιοριστική ασυδοσία, κάτι που σημαίνει άρση κάθε «ένστασης».
Η προωθούμενη mini Νεοοθωμανική Αυτοκρατορία, ιδρυτικό στοιχείο μιας ειδικής όψης των παγκοσμιοποιητικών διεργασιών, απαιτεί μια «αμέριμνη» ελληνικότητα «γενικών συγκινήσεων», δηλαδή έναν μεταεθνικό αρχοντοχωριατισμό πολυπολιτισμικής αφασίας. Είμαστε σε κρίσιμο σημείο των επιβολών που σκοτώνουν προμελετημένα τον εθνικό μας εαυτό. Αν δεν αντισταθούμε τώρα, με βάθος στοχασμού, πλατιούς ορίζοντες αντίληψης και προγραμματική τόλμη, τότε το τελικό «κορδελάκι» θα είναι μωβ σε ένα οικτρό «στεφάνι» της εθνικής κηδείας.