Tου Θανάση Αποστόλου

 

Εκπορεύεται από το Ιστορικό παρόν και υφίσταται μόνο σε αυτό, ενώ ταυτόχρονα –με ένα άλμα– συνενώνει παρελθόν και μέλλον. Αγκαλιάζει το εφήμερο, καταφάσκει στη θνητότητά της ενώ παράλληλα φέρει, ακουσίως, τα σημάδια της αχρονικότητας.

Δεν αποτελεί πεδίο έκφρασης και στοχασμού, αλλά διακινδύνευσης. Παρουσιάζεται ως μια λανθάνουσα ή συνειδητή διεργασία αναγωγών που κάθε φορά, με κάθε έργο, μορφώνει το γλωσσικό της ιδίωμα, ορίζοντας ταυτοχρόνως και τις προϋποθέσεις ανάγνωσής του. Είναι σκοπός και όχι μέσο. Δεν χρησιμεύει σε τίποτα: το έργο της δεν ανταποκρίνεται σε κανενός είδους εργαλειακή χρήση.

Περιεχόμενό της είναι η μορφή της, και αντιστρόφως· η πράξη και η σκέψη είναι η φόρμα της και όλα αυτά τα συναντά πάντοτε εν προόδω, καθ’ οδόν. Αρχικά είναι απερίσκεπτη, α-νόητη και ακαλαίσθητη: το νόημα και η αισθητική είναι παράγωγα της διαδικασίας εκπόρευσής της, δεν αποτελούν πρωταρχικό μέλημά της. Τελικά ό,τι και να κάνει, κατασκευάζει σημασίες και νοήματα, παράγει αενάως την ομορφιά.

Είναι απολύτως επιδερμική — αποκαλύπτει το «κρύφιο βάθος» των πραγμάτων που άλλο δεν είναι από την επιδερμίδα τους.

Γυμνάζει τα αφτιά μας, παροξύνει την σιωπή, δίνει σχήματα τυχαιότητας και οργανώνει σε μαθηματικές μορφές τον θόρυβο. Χαρίζει την όραση, ξυπνά την αντίληψη του αμφιβληστροειδή, προσθέτει στο χιόνι μια κάργια, προσθέτει χιόνι στο χιόνι ζωγραφίζοντας το άσπρο –που μόνο άσπρο δεν είναι–, σχεδιάζει το κίτρινο –κάθε κίτρινο– κάθε ηλιοτρόπιου, όλων των ταξί, και μετά ανάβει ένα προβολέα χιλιάδων βατ στο εκτυφλωτικό φως του καταμεσήμερου απορρίπτοντας συλλήβδην όλα τα χρώματα. Φωτογραφίζει το ανύπαρκτο. Δημιουργεί τον χώρο, εγκαταλείπει την φύση χάριν του τοπίου, ανακτά τον ορίζοντα. Μηχανεύεται τον χρόνο, τον διατάσσει, τον ανασυντάσσει, τον αναπλάθει, του δίνει φωνή. Αναμοχλεύει το σμήνος των σημείων, γεννά νέα συντακτικά, βγάζει απ’ τις λέξεις το πύον, τις εκτρέπει, τις διαστρέφει, τις συνθέτει, τις χρησιμοποιεί, δίχως να ενδίδει σε αυτές.

Απορεί για όσα δεν χρήζουν καμίας απορίας. Επεξεργάζεται συστηματικά τα πρόδηλα, τα αυτονόητα, τα δεδομένα — πολλαπλασιάζει στο διηνεκές τις αμφιβολίες για κάθε τι.

Αναδιατάσσει όλες τις συνδέσεις βραχυκυκλώνοντας τις υφισταμένες δομές — εμφανίζει τότε απογυμνωμένα, κενά, τα ράφια-υποδοχείς της κοινωνικής και συμβολικής τάξης. Σκορπίζει τα άχυρα των αξιών, των κοινωνικών κατηγορημάτων, των παγιωμένων αντιλήψεων και ιδεών.

Κάνει τη γη να τρέμει, πριονίζει στοργικά τις πατερίτσες μας — μας παραδίδει στον εαυτό. Κατασκευάζει καθρέφτες του Άλλου που δεν μας ανακλούν — μας θέτει εκτός εαυτού.

Αποκαθιστά τον ανοίκειο χαρακτήρα του κόσμου — είναι ο ερημωτής του. Μας δίνει την δυνατότητα να κατοικήσουμε εκ νέου το ανυπόφορο.

 

Υ.Γ.

Σχολεία, πανεπιστήμια, μουσεία, ιδρύματα, πολυχώροι, θεωρητικοί και ιστορικοί της τέχνης, έμποροι και συλλέκτες, συντηρούν με ευλάβεια και λιβανίζουν το εξαίσιο πτώμα της. Οι Καταστασιακοί πριν από μισό αιώνα ονειρεύτηκαν, μέσω εκείνης, το ξεπέρασμά της.

Όμως εκείνη αγνοεί τις χρηματιστηριακές αξίες, αντιτάσσεται στο θέαμα, πυρπολεί τα μαυσωλεία της και διαφεύγει απ’ το παράθυρο διασώζοντας το ελάχιστο που ίσως χρειαστεί· βρίσκεται πάντοτε αλλού, χιλιόμετρα μακριά, εκεί όπου ακόμα δεν έχει συλληφθεί απ’ την ουρά, εκεί όπου ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί ως Τέχνη.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!