1. Ο Ερντογάν υλοποιεί τις απειλές του για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, και μάλιστα στην επέτειο της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης, την οποία ντε φάκτο δεν αναγνωρίζει πια η επεκτατική Τουρκία. Το γεγονός αυτό, μαζί με όσα έχουν προηγηθεί και με όσα προαναγγέλλει με θράσος ο Σουλτάνος, πάνω απ’ όλα επιβεβαιώνει ότι το καθεστώς της Άγκυρας έχει σχέδιο και το υλοποιεί μεθοδικά, αναγκάζοντας εχθρούς και «συμμάχους» σε διαρκείς υποχωρήσεις. Το σχέδιό του δεν είναι φυσικά η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί (αυτή αποτελεί «απλά» μία ακόμη πρόκληση σε συμβολικό αλλά και πρακτικό επίπεδο), αλλά η μετατροπή της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη και η αναγνώρισή της ως τέτοια από τους πάντες. Η συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή εδαφών τρίτων χωρών (Κύπρος, Συρία, Ιράκ), η πρόσφατη απόπειρα παραβίασης των ελληνικών συνόρων στον Έβρο, η επέμβαση στη Λιβύη και η διεκδίκηση κυριαρχίας σε μεγάλο τμήμα της Μεσογείου, μεταξύ άλλων, υπηρετούν αυτές τις επιδιώξεις. Το «τζαμί» εντάσσεται στο ίδιο σχέδιο, ένας από τους πυλώνες του οποίου είναι και η απόπειρα του Ερντογάν να αναδείξει την νεο-οθωμανική Τουρκία σε ένα χαλιφάτο ηγεμονικό στον σουνιτικό κόσμο.
2. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί γίνεται αισθητή, από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και από ευρύτατα τμήματα της παγκόσμιας κοινής γνώμης, ως οδυνηρή απώλεια, προκλητική ασέβεια και βαθιά προσβολή της Ιστορίας, αλλά και ως ένας ακόμη ευθύς βιασμός των μέχρι τώρα διεθνώς συμπεφωνημένων για τη διασφάλιση μιας στοιχειωδώς ειρηνικής συνύπαρξης κρατών, εθνών, λαών, πολιτισμών και θρησκειών. Ο ελληνισμός, οι Χριστιανοί αλλά και μεγάλο τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου δίκαια εκλαμβάνουν ως πρόκληση τη βεβήλωση της Αγίας Σοφίας από ένα καθεστώς που έχει αποδείξει με τον πιο βάρβαρο τρόπο ότι δεν σέβεται κανέναν κανόνα και κανένα ανθρώπινο δικαίωμα, εντός και εκτός της επικράτειάς του.
3. Παρ’ όλα αυτά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σύμπασα σχεδόν η αυτοαποκαλούμενη διεθνής κοινότητα κοιτά αλλού. Περιοριζόμενες σε μερικές φραστικές αντιρρήσεις για τα μάτια του κόσμου, όλες οι μεγάλες δυνάμεις –με την εξαίρεση της Γαλλίας, τουλάχιστον για την ώρα– κλείνουν το μάτι στον Ερντογάν. Όσο κι αν αρπάζονται μεταξύ τους, από κοινού του ανάβουν το πράσινο φως (όπως επανειλημμένα έκαναν όλα τα τελευταία χρόνια) και του στέλνουν το μήνυμα ότι μπορεί ανενόχλητος να προχωρήσει σε μια ακόμη προκλητική ενέργεια. Από την τάχα ομόδοξη Μόσχα ως τους Δυτικούς αντιπάλους της (και «συμμάχους» της Ελλάδας), όλοι μαζί αναγνωρίζουν για μια ακόμη φορά στον Σουλτάνο το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει. Όλοι τον καλοπιάνουν, και ο κυνισμός χτυπά κόκκινο.
4. Δεν πάει πίσω το ελληνικό κράτος, η πολιτική του τάξη και οι εγχώριες παρασιτικές ελίτ. Είτε συμπολιτευόμενος είτε αντιπολιτευόμενος, αλλά πάντα αφοσιωμένος στη γραμμή της συνεκμετάλλευσης και μιας υποτελούς «συνεργασίας» με την Άγκυρα, όπως απαιτούν οι Δυτικοί, ο πολιτικός κόσμος επιχειρεί απλά να διαχειριστεί και να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της χώρας. Αντί για τη λήψη στοιχειωδών μέτρων καταρχήν πρόληψης και –αφού αυτό δεν έγινε– αντιμετώπισης της πρόκλησης (και όσων προκλήσεων έχουν ήδη προαναγγελθεί και έπονται), κυβέρνηση και αντιπολίτευση διαγκωνίζονται σε «ρεαλιστικό» ενδοτισμό και «υπεύθυνη» ξενοδουλεία, εφάμιλλες των πιο μαύρων στιγμών της εποχής Σημίτη. Περιοριζόμενη σε ρητορείες για εσωτερική κατανάλωση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη την ίδια στιγμή στέλνει παντού μηνύματα ότι αποδέχεται και αυτό το τετελεσμένο, όπως έχει ήδη αποδεχθεί και τα προηγούμενα – με κορυφαίο τη διαγραφή ουσιαστικά του Καστελλόριζου και άλλων νησιών από τον χάρτη της ελληνικής κυριαρχίας.
5. Δεν υπάρχει για τα παραπάνω πιο ακραία και χαρακτηριστική απόδειξη από την προχθεσινή αποκάλυψη του Τσαβούσογλου, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα υπό την αιγίδα του Βερολίνου – την ίδια στιγμή που υποτίθεται ότι πίεζε τους «εταίρους» και «συμμάχους» της Ελλάδας για τη λήψη μέτρων μπροστά στις αλλεπάλληλες τουρκικές προκλήσεις. Εξίσου απαράδεκτη είναι και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που δεν κατηγορεί την κυβέρνηση για την προετοιμασία και νέων παραχωρήσεων, αλλά μόνο για το γεγονός ότι έκανε τις συνομιλίες μυστικά, «φοβούμενη την ακροδεξιά της πτέρυγα»! Χαρακτηριστική είναι και η ψοφοδεής αντίδραση της κυβέρνησης στη σχεδόν… προσάραξη τουρκικών μεγα-τρατών στις παραλίες νησιών των Κυκλάδων, που παραβίασαν ακόμη και την ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη: έβαλε το Λιμενικό Σώμα να ανακοινώσει ότι αυτό συνέβη επειδή φυσούσαν αέρηδες!
6. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συναγωνίζονται δηλαδή σε επίδειξη φαναριώτικου πνεύματος και κοροϊδεύουν τον ελληνικό λαό μπροστά στα μάτια του, όντας και οι δύο συνιστώσες του μεγάλου κόμματος της «φιλελεύθερης» δυτικής παγκοσμιοποίησης. Η βασική δουλειά που έχουν αναλάβει και οι δύο μαζί είναι να παγώνουν τις λαϊκές αντιδράσεις, να κοροϊδεύουν και να τρομοκρατούν τους πολίτες, να ζυμώνουν στους Έλληνες την ιδέα ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, να καταρρακώνουν εν τέλει το φρόνημα του λαού ώστε να μετατραπεί η χώρα μας σε χώρο, πρόσφορο για εκμετάλλευση από εχθρούς και «φίλους». Τα πάντα στην υπηρεσία της έξωθεν παραγγελιάς για «διάλογο με την γείτονα» που θα καταλήξει σε παραχώρηση, και επίσημα πια, ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων…
7. Το ελλαδικό πολιτικό-υπαλληλικό προσωπικό και η ιστορικά ξενόδουλη ντόπια ελίτ εδώ και χρόνια «παρηγορούν» τον ελληνικό λαό με βαθυστόχαστες αναλύσεις, κατασκευασμένες σε δυτικά και φιλοδυτικά think tank, και πάντα για εσωτερική μόνο κατανάλωση, ότι να, όπου να ’ναι ο Ερντογάν λυγίζει, πέφτει, τελειώνει, διότι η οικονομία του τα πάει χάλια, επειδή θα τον νουθετήσουν οι Αμερικάνοι (γι’ αυτό άλλωστε τους δίνουμε γη και ύδωρ, με αποκορύφωμα τις Πρέσπες), ή θα τον τιμωρήσει το ξανθό γένος, ή θα του βάλει μυαλό η Ευρώπη κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα, βέβαια, κανείς δεν θα μας σώσει αν δεν αποφασίσουμε να σωθούμε. Τώρα, με την Αγία Σοφία, επανήλθε και το έτερο «επιχείρημα»: δεν είναι ελληνοτουρκικό το πρόβλημα, είναι ευρωπαϊκό, είναι διεθνές και πάει λέγοντας. Σωστά. Μόνο που ξεχνούν τις απαντήσεις των «εταίρων» και «συμμάχων» μας κάθε φορά που η Ελλάδα θέτει το ζήτημα του κουρελιάσματος του διεθνούς δικαίου: «Βρείτε τα μεταξύ σας»…
8. Από κοντά και οι επικουρικές συνιστώσες του «ρεαλισμού» σε όλο τον πλουραλισμό τους: από μια «προοδευτική» στην πλειοψηφία της διανόηση που, πλην λαμπρών εξαιρέσεων, υποφέρει μονίμως από εκούσια φίμωση, ως την εκκλησία και τους επιλεκτικά πατριώτες, που καλούσαν σε ξεσηκωμό για την όντως επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά τώρα κι αυτοί μουγκάθηκαν. Καμία καμπάνα δεν χτυπά, ούτε καν μεταφορικά, και κανείς δεν παίρνει πρωτοβουλίες ενθάρρυνσης, συγκρότησης και κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα. Προφανώς η πατριωτική τους ευαισθησία εξαντλήθηκε στη λιγότερο ακανθώδη Μακεδονία. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να… αναγεννηθεί στην περίπτωση διεξαγωγής εκλογών, οπότε πολλοί θα τρέξουν πάλι «να καλύψουν το κενό». Τα δε μεγάλα ΜΜΕ, αντί να αναδείξουν την τουρκική επιθετικότητα και την ανάγκη πραγματικής αντίδρασης από το ελληνικό κράτος αλλά αφύπνισης του λαϊκού φρονήματος, αναπαράγουν και «εκλαϊκεύουν» καθημερινά την προπαγάνδα του ραγιάδικου ενδοτισμού – όταν δεν προτιμούν να αποσιωπούν τις αλλεπάλληλες προκλήσεις ασχολούμενα με «σπουδαιότερα» θέματα. Συνολικά, αποκαλύπτεται η γύμνια και η ξενοδουλεία όλων όσοι ποζάρουν ως ηγέτιδες δυνάμεις του έθνους.
9. Σε αυτές τις συνθήκες είναι αναγκαίο: Πρώτον, να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της απειλής και να κατανοήσουμε ότι ο στρουθοκαμηλισμός (όπως και η καταφυγή σε δήθεν ταξικούς φτηνούς συνδικαλισμούς) απλώς την αυξάνει. Δεύτερον, να εργαστούμε για την ανασυγκρότηση του φρονήματος του ελληνικού λαού, δίχως το οποίο καμία αντίσταση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Τρίτον, να πάρουμε πρωτοβουλίες που θα καταδεικνύουν διεθνώς τον επεκτατικό-επιθετικό χαρακτήρα του καθεστώτος Ερντογάν και θα καλούν σε σαφή καταδίκη του. Τέταρτον, να αυξήσουμε την πίεση στους θεσμούς και τους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους ώστε να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στην ευθύνη τους για υπεράσπιση της εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας της Ελλάδας αντί να αναγνωρίζουν π.χ. την καινοφανή και εκ Δυτικών εκπορευόμενη θεωρία της «περιορισμένης επήρειας» των ελληνικών νησιών και διαρκώς να «σχετικοποιούν» τις προκλήσεις του Ερντογάν. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα κινηθούμε με τις όποιες δυνάμεις μας, πολλαπλασιασμένες από την ορμή που δίνει η γνώση ότι υπηρετούμε το δίκιο και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, πρώτα απ’ όλα.
Αθήνα, 15 Ιουλίου 2020