Του Μάρκου Δεληγιάννη
Μυριόστομη η φωνή του Έλληνα πατριώτη ακούστηκε την Κυριακή στο δημοψήφισμα, στους ουρανούς να διαλαλεί, το μεγαλόπνοο «όχι» ενάντια στις ύαινες, στη διεθνή των τοκογλύφων: Αντιστεκόμαστε! Κι ήταν μεγαλειώδης η στιγμή. Ένας λαός ολόκληρος, την υπερηφάνειά του, την αξιοπρέπειά του να υπερασπίζεται. Σήκωσε ατίθασο το κεφάλι. Κοίταξε, με σπιθόβολη ματιά, κατάματα τους λυσσασμένους λύκους του νεοφιλελευθερισμού κι έσυρε, με στεναγμό βαρύγνωμο μες’ από τα στήθια, φωνή παλικαριού: Αντιστεκόμαστε! Είπε «όχι» στο φόβο που οι σύγχρονοι Μέτερνιχ, καιρό τώρα, σπείρουν στον ιστορικό τούτο τόπο. Είπε «όχι» σ’ όλους εκείνους τους αργυρώνητους κοντυλοφόρους, τους βαρύγδουπους αναλυτές, που μες’ από τις οθόνες της τηλεόρασης παραποιούν, παραχαράσσουν, πλαστογραφούν, βιάζουν την Αλήθεια. Είπαν, ακόμη, ένα «όχι» ηχηρό σ’ όλους τους περιοδεύοντες πολιτικούς θιάσους, που αλλάζουν φορεσιές και ρόλους, ακολουθώντας τυφλά τις εντολές του διορισμένου σκηνοθέτη από τα ιερατεία της τοκογλυφίας. Είπε ένα «όχι» βροντερό σ’ όλους τους χαμαιλέοντες, σ’ όλους εκείνους που εκλιπαρούν ένα μπαξίσι να εισπράξουν απ’ των αφεντικών τις ύπουλες παλάμες. Φώναξε: Αντιστεκόμαστε σ’ αυτούς που οχυρωμένοι πάντα πίσω απ’ τους αδιαπέραστους τοίχους των κομματικών γραφείων, ξερνάνε φράσεις κλισέ, παρμένες απ’ το πλούσιο ημερολόγιο της γραφειοκρατίας, αυτής, που κατάφερε να τοποθετήσει, μια θάλασσα γροθιές σφιγμένες, μέσα σε μπουκάλια φορμόλης. Είπε, επίσης, ένα παλικαρίσιο «όχι» σ’ όλους εκείνους, που πίσω από μια αμφιλεγόμενη, ύποπτη επαναστατικότητα, συμπαρατάσσονται με τους πλέον αντιδραστικούς κύκλους της Ευρώπης, παρέα με αυτούς που τα παπούτσια τους είναι φτιαγμένα από δέρμα ανθρώπων.
Χαρήκαμε όλοι αυτό το πελώριο, το ασύγκριτο «όχι». Το χαμόγελο άνθησε και πάλι στα πικρά μας χείλη. Τραγουδήσαμε με φωνή τρεμάμενη και μάτια δακρυσμένα, τα ξεχασμένα μας τραγούδια. Κοιτάξαμε κατά την Ανατολή, βέβαιοι πως μια καινούργια μέρα, ολόχαρη, αύριο θα ξημερώσει. Στ’ αλήθεια κάτι αλλάζει, φίλε μου. Το αύριο, σίγουρα, ίδιο δεν θάναι με το χθες. Μόνο, πίστεψέ με, κερδίσαμε μια μάχη αποφασιστική, μα ο πόλεμος μαίνεται. Ο εχθρός εύκολα δεν κάνει πίσω. Δεν τον κερδίσαμε ακόμα αυτό τον πόλεμο. Όμως, ο απλός άνθρωπος έστειλε το μήνυμά του. «όχι»! Γνωρίζει της μάχης της δυσκολίες. Τους πάντα πρόθυμους εφιάλτες, τους ριψάσπιδες. Όμως, τώρα, το παράγγελμα ακούστηκε: Εμπρός! Κανείς δεν πρέπει να σκεφτεί πίσω να κάνει. Πόσα μάτια ανήσυχα, σύντροφε, εσένα παρακολουθούν. Χιλιάδες χέρια αδημονούν το καινούργιο φλάμπουρο του αγώνα να σηκώσουν. Μια λέξη ελπιδοφόρα ν’ ακουστεί από τίμια χείλη να εκφέρεται. Σύντροφε, η μάχη είναι δύσκολη, τούτο κανείς δεν το ξεχνά. Μα σκέψου, στις πλάτες σου κουβαλάς την ελπίδα ενός ολόκληρου λαού. Και όχι μόνο. Η Ευρώπη, η Λατινική Αμερική, εσένα, σύντροφε, μ’ άγρυπνο μάτι παρακολουθούν. Αν αρπάξεις απ’ το απύλωτο στόμα των τοκογλύφων λίγα μέτρα λεύτερης γης, πολλά θάχεις κερδίσει.
Σύντροφε, τις κρίσιμες τούτες ώρες, τώρα που το φάντασμα του ολοκληρωτισμού ίπταται απειλητικό πάνω απ’ της Ευρώπης τον ουρανό και επιζητά με κάθε τρόπο, ένα λαό να τιμωρήσει, επειδή είχε την παλικαριά αριστερή κυβέρνηση να επιλέξει, το σκάφος που λέγεται Ελλάς σε ασφαλή λιμένα να οδηγήσει, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σύντροφε, να διατρανώσουμε, πως η θέλησή μας είναι μια: Να ζήσουμε! Τούτο γραμμένο είναι μες στις καρδιές ενός ολόκληρου λαού. Δεν θα υποκύψουμε! Θα ζήσουμε περήφανα!