Του Μάρκου Δεληγιάννη
Αλήθεια, πώς πέρασαν τόσοι χειμώνες; Εβδομήντα τόσα χρόνια έφυγαν απ’ τη στιγμή εκείνη σαν φτερό. Και να που βρεθήκαμε ξανά στο ίδιο αυτό τραπέζι, την αρχινημένη παρτίδα σκάκι να συνεχίσουμε και να την τελειώσουμε. Ήρθε ο καιρός, επιτέλους, απ’ της αιχμαλωσίας τα δεσμά ν’ απαλλαγούμε. Την αιχμαλωσία που μας επέβαλε εκείνη η αλήθεια, η χαμένη, η εξόριστη στης Ιστορίας το περιθώριο. Κι ήμαστε τότε, τόσο νέοι. Κι όμως, ζήσαμε κρυμμένοι τις μέρες μας, σε μικρές, ανήλιες κάμαρες. Και τις νύχτες μας, περιπλανώμενοι πωλητές, παλιών αντικειμένων, μιας ξεχασμένης αισθητικής. Μα οι διαβάτες μας προσπερνούσαν. Ελάχιστοι σκύβανε, τα αντικείμενα αυτά που σώθηκαν από τόσες πυρκαγιές, τόσους σεισμούς, κατακλυσμούς, θύελλες, να ψηλαφίσουν και να εισπνεύσουν την πικρή ανάσα τους. Πολλά τα ερωτήματα που ξεπετιόνται μέσα απ’ την αναδρομή αυτή. Ποιος άραγε να ενδιαφέρεται σήμερα, την σκόνη του παρελθόντος ν’ αναταράξει; Αλλά και ποιος έσπευσε να μάθει, τι συνέβη στα χρόνια που πέρασαν και χάθηκαν μέσα στης ζωής την ανεμοζάλη; Ποιος νοιάστηκε να μάθει πως ερήμωσαν οι άλλοτε πολύβουοι σταθμοί μας, πως άδειασαν τα πολυτάραχα λιμάνια μας, πως ανάπνεε τόσος κόσμος κλεισμένος μες’ στα μουχλιασμένα υπόγεια;
Κι όμως, έπρεπε ένα καινούργιο δρόμο να χαράξουμε. Σαν τους θαλασσοπόρους αλλοτινών καιρών, ρότες να σχεδιάζουμε, για θάλασσες ανεξερεύνητες, χωρίς των άστρων τις οδηγίες να μελετάμε. Ο δρόμος χτίστηκε. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε, πρωτόγνωρο. Χαρμάνι μοναδικό. Ανακατεύτηκαν εκεί μέσα της νιότης μας τα σπαταλημένα όνειρα, το αίμα των χαμένων συντρόφων, τα δάκρυα των βαριόμοιρων μανάδων και τέλος η ματιά που ποτέ δε χαμήλωσε. Έμεινε πάντα στυλωμένη στου ορίζοντα το βάθος, εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Όσμωση συγκλονιστική.
Κι έτσι φτάσαμε έως εδώ. Οι ελπίδες της νιότης ταξίδεψαν μαζί μας. Δεν ξέμειναν στου δρόμου τη μέση. Τι συναρπαστικό ταξίδι! Γεμάτο εκπλήξεις. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες καραδοκούσαν. Μα η θέληση ατσαλένια. Και να, τώρα, στου ορίζοντα το βάθος, της Ιθάκης η σιλουέτα διαγράφεται.
Το χαμόγελο φώλιασε για πρώτη φορά στα χείλη μας. Η αισιοδοξία πέρασε το κατώφλι μας. Έχουμε κυβέρνηση αριστερή! Το καταλαβαίνεις αυτό, σύντροφε; Υπαγορεύουμε τώρα, εμείς, στην Ιστορία τις επερχόμενες σελίδες. Μόνο, προσοχή πολύ, οι υμνητές του ψεύδους καραδοκούν. Σκέψου, μια ζωή ολάκαιρη, πρόσφεραν χυδαίο ψέμα. Έταζαν προεκλογικά και τίποτα δεν τηρούσαν απ’ τα ταξίματά τους. Σκοπός τους, η μετάλλαξη των πολιτών σε όχλο. Σήμερα μένουν ενεοί. Δεν μπορούν να εξηγήσουν πως ο όχλος σήκωσε κεφάλι, πως τόλμησε να αντισταθεί σ’ αυτούς που χρόνια τώρα τον συνθλίβουν. Αυτό δεν το συγχωρούν κι η μάχη, μόλις τώρα αρχίζει. Ευκολότερα κατακτάς ένα αγαθό. Δυσκολότερα το διατηρείς.
Η κοινωνία, βέβαια, επιδοκιμάζει αυτό που μόλις έγινε. Λίγο δεν ήτανε. Εξαφανίστηκαν απ’ το προσκήνιο της πολιτικής ζωής, όλες εκείνες οι φυσιογνωμίες που πρόσβαλαν θανάσιμα την αισθητική της. Εκείνες οι πλουμιστές γραβάτες, οι χοντροκομμένες φάτσες, άτεγκτες μπροστά στους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, δουλικές απέναντι στους εκπροσώπους της Ρώμης, πέρασαν πια στο περιθώριο. Η αξιοπρέπεια ενός λαού επανακτάται.
Ακούσαμε απ’ του αριστερού πρωθυπουργού το στόμα τις προγραμματικές δηλώσεις να εκφέρονται, όχι με λέξεις άχρωμες, πολυχρησιμοποιημένες, αλλά με λόγο σύγχρονο, δυναμικό, αποφασιστικό, άρρηκτα δεμένο με την πραγματικότητα. Κι αυτή η φωνή, η φωνή της Αριστεράς ακούγεται σε όλη την Ευρώπη, για πρώτη φορά. Είναι η φωνή της αντίστασης ενάντια στη διεθνή των τοκογλύφων, που τώρα με γλώσσα χυδαία, εκβιάζει, τρομοκρατεί, έναν ολόκληρο λαό. Η κυβέρνηση δεν μπορεί τώρα, πίσω να κάνει. Δεν υπάρχει μονοπάτι διαφυγής, άτακτης φυγής. Η μάχη πρέπει να δοθεί. Η σημαία μας, αγέρωχη ν’ αναδιπλωθεί, αμόλευτη να κυματίζει, σαν της μάνας την αγάπη, σκληρή σαν τη μοίρα. Και το πιο σπουδαίο. Όνειρα, σύντροφοι, να κάνουμε αιώνια κι ας είμαστε προσωρινοί. Το αύριο αδημονεί. Το μέλλον δεν περιμένει. Καιρός, ο εφησυχασμός της κοινωνίας, να παραχωρήσει τη θέση του, στην αφύπνιση, στη συμμετοχή.