Καταιγιστικές εδώ και καιρό οι εξελίξεις και η καθεμιά τους τραβάει την προσοχή όσο να ρθει η επόμενη να την επικαλύψει. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γίνεται απαραίτητη μια συνολικότερη εκτίμηση για τα πράγματα αφού κάτω απ’ την θορυβώδη επιφάνεια κυοφορούνται μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις παγκόσμιας κλίμακας. Γίνεται όλο και πιό φανερό ότι ζούμε σε μια εποχή που δείχνει ότι αποκτά χαρακτηριστικά πολυεπίπεδης μετάβασης. Μετάβασης που όμως για την ώρα, είναι χωρίς σαφή κατεύθυνση και προσανατολισμό. Χρειάζεται λοιπόν να επανερχόμαστε και να εξετάζουμε τη μεγάλη εικόνα, τις αδρές γραμμές της και τις πιό βαρύνουσες τάσεις της όπως αυτές δεν παύουν να μεταλλάσσονται και να τροποποιούν (συχνά «αθόρυβα») την πραγματικότητα μέσα στο τρέχον σκηνικό πολέμου και μεγάλων στρατοπεδεύσεων.
Στο σημείωμα αυτό θα μας απασχολήσουν στοιχεία των εξελίξεων εντός του δυτικού πόλου του παγκόσμιου συστήματος. Τι είδους «απαντήσεις» διαμορφώνει το δυτικό στρατόπεδο στην σύγκρουσή του με τις ανερχόμενες δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα), τις εντάσεις και αντιθέσεις συσσωρεύονται στους κόλπους του; Και επιπλέον επειδή τα όσα συμβαίνουν, συντελούνται στο έδαφος μιας σοβούσας οξείας συστημικής πολυοργανικής κρίσης (του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αλλά και της Δύσης ως ηγεμονεύουσας πλευράς του), πώς εξελίσσεται αυτή η κρίση, τι νέα χαρακτηριστικά και μορφές προσλαμβάνει;
Αμηχανία των δυτικών πολιτικών ελίτ και απουσία ισχυρού σχεδίου
Αυτό το διάστημα εμφανίζεται όλο και πιό έντονα μια αμηχανία μέσα στα πολιτικά κέντρα του δυτικού κόσμου. Γίνεται πιό αισθητή η απουσία ενός ενιαίου κεντρικού σχεδίου, ενός ισχυρού προσανατολισμού. Οι πολλαπλές συνέπειες, ιδιαίτερα οι πολλαπλές έμμεσες και δευτερογενείς συνέπειες, των εξελίξεων που πυροδοτεί η σύγκρουση που αρθρώνεται γύρω από την Ουκρανία φαίνονται να ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Πολλαπλασιάζονται τα προειδοποιητικά σήματα ότι η οικονομία βρίσκεται στο χείλος μιας μεγάλης κατάρρευσης. Ότι απειλείται ένα παγκόσμιας κλίμακας υφεσιακό στασιμοπληθωριστικό επεισόδιο που συνενώνει ταυτόχρονα ξεχωριστά χαρακτηριστικά προηγούμενων κρίσεων. Η εξώθηση στον πόλεμο, ως απόπειρα ξεπεράσματος της συστημικής κρίσης, μπορεί να παρέχει πλεονεκτήματα στις πιό επιθετικές μερίδες του κεφαλαίου αλλά θέτει σε ακραία δοκιμασία τη συνοχή και τη βιωσιμότητα της σημερινής δομής του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος υπό την ηγεσία της Δύσης.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα κύρια κέντρα του δυτικού κόσμου υπάρχει μια έντονη κρίση πολιτικής ηγεσίας. Οι λόγοι ασφαλώς δεν έχουν να κάνουν με τον κακό χαρακτήρα των προσωπικοτήτων αλλά με βαθειές δομικές αιτίες και εν τέλει με την ιστορικών διαστάσεων αδυναμία επίλυσης της συστημικής κρίσης. Όλα αυτά έχουν ήδη λειτουργήσει για μεγάλη χρονική περίοδο και τώρα ο πόλεμος φέρνει στην επιφάνεια όλα τα συσσωρευμένα πολυοργανικά αδιέξοδα. Οι ηγεσίες των ΗΠΑ αλλά και του ευρωπαϊκού χώρου, τόσο στο επίπεδο των ξεχωριστών χωρών (Γερμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας) όσο και ιδιαίτερα στο επίπεδο του ευρωενωσιακού ιερατείου.πορεύονται σε τροχιά απαξίωσης και αποδεικνύονται ολίγιστες μπροστά στις απαιτήσεις της ιστορικής περιόδου. Επιπλέον, υποβόσκει μια ευρεία απομείωση της κοινωνικής τους νομιμοποίησης. Παθητικοποιημένη απονομιμοποίηση μεν, αλλά που δεν παύει να τροφοδοτεί μια διαρκή και πανταχού παρούσα (σχεδόν σε όλες τις σημαντικές δυτικές χώρες) πολιτική αστάθεια που παίρνει τις πιο διαφορετικές εκφράσεις. Μένοντας στις δύο πιό κραυγαλέες και με ευρύτερη επίδραση περιπτώσεις: Νέα επεισόδια μιας μεγάλης ενδόρρηξης στις κορυφές του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ με ενδημική πλέον την αμφισβήτηση του Προέδρου (ως προς αυτό οι ενδιάμεσες εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου προβλέπεται ότι θα ενισχύσουν τους όρους μιας παραλυτικής πολιτικής κρίσης στις ΗΠΑ και είναι επίσης ενδεικτικό το πόσο λίγο μετριέται αυτό στη δημόσια πολιτική σφαίρα). Κρίση του πολιτικού συστήματος στη Γαλλία, με τις πρόσφατες εκλογές να αποτυπώνουν την ευρύτατη κοινωνική απονομιμοποίηση των «μεταρρυθμίσεων» του μακρονισμού.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα κύρια κέντρα του δυτικού κόσμου υπάρχει μια έντονη κρίση πολιτικής ηγεσίας. Οι λόγοι ασφαλώς δεν έχουν να κάνουν με τον κακό χαρακτήρα των προσωπικοτήτων αλλά με βαθειές δομικές αιτίες και εν τέλει με την ιστορικών διαστάσεων αδυναμία επίλυσης της συστημικής κρίσης
Διαφοροποιήσεις μέσα στο δυτικό στρατόπεδο. Η Ε.Ε. σε υπαρξιακή κρίση. Προς «νέες» αρχιτεκτονικές ατλαντισμού;
Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η αμερικανική κεντρική επιδίωξη υπήρξε το γενικό μάντρωμα της Δύσης πίσω από μια ενιαία ατλαντική στρατοπέδευση υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ. Αυτό έχει γεννήσει τεράστιες εντάσεις ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Με τις διαφοροποιήσεις πλέον να εμφανίζονται σε πολλαπλά επίπεδα.
Πρώτα απ’ όλα, βαθιά ρήγματα ως προς τη συνέχιση του πολέμου. Από τη μια οι δυνάμεις που πρωτοστατούν στη συνέχισή του, στον εξοπλισμό της Ουκρανίας και στη διεύρυνση του στριμώγματος της Ρωσίας με νέα μέτωπα (Καλίνινγκραντ). Σ’ αυτές αθροίζονται τα κυρίαρχα κέντρα ισχύος των ΗΠΑ (αν και διαφαίνονται και εδώ κάποιες διαφοροποιήσεις), η Αγγλία και οι χώρες που πάνε να αποτελέσουν έναν νέο χώρο υπό την επιρροή της: Πολωνία και Βαλτικές χώρες.
Από την άλλη, μια σειρά δυνάμεων (με προεξάρχουσες τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία) που πιέζονται αφόρητα (για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια) και επείγονται για τη λήξη του πολέμου ει δυνατόν και πριν από τον επερχόμενο χειμώνα με τα μεγάλα οικονομικά αδιέξοδα που αναμένεται ότι θα επιφέρει η επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης. Η πρόσφατη κοινή επίσκεψη Μακρόν, Σόλτς και Ντράγκι στο Κίεβο λέει πολλά. Και για τους στόχους της για λήξη του πολέμου και αναζήτηση οδών συμβιβασμού με τη Ρωσία, και για τα διαφαινόμενα όρια των δυνατοτήτων τους. Η γλώσσα της διπλωματίας καμουφλάρει ένα γενικό πλάκωμα ανάμεσα στις δύο πλευρές που τουλάχιστον στην περίπτωση της Γερμανίας εσωτερικεύεται και στην κυβέρνησή της και φέρνει τις γερμανικές ελίτ στα όρια τους.
Αυτές οι ρηγματώσεις αρχίζουν να αποτυπώνονται και «επί του πεδίου» με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Ως προς αυτό, η επικείμενη σύνοδος του ΝΑΤΟ αναμένεται ότι θα γίνει πεδίο μεγάλων και πολυεπίπεδων «αρπαγμάτων». Η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. περνάει υπαρξιακή κρίση που συμπεριλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο και τις δύο πλευρές του γαλλογερμανικού άξονα. Επιπλέον δείχνει ότι συγκροτείται όλο και πιό ευδιάκριτα ένα αγγλοσαξωνικό μπλόκ (ΗΠΑ, Αγγλία, Αυστραλία, Καναδάς) που πάει να ηγηθεί του ατλαντισμού. Με την Αγγλία να αναλαμβάνει αναβαθμισμένο ρόλο βραχυκυκλώνοντας τον γερμανικό έλεγχο στη Βαλτική και σε τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία) αλλά και προωθώντας εσχάτως, «αμυντική συνεργασία» με την Τουρκία και την πώληση αεροπλάνων Eurofighter. Παράλληλα αυξάνονται τα μηνύματα ότι οι ΗΠΑ ηγούμενες αυτού του μπλόκ δεν θα διστάσσουν να παρακάμψουν τα εμπόδια ως προς την ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, προωθώντας εφόσον κριθεί σκόπιμο έναν ατλαντισμό με αρχιτεκτονικές και γεωμετρίες που θα υπερβαίνουν το παραδοσιακό ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο. Σε άμεση σύνδεση με τα προηγούμενα, ζούμε σε μια εποχή επανόδου σε παλαιότερα καθεστώτα αξόνων και πολλαπλών τριγωνικών σχέσεων. Με μεγάλη σχετική κινητικότητα και στην περιοχή μας – με εμπλεκόμενα μέρη την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Σ. Αραβία, τα κράτη του Κόλπου, και με σχετικές τουρκικές κινήσεις προσέγγισης προς όλες αυτές τις χώρες. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό μεγάλων αναδασμών πρέπει να αξιολογηθεί (προκειμένου να αντιμετωπιστεί) η απειλή που συνιστά η Τουρκία ως ενδιάμεση περιφερειακή δύναμη σε ρόλο νταή και άρπαγα και τα δομικά αίτια της στάσης «κατανόησης» των εταίρων του ατλαντισμού απέναντι στις αξιώσεις της.
Η «πολεμική οικονομία» επιστρατεύεται απέναντι στις κοινωνικές πιέσεις που θα ενταθούν
Επιχειρείται να υπερκεραστεί η ήδη υπάρχουσα απονομιμοποίηση των σχεδιασμών των ελίτ μέσω της προβολής του «μονόδρομου των θυσιών» μπροστά στην «κοινή πολεμική προσπάθεια». Διπλό όχημα: Για την εντατικοποίηση των πάσης φύσεως δυσώνυμων «μεταρρυθμίσεων» που εδώ και χρόνια συμπιέζουν την εργασία και οδηγούν τώρα σε εκτόξευση τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και των νέων τεράστιων αναδιαρθρώσεων του τύπου της «4ης βιομηχανικής επανάστασης». Επιπλέον, μετακύλιση στους ώμους των εργαζομένων του ασήκωτου κόστους του πολέμου και των συνεπειών του (πρωτοφανής ενεργειακή αλλά και επισιτιστική κρίση). Το κρίσιμο ανοιχτό ερώτημα είναι το κατά πόσο θα μπορέσει να περάσει συνολικά μια τέτοια λογική «πολεμικής οικονομίας». Με όρους πολιτικής πειθούς φαίνεται απίθανο να δημιουργηθεί ενεργητική κοινωνική υποστήριξη. Όμως ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες όπου καμία απο τις στρατοπεδεύσεις δεν προβάλλει ένα κοινωνικά ελκυστικό πρόταγμα (είναι προφανής η απόλυτη έκπτωση του όποιου πολιτικού κύρους διέθετε η Ρωσία, ενώ το παράδειγμα της Κίνας εαποτελεί μια πολύ πιο σύνθετη ιστορία με πολύ ορατές πάντως κάποιες εφιαλτικές όψεις ενός πανεποπτικού κράτους Λεβιάθαν), η άνοδος των λαϊκών αντιδράσεων απέναντι στη φτωχοποίηση, τις προωθούμενες στρατοπεδεύσεις και τον πόλεμο γίνεται το κρισιμότερο ζήτημα. Αυτό είναι σήμερα και το πραγματικό περιεχόμενο του αναγκαίου αγώνα για τη δημοκρατία που πρέπει να έχει αιχμή του την πάλη για να μην επιβληθεί λογικές «πολεμικής οικονομίας».