Του Μάρκου Δεληγιάννη

Πάλι σήμερα ο ήλιος κρύφτηκε κι ο γιαλός έμεινε μελαγχολικός. Ο δρόμος, κοντά στ’ ακροθαλάσσι, έρημος από περιπατητές, μοναχικός σέρνεται, με μόνη συντροφιά της θάλασσας το προαιώνιο τραγούδι, που άλλοτε ήρεμο κι άλλοτε οργισμένο είναι. Ύστερα ήρθανε τα πρωτοβρόχια και το καλοκαίρι… τι να κάνει; μετακόμισε γι’ άλλους ορίζοντες. Κι εγώ αποχαιρέτησα τη γαλήνη των Ιόνιων ακτών. Την ίδια στιγμή τ’ απόμακρα καράβια με ανοιγμένα τα πανιά, σταμάτησαν για λίγο, χαμογέλασαν ειρωνικά κατά τη μεριά της απάνεμης ακτής και μουρμούρισαν κοροϊδευτικά: Αφήνεις τούτη τη γαλάζια σιγαλιά για να πας στης πόλης τις φωνασκίες και στων δρόμων την υπέρογκη χλαλοή να παραδοθείς; Θα το μετανιώσεις! Μα τι να κάνω; Οι ανέμελες μέρες πέρασαν και το σκοτεινό φθινόπωρο χτυπάει επίμονα την πόρτα της καθημερινότητας. Το παρατηρητήριο στην Πλατεία Κάνιγγος με καλεί. Η ματιά πρέπει πανέτοιμη και πάλι την πολύβουη πλατεία μ’ ενδελέχεια να σαρώσει.

Μεσημέριασε για τα καλά και στην πάνω πλευρά της πλατείας, πίσω απ’ των λεωφορείων τη στάση, ένα πλήθος ιδιότυπο συναθροίζεται. Όλοι τους είναι αμίλητοι, σκυθρωποί, με έκδηλη την ανυπομονησία στα πρόσωπά τους ζωγραφισμένη. Δεν φαίνεται να γνωρίζονται μεταξύ τους. Αντιθέτως, διακρίνει κανείς μια δυσαρέσκεια, τη μορφή τους να χαρακώνει, κάθε φορά που ένα άτομο καινούργιο προστίθεται σ’ αυτήν την ιδιόμορφη ομάδα. Το παρουσιαστικό τους δείχνει ανθρώπους συνηθισμένους, καθημερινούς. Ανάμεσά τους δεν υπάρχουν αυτοί οι μετανάστες, οι σκούροι που, είτε ταλαιπωρούν την αισθητική τόσων λεπτεπίλεπτων αισθαντικών υπάρξεων, είτε εξοργίζουν αφόρητα τις φαιές ορδές. Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας είναι. Ξαφνικά κι ενώ η ώρα είναι μια μετά το μεσημέρι, ένας νεαρός, ως μεσσίας εμφανίζεται στο κέντρο της σύναξης. Στα χέρια του κρατά δυο τσάντες. Το περιεχόμενο; Σάντουιτς! Το ρούχο του μαρτυράει πως εργάζεται σε κάποιο σνακ καφέ. Ένα βουερό μουρμουρητό υποδέχεται την άφιξή του. Η αντίδραση άμεση. Το τσούρμο αυτενέργησε. Μια σειρά φτιάχτηκε χωρίς χρονοτριβή κι η διανομή άρχισε χωρίς καμιά του χρόνου σπατάλη. Όσοι απέκτησαν το ψωμοτύρι, ή κάθισαν στο παρακείμενο παγκάκι και το γεύτηκαν ηρέμως ή έφυγαν βιαστικά. Προφανώς κάποιο παιδί, κάποιος ανήμπορος, κάποιο στομάχι αδειανό, κάπου αδημονεί. Μερικοί προσπαθούν στην ουρά να ξαναμπούν, ίσως τα καταφέρουν και δεύτερο κομμάτι να εισπράξουν. Διαπληκτισμοί ποτέ δεν απολείπουν. Τα σάντουιτς, όμως, τέλειωσαν. Ο νεαρός αποχωρεί. Της πείνας οι σκλάβοι εξαφανίζονται ησύχως. Η ηρεμία αποκαθίσταται στην πλατεία. Η διαπόμπευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μόλις ολοκληρώθηκε. Έτσι απλά, χωρίς κανείς ν’ ανησυχήσει, χωρίς ένα γιατί σε κάποια χείλη να φωλιάσει. Της πόλης ο ρυθμός αδιάφορος συνεχίζεται. Αύριο πάλι. Την ίδια ώρα, στον ίδιο χώρο θα λάβει χώρα ο βιασμός της αξιοπρέπειας. Αλήθεια, ποιος νοιάζεται για την κυρία αυτήν;

Φίλε, σκυφτός προχωράς. Η ματιά σου καρφωμένη είναι στων παπουτσιών σου τις μύτες. Αδιαφορείς για το διπλανό σου. Μα, σύντροφε, «αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;» Τι περιμένεις να συμβεί μες στων κομματικών γραφείων την απραξία; Θαρρείς πως ξαφνικά θα ζωντανέψουν οι σφιγμένες γροθιές που είχαν μείνει καιρό μες στα μπουκάλια της φορμόλης; Τι άλλο περιμένεις να συμβεί; Σήκωσε το κεφάλι κι ατένισε τη ζέουσα πραγματικότητα, μακριά απ’ τις αίθουσες συνεδριάσεων που ομόφωνα αποφασίζουν της ελπίδας την εκποίηση. Μας κλέβουν μέρα με την ημέρα την ανθρωπιά μας. Ο φοβικός ατομισμός μας τυλίγει σαν βρόχος θανατερός. Της πείνας οι ορδές επιτίθενται. Οι στρατιές των εξαθλιωμένων δεν θα ενταχθούν κάτω απ’ τις δικές μας τις σημαίες. Είναι υλικό εύπλαστο για τους εντολοδόχους της Ρώμης. Αν τώρα δεν σαλπίσουμε, με όση δύναμη τα πνευμόνια μας διαθέτουν, Ενότητα! Πότε άλλοτε; Κοίταξε, σύντροφε, τριγύρω σου κι ανάλυσε των γεγονότων τη σπουδαιότητα. Όσο ο καιρός περνάει, οι κυβερνώντες θα μηχανεύονται μύρια όσα τεχνάσματα, του κόσμου την προσοχή απ’ τα σοβαρά, τα κρίσιμα, ν’ αποσπούν. Σενάρια τρόμου σ’ εξέλιξη. Στρατιές «τρομοκρατών» απειλούν τη σταθερότητα και την ομαλότητα της χώρας. Τα χαλκεία, της αλήθειας οι παραχαράκτες, δουλεύουν ασταμάτητα. Σύμμαχοι πιστοί στο έργο αυτό, αστέρες της τηλεθέασης, ευπειθείς κονδυλοφόροι και πάνω απ’ όλα, ο μεγάλος χορηγός των κυβερνώντων, ο φόβος, ο φόβος που σταλάζει με φροντίδα περίσσια στις ψυχές των λαών.

Στη ζωή, σύντροφε, γίνονται ιεραρχήσεις των προβλημάτων. Σήμερα δεν είναι της στιγμής να συζητήσουμε ποιος ψήφισε το Μάαστριχ, αλλά πώς όρθιοι να σταθούμε, τη λαίλαπα του νέου ολοκληρωτισμού ν’ αναχαιτίσουμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!