(Δείτε το Α’ μέρος εδώ)

Όπως έχουμε τονίζει και σε προηγούμενα φύλλα μας, ο Δρόμος παρεμβαίνει στη συζήτηση και στην αντιπαράθεση που έχει ξεκινήσει γύρω από τα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821. Με σοβαρότητα και με τρόπο που να προωθεί τη γνώση και τον προβληματισμό. Με ένα τέτοιο σκεπτικό συνεχίζουμε την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Μαυρή «Το 1821 στη συλλογική μνήμη» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο που μας πέρασε. Το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή μπορείτε να το βρείτε στη διεύθυνση: www.mavris.gr/books/1821-in-collective-memory
Ο Γιάννης Μαυρής σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε συνιδρυτής της VPRC και Διευθύνων Σύμβουλός της, στο χρονικό διάστημα 1994-2007. Το 2001 ίδρυσε την Public Issue. Παραμένει μέχρι σήμερα Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός της (www.mavris.gr).

Τα επιμέρους κεφάλαια της έρευνας συνθέτουν επτά βασικούς άξονες διερεύνησης των υποκειμενικών στάσεων της κοινής γνώμης απέναντι στο ’21. Οι άξονες της έρευνας είναι οι εξής: α) Η σημασία της επανάστασης του 1821 και θέση στην ελληνική ιστορία, β) Η έκθεση στην πληροφόρηση και γνώσεις για το ιστορικό γεγονός, γ) Οι στάσεις απέναντι στους «δρώντες φορείς» της Επανάστασης και τους πρωταγωνιστές της, δ) Ο ρόλος του ξένου παράγοντα και οι στάσεις απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, ε) Ο χαρακτήρας της επανάστασης και οι εμφύλιες συγκρούσεις, στ) Το κίνημα του φιλελληνισμού, ζ) τον ρόλο των ιδεολογικών μηχανισμών, στην εγχάραξη των κοινωνικών αντιλήψεων, σχετικά με την Επανάσταση.

Στο Μέρος Β΄ παρουσιάζουμε τους άξονες γ), δ), ε), στ) και ζ). Ο σχολιασμός της έρευνας και των διαγραμμάτων της αποτελείται από αποσπάσματα που έχουμε επιλέξει από την εισαγωγή του βιβλίου.

Γ. Στάσεις απέναντι στους «δρώντες φορείς» της Επανάστασης και τους πρωταγωνιστές της

Διερευνήθηκαν οι στάσεις απέναντι στη Φιλική Εταιρεία, τους «κλέφτες και τους αρματωλούς», τους «προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες». Σε ξεχωριστή υποενότητα διερευνώνται οι στάσεις της κοινής γνώμης απέναντι στο ρόλο που διαδραμάτισε η Εκκλησία.

H συγκριτική αξιολόγηση του ρόλου των «δρώντων φορέων», αποτυπώνεται συγκεντρωτικά στο Διάγραμμα 57. Οι «Κλέφτες και οι αρματωλοί», το ένοπλο χέρι της επανάστασης, η Φιλική Εταιρία και τα Μοναστήρια αξιολογούνται θετικά, σε καθολικό ποσοστό που κυμαίνεται από 84% έως 91%. Λιγότερο θετικός (αλλά θετικός) κρίνεται ο ρόλος του «λαϊκού κλήρου (77%) και ακόμη λιγότερο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (68%).

Περισσότερο, σημαντική είναι η ιδεολογική απονομιμοποίηση των «προεστών και των κοτζαμπάσηδων», των οποίων ο ρόλος στην Επανάσταση κρίνεται ως αρνητικός από το 40% των ερωτώμενων. Η στάση εμφανίζει και σαφές πολιτικό-παραταξιακό πρόσημο.

Δ. Ο ρόλος του ξένου παράγοντα. Στάσεις απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις

Οι υποκειμενικές κοινωνικές αντιλήψεις, σχετικά με το ρόλο που έπαιξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής στην Ελληνική Επανάσταση, διερευνώνται αναλυτικά στον τέταρτο άξονα της έρευνας. Η γενική αξιολόγηση του ρόλου του ξένου παράγοντα αποτυπώνεται στο κεφάλαιο 20, και σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας κρίνεται πλειοψηφικά αρνητικός. Συγκεκριμένα, το 52% κρίνει ότι «δεν βοήθησαν». Στο επόμενο κεφάλαιο 21, κρίνεται χωριστά ο ρόλος κάθε μιας από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, δηλαδή της Ρωσίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας (Διάγραμμα 78). Οι παραδοσιακά φιλορωσικές διαθέσεις της ελληνικής κοινής γνώμης, επιβεβαιώνονται από την υπερεκτίμηση του ρόλου της Ρωσίας, που αποτυπώνεται στο ακόλουθο εύρημα: Η απόλυτη πλειοψηφία των ερωτηθέντων, 52% (1 στους 2) θεωρεί, ότι μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ρωσία είναι εκείνη που βοήθησε περισσότερο την επανάσταση. Δεύτερη στην κατάταξη η Αγγλία με 22%, κάπου 13 μονάδες πάνω από τη Γαλλία (9%). Οι κοινωνικές αντιλήψεις, σχετικά με την επέμβαση του ξένου παράγοντα, φωτίζονται συμπληρωματικά και από δύο επιπλέον δίδυμες ερωτήσεις, με συγκλίνον αντικείμενο. Αυτές αφορούν, αφενός την αξιολόγηση της ξένης επέμβασης και το «βαθμό εμπιστοσύνης» στην ελληνική νίκη («Πού βασίσθηκε η νίκη της ελληνικής Επανάστασης») και αφετέρου στις υποκειμενικές κοινωνικές εκτιμήσεις, σχετικά με το ποια θα ήταν η έκβαση της Επανάστασης, χωρίς την ξένη επέμβαση. Τα σχετικά ευρήματα είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και επιβεβαιώνουν την υποτίμηση της σημασίας του ρόλου και της επέμβασης του ξένου παράγοντα.

Ε. Χαρακτήρας της Επανάστασης και εμφύλιες συγκρούσεις

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ευρήματα αφορά το σημαντικό ζήτημα των σημερινών κοινωνικών αντιλήψεων για τον χαρακτήρα της Επανάστασης. Το εν λόγω αντικείμενο συγκροτεί τον πέμπτο άξονα διερεύνησης και εκτίθεται στο κεφάλαιο 26.Ο διττός χαρακτήρας της Επανάστασης, εθνικός και κοινωνικός, αποτελεί κυρίαρχη κοινωνική πεποίθηση, που εξακολουθούν (το 2007) να ασπάζονται 6 στους 10 ερωτώμενοι) (60%). Παράλληλα, η αναγνώριση της εμφύλιας διένεξης είναι σχεδόν καθολική (σε ποσοστό 76%), επιβεβαιώνοντας τον στερεοτυπικό χαρακτήρα αυτής της κοινωνικής αναπαράστασης.

ΣΤ. το κίνημα του φιλελληνισμού

Ο έκτος άξονας της έρευνας περιλαμβάνει τη διερεύνηση των κοινωνικών στάσεων απέναντι στο κίνημα του φιλελελληνισμού, καθώς και την αναγνωρισιμότητα των φιλελλήνων.

Ζ. Ρόλος των ιδεολογικών μηχανισμών, στην εγχάραξη των κοινωνικών αντιλήψεων, σχετικά με την Επανάσταση

Στον τελευταίο έβδομο άξονα της έρευνας διερευνάται ο ρόλος των ιδεολογικών μηχανισμών , στην εγχάραξη της εθνικής ιστορικής ιδεολογίας. Στον εν λόγω άξονα εντάσσονται δύο κεφάλαια. Στο κεφάλαιο 5, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον σχολικό κρατικό μηχανισμό, ο οποίος μέχρι σήμερα παραμένει κυρίαρχος, ενώ στο κεφάλαιο 6 καταγράφονται οι εξωσχολικές πηγές ενημέρωσης για το γεγονός. Ως προς την επίδραση που ασκούν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, αξίζει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Με βάση τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει, ότι η συγκρότηση των συλλογικών απόψεων για το 1821 παράγεται κυρίως «μέσα στο σχολείο» και λιγότερο «έξω από αυτό». Παρά την κάθετη άνοδο της ισχύος των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η πρωτοκαθεδρία του σχολικού ιδεολογικού μηχανισμού στην εγχάραξη των κυρίαρχων ιδεολογικών στερεοτύπων για το ιστορικό γεγονός, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, δεν είχε αμφισβητηθεί ουσιαστικά, και ο ρόλος του παρέμεινε πρωτεύων. Σε αυτόν το ρόλο, τουλάχιστον, το σχολείο δεν είχε υποκατασταθεί (ακόμη) από την τηλεόραση, ούτε το διαδίκτυο, που βρισκόταν στις απαρχές του, αν και μια τάση είχε ήδη διαφανεί στις νεότερες ηλικίες (Διάγραμμα 24). Έχει προφανώς μεγάλο επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον να διερευνηθεί, πως διαμορφώνεται σήμερα ο αντίστοιχος συσχετισμός πηγών πληροφόρησης και, πλέον, ο ρόλος του διαδικτύου.

Από την άλλη πλευρά, η βαρύτητα των εξωσχολικών μηχανισμών δεν είναι καθόλου αμελητέα (Διάγραμμα 22). Την προηγούμενη δεκαετία, τόσο ο εκδοτικός μηχανισμός («βιβλία και εγκυκλοπαίδειες»), όσο όμως και η οικογένεια και τα συγγενικά δίκτυα εξακολουθούν να διατηρούν σημαντικό ρόλο. Επομένως, διαμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων για τη ιστορία γίνεται και «από τα κάτω». Αυτή η διαπίστωση παραπέμπει στην συνύπαρξη και επιβίωση άλλων ιδεολογικών στοιχείων, ενδεχομένως και αντίθετων με εκείνα που αναπαράγει ο σχολικός μηχανισμός. Τα στοιχεία αυτά σχετίζονται με τους μηχανισμούς πολιτικής κοινωνικοποίησης (στους οποίους περιλαμβάνεται το οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον) και αντανακλώνται στην παραταξιακή διαφοροποίηση των ερωτώμενων.

Αξίζει να σημειωθεί ακόμη, ότι η εμβέλεια του εκκλησιαστικού μηχανισμού (όπως εκφράζεται από την ενορία και –κυρίως για τους παλαιότερους– από το κατηχητικό), παρά τις εντυπώσεις, αποδεικνύεται εξαιρετικά ιδιαίτερα περιορισμένη, ενώ η πληροφόρηση από τα «δημοτικά τραγούδια» (στοιχείο των «λαϊκών παραδόσεων») είναι σημαντικότερη, ιδίως για τις μεγαλύτερες ηλικίες (Διάγραμμα 24).

Εάν για την Ελληνική Επανάσταση, ο ρόλος του σχολείου παραμένει σημαντικός, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις πλέον πρόσφατες ιστορικές περιόδους-τομές της ελληνικής ιστορίας, όπως η Κατοχή, ο Εμφύλιος πόλεμος και η Δικτατορία του 1967. Για αυτές τις περιόδους, η μετάδοση της μνήμης είχε ουσιαστικά αποκλεισθεί από το μετεμφυλιακό (και μεταπολιτευτικό) σχολείο. Λόγω της ουσιαστικής και μέχρι πρόσφατα αποσιώπησής τους από το σχολικό μηχανισμό, παράλληλα με την οικογένεια και τα συγγενικά δίκτυα, «τα ΜΜΕ αποτελούν πια σημαντική αν όχι κύρια πηγή ενημέρωσης και μηχανισμό μετάδοσης της μνήμης.»

Η επίδραση της δεκαετίας του ’40 στην ανάγνωση του ’21

Στη συλλογική κοινωνική ερμηνεία για την Ελληνική Επανάσταση κυριαρχούν, σε μεγάλο βαθμό, παραδοσιακά θεωρητικά σχήματα, που έχουν συνδεθεί ιστορικά με την αριστερή ιστοριογραφία. Η προηγούμενη διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τις επικρατούσες υποκειμενικές παραστάσεις, που αποκαλύπτονται σε μια σειρά ζητήματα, όπως: ο διττός χαρακτήρας της Επανάστασης (εθνικός και κοινωνικός), η ιδεολογική απονομιμοποίηση των προεστών και των κοτζαμπάσηδων, η διαφορετική αντιμετώπιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε αντιδιαστολή με τον λαϊκό κλήρο και τα μοναστήρια, η αναγνώριση της εμφύλιας διένεξης, η υποτίμηση της σημασίας του ρόλου και της επέμβασης του ξένου παράγοντα, η υπερεκτίμηση του ρόλου της Ρωσίας κλπ. Όλα αυτά υποδηλώνουν την επιβίωση σημαντικής επιρροής κάποιων στοιχείων της μετεμφυλιακής ιδεολογικής παράδοσης των κυριαρχούμενων (Laclau), που δεν μεταδίδονται από τον σχολικό μηχανισμό. Ειπωμένο διαφορετικά, η επίδραση που άσκησε στην κοινωνική ανάγνωση του ’21, η διαιρετική τομή της Κατοχής και του Εμφυλίου, ίσως είναι περισσότερο σημαντική από ό,τι θεωρείται συνήθως.

* Αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!