Εκλεκτικές συγγένειες εντός, εκτός και επί τα αυτά
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Η ανοχή προς την σημερινή κυβέρνηση από τη μεριά της «υπόλοιπης» Αριστεράς και μεγάλου μέρους των αριστερών, είναι δεδομένη. Δεν πρόκειται απλώς για ανοχή. Στην πραγματικότητα, η κοινή πολιτική καταγωγή και η «ιδεολογική» συγγένεια κυριαρχούν, επικαλύπτοντας τις όποιες διαφωνίες που φαντάζουν έτσι συγκυριακές και περαστικές.
Η «θεσμική» και πολιτισμένη συνύπαρξη όλων στα εγκαίνια του μουσείου Μπελογιάννη, η χαμηλή ένταση της γενικότερης κριτικής του ΚΚΕ, που πολλοί φαντάζονταν ότι θα ήταν «στα κάγκελα» με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η παρουσία ακόμα και κυβερνητικών στελεχών σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις (όταν λείπει βέβαια ο πολύς κόσμος που θα μπορούσε και να… παρεκτραπεί), αυτές είναι κάποιες εικόνες, απλώς ενδεικτικές.
Δεν είναι όμως μόνο αυτές. Σε αυτοδιοικητικά σχήματα, κυβερνητικοί και αντικυβερνητικοί συνυπάρχουν συχνά και σχεδόν αρμονικά. Γνωστότερο όλων, το παράδειγμα της Περιφέρειας Αττικής με στελέχη της ΛΑΕ να συνδιοικούν με την παράταξη της Δούρου. Στον συνδικαλιστικό χώρο τα ίδια, χρειάστηκαν αρκετοί «τσακωμοί», αποφάσεις και συνδιασκέψεις για να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση, έστω και ως προς το φαίνεσθαι της «κεντρικής έκφρασης».
Ακόμα πιο διαφωτιστική είναι η κατάσταση στους χώρους της λεγόμενης «δικαιωματικής» Αριστεράς. Το τμήμα αυτό, που παλιότερα συνυπήρχε εντός ΣΥΡΙΖΑ (τάση των «53», εφημερίδα Εποχή κ.λπ.), μπορεί σήμερα να είναι «διχασμένο», δεν ξεχνά όμως σε καμιά περίπτωση όσα το ενώνουν. Κυβερνητικοί και μη, επιδεικνύουν αξιοθαύμαστο «πολιτικό πολιτισμό», συνομιλούν άνετα μεταξύ τους και διατηρούν κάτι παραπάνω από γέφυρες επικοινωνίας.
Πρόσφατη είναι η παραίτηση του Χάρη Γολέμη από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και την διεύθυνση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, ενός «σημείου συνάντησης» αυτού του δυναμικού. Ο Χ. Γολέμης (που παραμένει στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ) θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα καλό παράδειγμα προσώπου που συμβολίζει τις «κοινές αξίες» αυτού του χώρου: Κοινή ιστορική αναφορά και ανανεωτική ευρωκομμουνιστική παράδοση, σε συνδυασμό με έναν κατά βάση «εκσυγχρονιστικό» λόγο με μια ορισμένη οπτική για τα «δικαιώματα» και επίθεση σε κάθε «πατριωτικό» ή «εθνικολαϊκιστικό» στοιχείο. Δεν είναι τυχαίο ότι σημείο αιχμής της κριτικής αυτών των κύκλων προς την κυβέρνηση είναι η συνύπαρξη με τους ΑΝΕΛ, σαν να είναι αυτή που αλλοιώνει τις κατά τα άλλα «αριστερές προθέσεις» του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλο παράδειγμα, η ρητορική του Ν. Φίλη που επικεντρώνει επίσης στον προσανατολισμό προς την «Κεντροαριστερά» (ΠΑΣΟΚ κ.λπ.) και όχι τους «Καμμένους». Με τον «υπέρ πάντων αγώνα» του για τον χωρισμό εκκλησίας-κράτους και την πολιτική του στο υπουργείο Παιδείας, ο πρώην υπουργός κερδίζει συμπάθειες σε ένα ευρύ αριστερό ακροατήριο. Ακόμα, το ζεύγος Δρίτσα – Χριστοδουλοπούλου συνεχίζει το rotation στα «θεσμικά αξιώματα», έχοντας επίσης ευρύτερη ανοχή ή και αποδοχή. Τέλος, η Εφημερίδα των Συντακτών είναι ένα τυπικό παράδειγμα για το πολιτικό στίγμα και τις οσμώσεις του ευρύτερου αυτού χώρου.
Αριστερός ομπαμισμός;
Έτσι, όμως, σιγά-σιγά προσεγγίζουμε τον πυρήνα του ζητήματος. Δεν είναι το πρόβλημα απλά η συνύπαρξη σε κάποιους χώρους, αυτό θα μπορούσε και να θεωρηθεί «απομεινάρι» μιας προηγούμενης κατάστασης. Υπάρχει κάτι πολύ βαθύτερο και -στη βάση του- «ιδεολογικό», αφού έχει να κάνει με τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία της Αριστεράς σχεδόν στο σύνολό της. Ας αναλογιστούμε τον θαυμασμό του ΣΥΡΙΖΑ για τον Ομπάμα και την ομιλία του στην Αθήνα, μόνο ανεξήγητος ή τυχαίος δεν ήταν. Ο Αμερικανός πρόεδρος, μιλώντας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, θέλησε να αναδείξει όλα όσα ενώνουν το παγκόσμιο «στρατόπεδο» που αντιμάχεται τον λαϊκισμό και την «εθνική αναδίπλωση». Φιλελεύθεροι και οικουμενιστές δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι και κεντροαριστεροί, φιλονατοϊκοί και αντιεθνικιστές αριστεροί, όλοι χωράνε στην παράταξη της παγκοσμιοποίησης. Ατομικά δικαιώματα, δημοκρατία, υπέρβαση των συνόρων και του έθνους-κράτους, ασπίδα προστασίας για τους πολύ αδύνατους που «αντικειμενικά» πετιούνται στο περιθώριο: Είναι φανερό ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη πλατφόρμα που ενοποιεί αυτή την «παράταξη».
Η ελληνική Αριστερά, το μεγαλύτερο κομμάτι της, έχει τις πιο πρόσφατες ρίζες της στον ενιαίο Συνασπισμό, ο οποίος γεννήθηκε στο ιδεολογικό κλίμα που καθόρισε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, η «νέα σκέψη» και η είσοδος στην Νέα Τάξη Πραγμάτων. Έτσι, δεν έχει να επιδείξει έναν ανταγωνιστικό πολιτικό λόγο, μια συνολική εναλλακτική «αφήγηση» απέναντι σε αυτή την ιδεολογία. Αντίθετα, είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματική προς αυτήν. Σήμερα, ακόμα και τα τμήματά της που βρίσκονται εκτός ΣΥΡΙΖΑ, δεν ξεχνούν την κοινή τους συνισταμένη. Το πρόβλημα συνεπώς, είναι πολύ πιο δύσκολο από ένα «ξεκαθάρισμα», από μια επιστροφή στην «πρότερη κατάσταση» και οι λογαριασμοί που πρέπει να γίνουν είναι κατά πολύ γενικότεροι.
Γιατί η «επιστροφή στην (αριστερή) ομαλότητα» μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί, αλλά κάπως διαφορετικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στην αντιπολίτευση και τότε θα πέσει κάθε εμπόδιο για το «αριστερό Reunion». Πολλοί θα διαβούν χωρίς δυσκολία τις γέφυρες που έχουν ήδη στηθεί και οι «σύντροφοι που έκαναν λάθος» θα βρεθούν στην ίδια όχθη με όσους «κράτησαν τις αποστάσεις τους». Ο καθένας τότε θα μπορεί να επινοήσει και ένα αφήγημα για τα πεπραγμένα του, μιλάμε άλλωστε για ένα δυναμικό που έχει κάνει αρκετές ακροβασίες στην πολιτική του σταδιοδρομία.
Πολιτική διπλότητας
Συνεχίζοντας, όμως, την περιγραφή της σημερινής κατάστασης, δεν είναι λίγα τα σημεία σύγκλισης της ενωμένης –από μια άποψη- Αριστεράς. Στην διαχείριση του προσφυγικού και τις ΜΚΟ, οι οσμώσεις είναι εμφανείς. Σε δημόσιους οργανισμούς κάθε είδους, θα βρει κανείς επίσης αρκετούς που «προσφέρουν έργο» έστω κι αν «διαφωνούν με την κυβέρνηση». Ακόμα και ορισμένα τμήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου, επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη ανοχή προς την σημερινή εξουσία, αφού το μικρόβιο της «πολιτικής» με κέντρο τον κάθε χώρο και τα περιθώρια κίνησης που εξασφαλίζει, δεν αφήνει ανεπηρέαστο σχεδόν κανέναν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως κάνει πολιτική με βασικό εργαλείο τον «αριστεροδέξιο» λόγο και πρακτική, την διπλότητα. Η διγλωσσία δεν αποτελεί σύμπτωμα ή δευτερεύον στοιχείο της πολιτικής του. Και για αυτό, είναι κάτι παραπάνω από προβληματική η συμπεριφορά της «μη κυβερνητικής» Αριστεράς. Οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζουν να φορολογείται ο εργαζόμενος των 500 ευρώ, αλλά τα μέλη του ενθουσιάζονται με την απεργία των Κούριερ! Η κυβέρνηση κάνει τα «κονέ» της με τους μαφιόζους επιχειρηματίες, αλλά τα στελέχη της «συμπαραστέκονται» και στα κινήματα που τους αμφισβητούν. Ο πρωθυπουργός τιμά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την συνεισφορά του στην πολιτική ιστορία του τόπου, αλλά στα μέσα δικτύωσης οι αριστεροί κάθε κοπής ξεσπαθώνουν κατά του εκλιπόντα, ξεχνώντας κυρίως το πιο βασικό, ότι ο αντιλαϊκιστικός «μητσοτακισμός» θριαμβεύει σήμερα σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Δεν πρόκειται όμως για κάτι χωρίς συνέπειες. Γιατί, με αυτή ακριβώς την πολιτική διαιωνίζεται η σημερινή κατάσταση, νομιμοποιείται το δόγμα της «ΤΙΝΑ» και βαθαίνει το μνημονιακό καθεστώς. Ας το σκεφτούμε και διαφορετικά: Η σημερινή κυβέρνηση, πόσο διαφέρει ιδεολογικά και πολιτικά από εκείνη του Γ. Παπανδρέου του 2009-11; Όχι απλά δεν διαφέρει, στην πραγματικότητα η πολιτική της βάζει πολύ πιο βαθιά τη χώρα στο καθεστώς των μνημονίων, διατηρώντας όλα όσα έχουν ψηφιστεί από τότε και προσθέτοντας νέα βάρη, ενώ στην εξωτερική πολιτική είναι πιο φιλοαμερικάνικη ακόμα και από αυτή του Παπανδρέου. Αν θυμηθούμε μάλιστα πώς και ο ΓΑΠ φιλοτεχνούσε ένα προσωπείο φιλικό προς το περιβάλλον, την πράσινη ανάπτυξη, τους νέους ανθρώπους, τις μειονότητες και τα δικαιώματα, επισείοντας κι εκείνος τον κίνδυνο της «δεξιάς παλινόρθωσης», θα συνειδητοποιήσουμε ακόμα περισσότερο την ομοιότητα και την απάτη. Αν συγκρίνουμε, όμως, την ανοχή που συναντά η σημερινή κυβέρνηση με εκείνη που επιδείχθηκε τότε, θα διαπιστώσουμε το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και την αναγκαιότητα μιας βαθιάς και ουσιαστικής υπέρβασης.