Η ταινία Θα σε περιμένω πάντα του Τζουζέπε Τορνατόρε προβάλλεται στις αίθουσες

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Με την εικόνα ενός ώριμου άντρα που φιλάει με πάθος μια νέα γυναίκα ανοίγει η νέα ταινία του 60χρονου πλέον Τζουζέπε Τορνατόρε Θα σε περιμένω, πάντα, που βγήκε στις αίθουσες. Το παθιασμένο αυτό φιλί έρχεται να συμπληρώσει, τρεις δεκαετίες μετά, την αλησμόνητη σκηνή με τα λογοκριμένα φιλιά στο Σινεμά ο Παράδεισος/1988.

Μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια διατηρεί ερωτικό δεσμό με τον καθηγητή Αστροφυσικής, που της στέλνει αδιάκοπα χειρόγραφες επιστολές σε πορφυρούς φακέλους, αλλά και ηλεκτρονικά μηνύματα. Εμβρόντητη, πληροφορείται τυχαία το γεγονός του απροσδόκητου χαμού του, ενώ η επικοινωνία συνεχιζόταν κανονικά. Αποφασισμένη να λύσει το μυστήριο του αποστολέα, πηγαίνει στο Εδιμβούργο, γενέτειρα του καθηγητή.

Αντίστοιχα με την πλεκτάνη χιτσκοκικής συνωμοσίας, στο Τέλειο Χτύπημα (2013), ο Τορνατόρε χτίζει εδώ μια επεξεργασμένη πλοκή έρευνας, με σταδιακή αναζήτηση στοιχείων. Διαχέοντας, όπως πάντα, τη μαγευτική νοσταλγία του σινεμά, ξετυλίγει το νήμα της σχέσης μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, ενώ η σκηνοθετική δομή, με αντικριστά πλάνα, ακολουθεί το χαρακτηριστικό μετωπικό καδράρισμα πορτρέτου μέσω skype. Η ταυτόχρονη ανάγνωση των αναγραφόμενων μηνυμάτων από τους πρωταγωνιστές, αναδεικνύει τη θερμή, εκφραστική και αναγνωρίσιμη φωνή του πάντα γοητευτικού 67χρονου Τζέρεμι Άιρονς, εξισορροπώντας τη στατική εμφάνιση των βιντεοκλήσεων. Η μετωπική εικόνα του καθηγητή ακολουθεί τους κώδικες πορτρέτου, με φόντο ένα γεμάτο βιβλία γραφείο και μια τεράστια υδρόγειο σφαίρα, παραπέμποντας στο στουντιολό (studiolo), της αναγεννησιακής εικονογραφίας.

Με αδυναμία, όπως ο Χίτσκοκ, στις πανέμορφες πρωταγωνίστριες, ο Τορνατόρε μετά την πληθωρική Μόνικα Μπελούτσι (Μαλένα/2000), επιλέγει για φοιτήτρια την μποτιτσελικής ομορφιάς Όλγκα Κιριλένκο, πρώην κορίτσι του Τζέιμς Μποντ, που ως περιστασιακή κασκαντέρ εδώ αντισταθμίζει τον ευνουχισμένο αισθησιασμό της με ασυνήθιστες πόζες δράσης, όταν ανατινάζεται πηδώντας στον αέρα ή κουτρουβαλιάζεται φλεγόμενη σε σκάλες, σε μια σωματική καταπόνηση ψυχαναλυτικών υπονοούμενων, σε αντίθεση με την ακινητοποιημένη εικόνα του καθηγητή-μέντορά της.

Αφού στο σινεμά το αληθοφανές μπορεί να ταυτίζεται με το αληθινό, ο Τορνατόρε παίζει συχνά με τη φύση του ίδιου του κινηματογράφου (Ο άνθρωπος των αστεριών/1995). Η πρωταγωνίστρια-κασκαντέρ, δεν σκοτώνεται πραγματικά στις ψεύτικες εκρήξεις του σινεμά, σε αντίθεση με τον καθηγητή που ο αληθινός θάνατός του από αρρώστια μοιάζει με ψέμα, γιατί η επιμήκυνση της ζωής του, μέσα από βιντεοσκοπημένες εικόνες, επιτρέπει μια συνέχιση της παρουσίας του στη ζωή της αγαπημένης του, κόντρα στη λήθη του θανάτου.

Ο Τορνατόρε, που καθιερώθηκε με ταινίες εποχής (Ο Θρύλος του 1900/1998), αφήνει τη φελλινική μαγεία του σινεμά και σχολιάζει τη διαχρονικότητα του έρωτα στην εποχή των κινητών και του διαδικτύου. Επηρεάζονται οι διαπροσωπικές σχέσεις από την τεχνολογική εξέλιξη; Μήπως η εκμηδένιση της απόστασης, μέσω οπτικοακουστικής επικοινωνίας, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, που ακρωτηριάζει εντέλει τον έρωτα; Η δίχως δυνατότητα ανταπόκρισης επικοινωνία στην ταινία παραμένει μονόπλευρη, υπενθυμίζοντας ότι ο έρωτας ανθίζει σε συνθήκες αλληλεπίδρασης σωματικού συγχρωτισμού. Η νέα ταινία του Τορνατόρε αποτελεί σύγχρονη εκδοχή μιας λησμονημένης ρομαντικής θεματικής ερωτικών ανταποκρίσεων μέσα από την αλληλογραφία, αλλοτινή κινηματογραφική κατηγορία μελοδραμάτων (Γράμμα μιας άγνωστης /1948, Μαξ Οφίλς).

Ταινία-πραγματεία για την πολυπόθητη αθανασία μέσω του έρωτα και του κινηματογράφου, η ταινία Θα σε περιμένω πάντα ανάγει φαινόμενα της αστροφυσικής σε τεκμήρια, σε έναν εννοιολογικό στοχασμό για τη διαχρονικότητα της λάμψης των αστέρων. Η αναφορά στα παράλληλα σύμπαντα και τους πολλαπλούς εαυτούς μας, διαχειρίζεται την έννοια της διαχρονικότητας του σινεμά. Στα ίχνη της αλλοτινής λάμψης των αστεριών, ο Τορνατόρε αναζητεί τη λάμψη του έρωτα, αλλά και ίχνη της διαχρονικότητας της κινηματογραφικής εικόνας σε μια κοινωνία του θεάματος σε κρίση. Αν η ορατή σε μας λάμψη των αστεριών αποτυπώνει τη στιγμή της ύπαρξής τους στο παρελθόν, όταν αυτά έχουν σβήσει εκατομμύρια χρόνια πριν, το αποτυχημένο εκμαγείο του προσώπου της πρωταγωνίστριας, στο τέλος της ταινίας, έχει αιχμαλωτίσει το αποτύπωμα μιας στιγμής πόνου, για έναν αγαπημένο που δεν υπάρχει πια.

Ο αχαρτογράφητος γαλαξίας του έρωτα, σε μια ταινία για την αθάνατη μαγεία τόσο των άστρων, όσο και των κινηματογραφικών αστέρων, συνοδεύεται από την πρωτότυπη μελαγχολική συμφωνική μουσική του σπουδαίου 87χρονου Ένιο Μορικόνε, συνεργάτη για δεκαετίες του σκηνοθέτη, θυμίζοντας λάργκο σε κονσέρτο εγχόρδων, όπως και στην ταινία Άγνωστη/2006. Εκφράζοντας εσώτερα συναισθήματα και ακολουθώντας τη δράση, ξεπετάγονται μια γλυκόπικρη ηλεκτρική κιθάρα ή ένα ρομαντικό αρμόνιο και ενίοτε πιανιστικό προκλασικό άκουσμα.

Το εκλεπτυσμένο περιβάλλον, με πανέμορφα αρχοντικά στο ειδυλλιακό νησάκι Σαν Τζούλιο κρατάει τη μεσογειακή νοσταλγία στις ιταλόφωνες ταινίες του Τορνατόρε, ενώ οι χειμωνιάτικοι ψυχροί φωτισμοί αναδεικνύουν το αστικό τοπίο του συννεφιασμένου Εδιμβούργου.

Σε διαφορετική ανάγνωση της σκανδαλιστικής Λολίτας, το παλιομοδίτικο σχήμα του ώριμου αρσενικού που διδάσκει στο εκκολαπτόμενο θηλυκό τη σοφία του κόσμου όλου αναδύει φιλοσοφικό ρομαντισμό φορτωμένο με τη συμπαντική διάσταση της διαχρονικότητας του έρωτα μέσα από το σινεμά, αγγίζοντας υπαρξιακό συλλογισμό, που χαρίζει στην ταινία ακαταμάχητη γοητεία, υπερνικώντας τις αδυναμίες.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!