Η παραίτηση του Γκρεγκ Σμιθ, διευθυντή της αμαρτωλής Goldman Sachs στον τομέα των παραγώγων για την Ευρώπη, τη Μ. Ανατολή και την Αφρική, με επιστολή που δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 13/3/2012, έπεσε σαν βόμβα στην επενδυτική τράπεζα.
Κατακρίνοντας δριμύτατα ένα «τοξικό και καταστροφικό περιβάλλον» μέσα στην τράπεζα, ο Σμιθ καταγγέλλει ότι όλο το προσωπικό, από τα στελέχη μέχρι τους συνεργάτες, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μηχανεύεται όλο και πιο εξελιγμένες μεθόδους για να «κατακλέβει τους πελάτες». Λίγο αργά το θυμήθηκε, αλλά κάλλιο αργά…
Η αντίδραση του επιχειρηματικού Τύπου και των απολογητών του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου ήταν να γελοιοποιήσουν και να απαξιώσουν τον Σμιθ. Προς τι, όμως, τόση επίθεση, αφού η επιστολή του Σμιθ λέει κάτι πασίγνωστο: Ότι η Goldman Sachs είναι ένα αρπακτικό.
Μα γιατί αποκαλύπτεται από τα πλέον αρμόδια χείλη τι σημαίνει να ανέρχεται κανείς στην κορυφή. Αναφέρει λοιπόν: «Οι τρεις τρόποι για να γίνεις ηγετικό στέλεχος είναι: α) Να προωθείς τους “άξονες” της εταιρίας, που στη διάλεκτό της σημαίνει να πείθεις τους πελάτες να επενδύουν σε μετοχές ή άλλα προϊόντα που θέλει να ξεφορτωθεί γιατί δεν φέρνουν κέρδη. β) “Να κυνηγάς ελέφαντες”, με απλά λόγια να οδηγείς τους πελάτες να εμπορεύονται ό,τι θα φέρει το μεγαλύτερο κέρδος στην Goldman. γ) Να ανέλθεις στη θέση όπου δουλειά σου είναι να πουλάς οποιοδήποτε σκοτεινό προϊόν με ακρωνύμιο τριών γραμμάτων”».
Ποια είναι τα κορόιδα στα οποία στοχεύει κυρίως η Goldman Sachs;
Οι βασικοί πελάτες της είναι άλλες εταιρίες, βιομηχανικές φίρμες με οικονομικά στελέχη αμάθητα στα κόλπα των χρηματοπιστωτικών εργαλείων. Συχνότατα, τα θύματά της είναι πόλεις, χώρες (και η Ελλάδα μεταξύ αυτών με τη συνέργεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ) και τοπικές κρατικές υπηρεσίες. Μία ειδική κατηγορία είναι μεγάλες αυτοδιοικητικές μονάδες και υπηρεσίες που εκδίδουν σημαντικές ποσότητες μακροχρόνιου χρέους. Η Goldman, και μια χούφτα άλλες παγκόσμιες τράπεζες που κυριαρχούν στον πλήρως ανεξέλεγκτο τομέα των παραγώγων, πουλούν σε δήμους και περιφέρειες την ιδέα ότι τα παράγωγά τους τις καλύπτουν έναντι των εγγενών κινδύνων που έχει η έκδοση μακροχρόνιων ομολόγων χρέους. Ισχυρίζονται ότι οι ανταλλαγές επιτοκίου προστατεύουν από την άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων. Έτσι κατέστησαν αυτού του είδους τις συμφωνίες τη μεγαλύτερη κατηγορία παραγώγων που μπροστά της όλες οι άλλες ωχριούν. Σήμερα, οι ανταλλαγές επιτοκίου αποτελούν το 82% της συνολικής αγοράς παραγώγων.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πόλη Όκλαντ των ΗΠΑ. Το Όκλαντ υπέγραψε μια συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίου με την Goldman Sachs το 1997, όταν η τράπεζα -με όλα τα κονέ της στην υψηλή πολιτική- «έπεισε» τους τοπικούς παράγοντες ότι θα προστατεύονταν οι φορολογούμενοι έναντι της πιθανής ανόδου των επιτοκίων σε ομόλογα με κυμαινόμενο επιτόκιο που η πόλη σχεδίαζε να εκδώσει το επόμενο έτος. Οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου δίνουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να μετατρέπουν το κυμαινόμενο σε σταθερό επιτόκιο και έτσι η συμφωνία του Όκλαντ με την Goldman Sachs μετέτρεψε το κυμαινόμενο επιτόκιο για 187 εκατ. δολάρια ομολογιακού χρέους σε σταθερό 5,6%. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι τα επιτόκια αυξήθηκαν πάνω από 5,6% μόνο για ελάχιστο διάστημα στα περασμένα 15 χρόνια. Μετά τις 11/9/2001 βυθίστηκαν κάτω από 2% και με την κατάρρευση της αμερικανικής οικονομίας το 2008 μηδενίστηκαν, αλλά το Όκλαντ εξακολουθεί να πληρώνει με επιτόκιο 5%. Έτσι η πόλη έχει πληρώσει στην αδηφάγο τράπεζα 26 εκατ. γι’ αυτή τη συμφωνία μέχρι στιγμής (έναντι των 15 που πήρε για την ανταλλαγή) και αν τα ομοσπονδιακά επιτόκια μείνουν στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2021, που διαρκεί η συμφωνία, θα της καταβάλει άλλα 20. Και το Όκλαντ είναι μια πόλη με χρόνια κρίση. Σχολεία κλείνουν, καταργούνται κοινωνικές υπηρεσίες, καταρρέουν υποδομές, αλλά τα πανωτόκια στην Goldman Sachs πληρώνονται ανελλιπώς…
Η αντίδραση του επιχειρηματικού Τύπου και των απολογητών του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου ήταν να γελοιοποιήσουν και να απαξιώσουν τον Σμιθ. Προς τι, όμως, τόση επίθεση, αφού η επιστολή του Σμιθ λέει κάτι πασίγνωστο: Ότι η Goldman Sachs είναι ένα αρπακτικό.
Μα γιατί αποκαλύπτεται από τα πλέον αρμόδια χείλη τι σημαίνει να ανέρχεται κανείς στην κορυφή. Αναφέρει λοιπόν: «Οι τρεις τρόποι για να γίνεις ηγετικό στέλεχος είναι: α) Να προωθείς τους “άξονες” της εταιρίας, που στη διάλεκτό της σημαίνει να πείθεις τους πελάτες να επενδύουν σε μετοχές ή άλλα προϊόντα που θέλει να ξεφορτωθεί γιατί δεν φέρνουν κέρδη. β) “Να κυνηγάς ελέφαντες”, με απλά λόγια να οδηγείς τους πελάτες να εμπορεύονται ό,τι θα φέρει το μεγαλύτερο κέρδος στην Goldman. γ) Να ανέλθεις στη θέση όπου δουλειά σου είναι να πουλάς οποιοδήποτε σκοτεινό προϊόν με ακρωνύμιο τριών γραμμάτων”».
Ποια είναι τα κορόιδα στα οποία στοχεύει κυρίως η Goldman Sachs;
Οι βασικοί πελάτες της είναι άλλες εταιρίες, βιομηχανικές φίρμες με οικονομικά στελέχη αμάθητα στα κόλπα των χρηματοπιστωτικών εργαλείων. Συχνότατα, τα θύματά της είναι πόλεις, χώρες (και η Ελλάδα μεταξύ αυτών με τη συνέργεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ) και τοπικές κρατικές υπηρεσίες. Μία ειδική κατηγορία είναι μεγάλες αυτοδιοικητικές μονάδες και υπηρεσίες που εκδίδουν σημαντικές ποσότητες μακροχρόνιου χρέους. Η Goldman, και μια χούφτα άλλες παγκόσμιες τράπεζες που κυριαρχούν στον πλήρως ανεξέλεγκτο τομέα των παραγώγων, πουλούν σε δήμους και περιφέρειες την ιδέα ότι τα παράγωγά τους τις καλύπτουν έναντι των εγγενών κινδύνων που έχει η έκδοση μακροχρόνιων ομολόγων χρέους. Ισχυρίζονται ότι οι ανταλλαγές επιτοκίου προστατεύουν από την άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων. Έτσι κατέστησαν αυτού του είδους τις συμφωνίες τη μεγαλύτερη κατηγορία παραγώγων που μπροστά της όλες οι άλλες ωχριούν. Σήμερα, οι ανταλλαγές επιτοκίου αποτελούν το 82% της συνολικής αγοράς παραγώγων.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πόλη Όκλαντ των ΗΠΑ. Το Όκλαντ υπέγραψε μια συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίου με την Goldman Sachs το 1997, όταν η τράπεζα -με όλα τα κονέ της στην υψηλή πολιτική- «έπεισε» τους τοπικούς παράγοντες ότι θα προστατεύονταν οι φορολογούμενοι έναντι της πιθανής ανόδου των επιτοκίων σε ομόλογα με κυμαινόμενο επιτόκιο που η πόλη σχεδίαζε να εκδώσει το επόμενο έτος. Οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου δίνουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να μετατρέπουν το κυμαινόμενο σε σταθερό επιτόκιο και έτσι η συμφωνία του Όκλαντ με την Goldman Sachs μετέτρεψε το κυμαινόμενο επιτόκιο για 187 εκατ. δολάρια ομολογιακού χρέους σε σταθερό 5,6%. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι τα επιτόκια αυξήθηκαν πάνω από 5,6% μόνο για ελάχιστο διάστημα στα περασμένα 15 χρόνια. Μετά τις 11/9/2001 βυθίστηκαν κάτω από 2% και με την κατάρρευση της αμερικανικής οικονομίας το 2008 μηδενίστηκαν, αλλά το Όκλαντ εξακολουθεί να πληρώνει με επιτόκιο 5%. Έτσι η πόλη έχει πληρώσει στην αδηφάγο τράπεζα 26 εκατ. γι’ αυτή τη συμφωνία μέχρι στιγμής (έναντι των 15 που πήρε για την ανταλλαγή) και αν τα ομοσπονδιακά επιτόκια μείνουν στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2021, που διαρκεί η συμφωνία, θα της καταβάλει άλλα 20. Και το Όκλαντ είναι μια πόλη με χρόνια κρίση. Σχολεία κλείνουν, καταργούνται κοινωνικές υπηρεσίες, καταρρέουν υποδομές, αλλά τα πανωτόκια στην Goldman Sachs πληρώνονται ανελλιπώς…
Αρ.Α.
(Πηγές: Counterpunch, East Bay Express)
(Πηγές: Counterpunch, East Bay Express)
Σχόλια