Πρόσφορο έδαφος στη διερεύνηση ενός ολοκληρωμένου κινηματογραφικού λόγου, το είδος του ντοκιμαντέρ κερδίζει ολοένα έδαφος στους Έλληνες κινηματογραφιστές. Με τρία ελληνικά ντοκιμαντέρ ανάμεσα στα δώδεκα συνολικά του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος και τριάντα περίπου διάσπαρτα στα υπόλοιπα τμήματα του Επίσημου Προγράμματος, το ελληνικό ντοκιμαντέρ διανύει μεγάλη κινηματογραφική άνθιση. Πλάι σε καταξιωμένους Έλληνες κινηματογραφιστές, που παρουσίασαν φέτος νέες εξαιρετικές δουλειές, όπως ο Φίλιππος Κουτσαφτής, εμφανίζονται και σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς «γουίρντ» μυθοπλασίας, που στρέφεται στο ντοκιμαντέρ, διερευνώντας πρωτότυπα θέματα. Αξιοσημείωτη είναι και η θεματική μετατόπιση από το προσφυγικό ή τα κοινωνικά κινήματα, προ δεκαετίας, προς επίκαιρες θεματικές διεκδίκησης ταυτότητας και φύλλου, δίνοντας υπόσταση στο ανανεωμένο κίνημα του νεοφεμινισμού, σε μια εποχή που κυριαρχούν γυναικοκτονίες, βιασμοί και ομοφοβικές επιθέσεις.

Στο νέο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του «Ο κόκκινος δάσκαλος», ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος διερευνά την αποσιωπημένη υπόθεση της εκτέλεσης του Νίκου Πλουμπίδη, επιχειρώντας μια ουσιαστική πολιτική, ηθική και ανθρώπινη αποκατάσταση του κατασυκοφαντημένου κομμουνιστή, ως πράκτορα και προδότη. Σε μια σκοτεινή μετεμφυλιακή Ελλάδα, ο σκηνοθέτης επιθυμεί να φωτίσει το πολιτικό πλαίσιο μέσα από τον εμπεριστατωμένο λόγο των διακεκριμένων ιστορικών Βαγγέλη Καραμανωλάκη, Ιωάννας Παπαθανασίου και Μενέλαου Χαραλαμπίδη, παράλληλα με προσωπικές πτυχές και βιογραφικές λεπτομέρειες, για έναν εξαιρετικά μορφωμένο και με υψηλή αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης άνθρωπο, που υπήρξε δάσκαλος με σημαντικό παιδαγωγικό και συνδικαλιστικό έργο, πριν δραστηριοποιηθεί ως πολιτικός, με μεγάλο ρίσκο και διαρκείς διώξεις στο παράνομο ακόμα τότε ΚΚΕ. Διαβάζονται εκτεταμένα οι συγκινητικές επιστολές του Πλουμπίδη προς την οικογένειά του, αποκαλύπτοντας έναν τεχνίτη της γλώσσας, ενώ η ανθρωποκεντρική οπτική του Χαραλαμπόπουλου ενσωματώνει στην αφήγηση και το συνταρακτικό βίωμα του γιου του, του Δημήτρη Πλουμπίδη, καθηγητή Ψυχιατρικής, παρουσιάζοντας μια διαφορετική πτυχή στην κατανόηση των γεγονότων, μέσα από ένα ανεξίτηλο τραύμα.

Το ρεπορταζιακά αποκαλυπτικό «Unclickable» του Μπάμπη Μακρίδη, παρουσιάζει το πείραμα μιας ομάδας προγραμματιστών, που προσπαθεί να καταστήσει σαφή την ευκολία οικονομικής απάτης στον άυλο ψηφιακό κόσμο του διαδικτύου. Επιτήδειοι εγκληματίες και διάσημοι πολυεθνικοί κολοσσοί θησαυρίζουν από τα παραπλανητικά ειδησεογραφικά σάιτ-μαϊμού, επιβαρύνοντας οικονομικά ανυποψίαστους πολίτες.

Στο διαγωνιστικό προβλήθηκε και το «Αδέσποτα κορμιά» της Ελίνας Ψύκου, που θίγει σε παράλληλες ιστορίες τα θέματα-ταμπού άμβλωσης, τεκνοθεσίας και ευθανασίας. Μια κοπέλα από την Μάλτα, όπου απαγορεύεται η άμβλωση, για να κάνει έκτρωση ταξιδεύει στη Σικελία. Μια Ιταλίδα που χρειάζεται εξωσωματική αναγκάζεται να ταξιδέψει στην Ελλάδα, μια Ελληνίδα, βαθιά συγκλονισμένη από τον θάνατο της καρκινοπαθούς μητέρας της, πηγαίνει στην Ελβετία για να παρακολουθήσει τη διαδικασία της θεσμοθετημένης εκεί ευθανασίας, ενώ ένας Ιταλός με νευρολογική πάθηση επιχειρηματολογεί για το δικαίωμά του να γίνει δότης σπέρματος, σε μια εμπορευματοποιημένη Ευρωπαϊκή Ένωση δίχως σύνορα, αλλά με διαφορετικά νομικά πλαίσια. Παίζοντας με τα χριστιανικά σύμβολα, την ποπ και μιούζικαλ αισθητική, η σκηνοθέτρια παραθέτει τον αντίλογο των θρησκευτικών κύκλων. Σε μια οριακή παρουσίαση σωματικού μαζοχισμού τύπου Ούλριχ Ζάιντλ με χορευτικό του «Papa don’t preach» (1986) της Μαντόνα, η ταινία προκάλεσε αντιδράσεις με την αφίσα της.

Στο Διαγωνιστικό του τμήματος Newcomers, το συνταρακτικό «Tack» της Βάνια Τέρνερ καταγράφει την οικογενειακή αναστάτωση κατά τη διάρκεια του ακόμα ανολοκλήρωτου δικαστικού αγώνα της νεαρής ιστιοπλόου Αμαλίας, που παρακινημένη από τη λυτρωτική κίνηση της θαρραλέας Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου, κατήγγειλε τον πρώην προπονητή της, για συστηματική σεξουαλική κακοποίηση από την ηλικία των έντεκα. Η κάμερα της Τέρνερ εστιάζει μέσα από κοντινά και σιωπές στην εσωτερικευμένη οδύνη, αναδεικνύοντας την έμπρακτη αλληλεγγύη της Σοφίας στο πλευρό της Αμαλίας. Η απαγόρευση καταγραφής της δίκης έστρεψε την Τέρνερ να παρουσιάσει σκηνές από το δικαστήριο με σκίτσα, αναγράφοντας στην οθόνη αποσπάσματα των πρακτικών, που εύστοχα ακούγονται υπόκωφα, ώστε να δοθεί προσοχή στις λέξεις συστηματικής απαξίωσης και ειρωνείας προς το θύμα. Πριν την προβολή, η Τέρνερ έκανε πολιτική δήλωση για τη γενοκτονία στη Γάζα, δυσαρεστώντας κάποιους θεατές που αποχώρησαν. Η παρουσία της Αμαλίας ενέτεινε τη συναισθηματική φόρτιση σε μια κατάμεστη αίθουσα, με το κοινό να παρακολουθεί ως αργά τη συζήτηση μετά την προβολή.

Τραγικά επίκαιρο, μετά την τρανσφοβική επίθεση πριν μια βδομάδα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αναδείχθηκε το τολμηρό «AvantDrag!», του Φιλ Ιερόπουλου, στο Διαγωνιστικό του Film Forward, ένα κουίρ -καρναβαλικού κιτς ποπ πάνκ- κινηματογραφικό μανιφέστο, γεμάτο δημιουργική αυθάδεια και πολιτική ειλικρίνεια, μέσα από τις περφόμανς μερικών ντραγκ κουίν, που παρουσιάζουν την σκανδαλιστική περσόνα και τη δουλειά τους. Προβοκατόρικα αιρετικό και ευφυώς αυτοσαρκαστικό διεκδικεί να παρέμβει στην ομοφοβική μισαλλόδοξη εθνική κατασκευή της ελληνικής πραγματικότητας, με τον τρόπο που προκαλούσε άλλοτε η μπονιουελική φετιχιστική διαστροφή, αλλά και οι εύσωμες τραβεστί στις ταινίες του Τζον Γουώτερς, σε μια ομολογημένη αναφορά στον Λι Μπάουρι. Σε μια Αθήνα «πόλη-τουριστικό αξεσουάρ, φρούριο ασφάλειας και τάξης, με ερείπια για όλα τα γούστα», η παρέα πληθωρικών γκροτέσκο υπάρξεων και θηλυκοτήτων, όπως η ντράγκ σούπερ-ηρωίδα Κangela Tromokratisch, η γεννημένη στο Ουζμπεκιστάν Er Libido και η Αλβανίδα σκυλού Aurora Paola Morado, που θα ζήλευαν Φελίνι και Παζολίνι, μας ξεναγούν στο δικό τους «πάνθεο από οργή και θαλπωρή», με πλουμιστές περσόνες κόντρα στο «χυλό του εθνικού φαντασιακού, που φτιάχνουν πανοπλίες-καθρέφτες, αντικατοπτρίζοντας τη γελοιότητα του εχθρού».

Στα απομεινάρια του κινηματικού ντοκιμαντέρ από την εποχή της κρίσης, ανήκει το «Εμπρός: ένα ελεύθερο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο» της Άλκηστης Καφετζή, για την ανοιχτή σε όλους και όλ@, κατάληψη του γνωστού θεάτρου, σημαντικό σημείο αναφοράς που παράγει πολιτισμό, αναζητώντας μια διαφορετική από τα καθιερωμένα καλλιτεχνική έκφραση. Μέσα από αποσπάσματα παραστάσεων, συναυλιών και καταθέσεις ηθοποιών, μουσικών και πλήθος καλλιτεχνών, ξετυλίγεται αυτό το συλλογικό κοινωνικό πείραμα μιας αυτοοργανωμένης καλλιτεχνικής κοινότητας, σε σύγκρουση με το πολιτιστικό κατεστημένο.

Στο ντοκιμαντέρ «Gas Station ή τα περιστέρια της Λαχώρης» ο Θωμάς Σίδερης στρέφει αρχικά την κάμερα στον Πακιστανό Μοχάματ, που μαχαίρωσαν ρατσιστές, ενώ δούλευε σε βενζινάδικο, την εποχή που συμβαίνει το πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο. Όσο ξεδιπλώνεται η φρικτή εκμετάλλευση και ο εκφοβισμός ενός μετανάστη που βρίσκεται πάνω από μια δεκαετία εδώ, δίχως να έχει ακόμα χαρτιά διαμονής, η αδιαφορία και η μετάθεση ευθυνών για τους πνιγμένους μετανάστες βαραίνει τον σκηνοθέτη, που ξεκινάει για το Πακιστάν, αναζητώντας συγγενείς και οικογένειες των πνιγμένων, συμμετέχει στο πένθος τους, ενώ αποκαλύπτει τις συνθήκες άγριας φτώχειας που τους ανάγκασαν στη μετανάστευση.

Παράλληλα, μέσα από φορτισμένες συναισθηματικά εκτός κάδρου αφηγήσεις και οικογενειακές παλιές βιντεοσκοπήσεις, ξετυλίγει δικές του αναμνήσεις από τον εργάτη πατέρα του, στη ναυπηγοεργατική ζώνη Περάματος, παλιό ΕΠΟΝίτη, που τσακίστηκε εξίσου, όπως και οι μετανάστες σήμερα, από την εργασιακή εκμετάλλευση. Βάζοντας εκτός κάδρου τον γεμάτο μίσος ρατσιστικό λόγο των χρυσαυγητών, ξεδιπλώνει σταδιακά το ρατσιστικό πλαίσιο της δολοφονίας του Σαχζάτ Λουχμάν στα Πετράλωνα και μεταξύ Λαχώρης στο Πακιστάν και Περιστεριού Αττικής, όπου διαμένουν αρκετοί Πακιστανοί που έχασαν δικούς τους στην Πύλο, ανακαλεί τους μικρασιάτες πρόσφυγες, που έναν αιώνα πριν, έμεναν στις ίδιες προσφυγικές κατοικίες, ενώ φαντάζεται τις αντίστοιχες μυρωδιές της Εγγύς Ανατολής που αναδύονταν ξανά από τις κουζίνες, γιατί «οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους το χώρο και φτιάχνουν τόπους και τοπία», σε ένα άκρως αντιρατσιστικό και ανθρώπινο συγκινητικό ντοκιμαντέρ, που κλείνει με τη «Ζωή εν τάφω» στα αραβικά από την Φεϊρούζ.

* Από το ντοκιμαντέρ «Avant-Drag!»

Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!