Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

«Γνήσιος αναρχικός» και «μεγάλος προβοκάτορας» είναι οι συνήθεις χαρακτηρισμοί για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, που τόλμησε να αψηφήσει κάθε τετριμμένη συνταγή, προτείνοντας νέες φόρμες στο σινεμά, σε βαθμό που γίνονται πλέον αναφορές στον «προ» και «μετά Γκοντάρ» κινηματογράφο. Η ταινία   (1962), που παίζεται σε επανέκδοση, τέταρτη μεγάλου μήκους της πρώιμης περιόδου του δημιουργού, έχει κυρίως επιρροές απ’ τη νουβέλ βαγκ, μακριά ακόμα απ’ τους μετέπειτα ρηξικέλευθους οπτικοακουστικούς πειραματισμούς του. Εντούτοις, είναι ήδη έκδηλη η αναζήτηση μιας διαφορετικής κινηματογραφικής προσέγγισης.  Οι υλικοί περιορισμοί της ελευθερίας του ατόμου σε μια καπιταλιστική κοινωνία, ανιχνεύονται μέσα απ’ την περιπέτεια μιας 22χρονης κοπέλας, της Νανά  προφανής αναφορά στον Εμίλ Ζολά- που την ερμηνεύει η όμορφη Άννα Καρίνα, σύζυγος τότε του σκηνοθέτη.
Μέσα από 12 κεφάλαια, με περιγραφικούς τίτλους, η ταινία μεταφέρει στιγμιότυπα από τη ζωή της ηρωίδας, μιας χαμηλόμισθης υπαλλήλου σε δισκάδικο, που αδυνατεί να πληρώσει το νοίκι της. Εγκαταλείποντας κάθε απατηλό όνειρο, αποφασίζει να κυνηγήσει το σήμερα, ως πόρνη, σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Αναθεωρεί, όμως, τη χειραφέτησή της, όταν συναντά έναν νεαρό πελάτη, που την συγκινεί.
Φανερά επηρεασμένος από τον Ντράγιερ, ο Γκοντάρ βάζει στην αρχή της ταινίας την ηρωίδα να βλέπει στο σινεμά Το πάθος της Ζαν ντ’ Αρκ, στις σκηνές με τον Αντοντέν Αρτό. Αντιπαραβάλλοντας τα κοντινά πλάνα της κοντοκουρεμένης Φαλκονέτι με τα κοντινά της Καρίνα, ο Γκοντάρ δεν χάνει ευκαιρία να καταγράφει την ομορφιά της. Επίσης, όπως και στον Ντράγιερ, ο διάλογος ανάμεσα στην Νανά και το νεαρό που διαβάζει Πόε παρουσιάζεται βουβός, ενώ το απόσπασμα του βιβλίου ακούγεται σε εκτός κάδρου αφήγηση, με τη φωνή του ίδιου του σκηνοθέτη, που απευθύνεται ουσιαστικά στη δική του μούσα.
Αλλά και ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Εντουάρ Μανέ φαίνεται να έχει επηρεάσει τον Γκοντάρ. Σε κάποιο μπαρ κινηματογραφεί το χωρισμό της ηρωίδας και του φίλου της, με την πλάτη στον φακό. Τα πρόσωπα φαίνονται μέσα από καθρέφτη στο βάθος, διευρύνοντας το κινηματογραφικό κάδρο, σε μια αντίστροφη αφηγηματική αναλογία με τον αντικατοπτρισμό του πλήθους στον πίνακα του Μανέ Κορίτσι στο μπαρ του Φολί Μπερζέρ (1882).
Σε άλλο κεφάλαιο, η διαδρομή της ηρωίδας μέσα στο δισκάδικο, κινηματογραφείται μέσα από ένα μονοπλάνο, με την κάμερα να την ακολουθεί βουστροφηδόν, ενώ ο Γκοντάρ, μαζί με τον ονομαστό οπερατέρ Ραούλ Κουτάρ, εφευρίσκουν τρόπους για να κινηματογραφήσουν τους διαλόγους, με μια λήψη.
Αναφορές υπάρχουν και στο αμερικανικό φιλμ νουάρ, που ο Γκοντάρ -κριτικός κινηματογράφου αρχικά- ήταν από τους πρώτους που το προσέγγισε με μια προσωπική αντίληψη. Μέσα από το καφενείο ακούγονται εκκωφαντικοί πυροβολισμοί στο δρόμο, ενώ εισβάλλει ένας αιμόφυρτος άντρας… «Σίγουρα κάτι πολιτικό», θα σχολιάσει κάποιος αργότερα.
Επηρεασμένη απ’ το φιλμ νουάρ είναι και η γκανγκστερική σκηνή του τέλους, με τον αναπάντεχα δραματικό επίλογο να συσχετίζει το τίμημα της ελευθερίας με το θάνατο.
Τη μελαγχολική αυτή αίσθηση, αποδίδει η κλασικίζουσα μουσική του Μισέλ Λεγκράν, που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες στιγμές. Η φιλοσοφική πεμπτουσία όμως της ταινίας παρουσιάζεται προς το τέλος, σε μια στιχομυθία της Νανά με ένα μεσήλικα που αναφέρεται στον Πλάτωνα, για να καταλήξει στη γερμανική φιλοσοφία, σκέψεις βασικά του Γκοντάρ για τη ζωή και την ελευθερία, μέσα απ’ τη βιωμένη ωριμότητα.
Ο 82χρονος σήμερα Γαλλοελβετός κινηματογραφιστής, διάσημος για τις ανατρεπτικές κινηματογραφικές του φόρμες και για το αιχμηρό χιούμορ, με απίστευτες ατάκες διάσπαρτες σε όλες ανεξαιρέτως τις ταινίες του, έχει καταφέρει να γίνει ένας από τους πιο καταστασιακούς σκηνοθέτες της γενιάς του.

*H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!