Η επιτυχία του περσινού πρώτου Συνεδρίου για το «Υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα» δημιούργησε στους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες, αλλά και σε όσους παρακολούθησαν τα πορίσματα και την πορεία του, ελπίδες και προσδοκίες για τη δημιουργία ενός σχετικά δομημένου χώρου πολιτικής έκφρασης όσων συμμερίζονται την οριακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και η κοινωνία.

Το νέο χαρακτηριστικό της τελευταίας δεκαετίας για όλους τους εργασιακούς, εκπαιδευτικούς και γενικότερα κοινωνικούς χώρους στην Ελλάδα έγκειται στο ότι η διάλυση των υποδομών που επέφερε η μνημονιακή περίοδος επιτάθηκε και μεταφράστηκε σε αποσάθρωση όλων των δημόσιων πεδίων ύπαρξης και συνύπαρξης του κοινωνικού σώματος. Επιπλέον, η μεταμνημονιακή διαχείριση από τις ελίτ της χώρας συνίσταται στην ιδιωτικοποίηση με καθετοποιημένο τρόπο της εκπαίδευσης και της υγείας, στο πρότυπο που ακολουθήθηκε στην αγορά της ενέργειας ή των τηλεπικοινωνιών. Σε επίπεδο ιδεολογικό αυτή η διαχείριση συνοδεύτηκε από την νομιμοποίηση της κοινωνικής ανισότητας, της διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, αλλά και από την υπερθεμάτιση της ρητορικής του «νόμου και της τάξης», καθώς και της καταστολής έως τα όρια του εκφασισμού.

Ωστόσο, ενώ η κατάσταση που περιγράφεται παραπάνω θα θύμιζε τα πρώτα χρόνια μετά το 1974 ως εφαρμοζόμενη πολιτική και θα ήταν αναμενόμενη η οργανωμένη αντίδραση του κοινωνικού σώματος, η σημερινή πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Στη σύγχρονη συγκυρία έχει γίνει προφανές ότι κανένα επιμέρους κοινωνικό αίτημα ή επιμέρους κοινωνικός αγώνας ‒από τους πολλούς που αναπτύσσονται‒ δεν έχει ελπίδα έστω και μιας μικρής νίκης, εάν δεν μπορέσει να ενταχθεί σε συνολικό πολιτικό πλαίσιο επιβίωσης (με την κυριολεκτική σημασία) της χώρας. Επομένως, η αίσθηση του επείγοντος είναι πραγματική. Εξίσου όμως πραγματική είναι και η στεγανοποίηση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος ως προς τις κοινωνικές ανάγκες. Η συγκρότηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου που θα επιχειρήσει να διαρρήξει τα τείχη που υψώνει –για να προστατευτεί μεταξύ άλλων– το υπάρχον επίσημο πολιτικό σύστημα δεν είναι αυτονόητη, δεν είναι εύκολη, δεν είναι αυτόματη, δεν γίνεται «όπως παλιά». Απαιτεί την εμβάθυνση σε όλες τις διαστάσεις της πολλαπλής εξάρτησης της χώρας, σε όλες τις διαστάσεις της αποσυναρμολόγησης των παραγωγικών και αναπαραγωγικών δομών της.

Η επίγνωση της ανάγκης εμβάθυνσης και σύνδεσης των επιμέρους κοινωνικών θεμάτων με το γενικό πολιτικό και υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας είναι ο λόγος για τον οποίο συμμετέχω στο 2ο Συνέδριο. Επιχειρώ να συμβάλω με τη γνώση και την εμπειρία μου από το χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε αυτή τη συνολική πολιτική συζήτηση. Επιπλέον, συμμετέχω στο 2ο Συνέδριο γιατί έχω τη στέρεη πεποίθηση ότι η επιστημονική γνώση, την οποία υπηρετώ, ήταν και είναι πάντοτε το επώδυνο αποτύπωμα της κοινωνικοϊστορικής ζύμωσης και ο ειδικός που δεν κρατά ζωντανό στην ιδεολογία και κυρίως την πρακτική του, αυτόν τον ομφάλιο λώρο αποτελεί απλώς μέλος ενός ιερατείου που εξαντλείται στην ακαδημαϊκή ορθότητα ή στις «καλές» σχέσεις στις σύγχρονες ιεραρχικές δομές του ιδιωτικοποιημένου πανεπιστημίου.

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι Καθηγήτρια Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Οργάνωσης του Συνεδρίου. Συμμετέχει στο 2ο Συνέδριο και συγκεκριμένα στο εργαστήριο με θέμα «Από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο. Τα μεγάλα ζητήματα της εκπαίδευσης και οι απαραίτητες απαντήσεις», στην πρώτη ζώνη εργαστηρίων το Σάββατο 22/11, από τη 13:00 έως τις 15:00.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!