Η τρέχουσα κρίση της πανδημίας αναδεικνύει μερικές κρίσιμες παραμέτρους, πρωτοφανείς για την ιστορία της ανθρωπότητας.
Η ΠΡΩΤΗ αφορά στην μαζική και αδιακρίτως απομόνωση-περιορισμό όλων, υγειών, φορέων και ασθενών σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε παλαιότερες πανδημικές κρίσεις, όπου αυτός ο οποίος απομονώνεται είναι μόνο ο «μολυσμένος», στο πλαίσιο της «κοινωνίας της πειθαρχίας», όπως εύστοχα εντοπίζει ο Μισέλ Φουκώ.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ παράμετρος αφορά στην ευκολία με την οποία μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας όχι μόνον υιοθετεί, αλλά και απαιτεί από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του κράτους, όλο και μεγαλύτερους περιορισμούς των ατομικών και συλλογικών της ελευθεριών. Είναι δε έτοιμη να καταγγείλει τους όποιους παραβάτες αλλά και να υπερασπιστεί τον περιορισμό αυτό με θρησκευτικό μένος, ως να πρόκειται για την εκ των ων ουκ άνευ ιερή εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για θρησκειοποίηση του γεγονότος του εγκλεισμού και της κοινωνικής απόστασης, με όλα τα συνοδά της χαρακτηριστικά, όπως η φετιχιστική λατρεία του ιερού της απομόνωσης-σωτηρίας, οι «ιερείς», τα δόγματα και τα εξαπτέρυγα της και λοιπά. Η καραντίνα είναι η νέα θρησκεία, πάνω και από το Σύνταγμα, πάνω ακόμη και από την επίσημη θρησκεία. Διότι, όπως η προτεστάντικη θρησκειοποίηση προϋποθέτει την τήρηση των απαγορεύσεων- κανόνων ώστε να εξασφαλίζεται η μετά θάνατον σωτηρία, έτσι κι εδώ. Η σωτηρία εξαρτάται από την απόλυτη συμμόρφωση με τα εκάστοτε κανονιστικά πλαίσια. Και ως γνωστόν, όταν η θρησκεία μπαίνει από την πόρτα, η εκκλησία (και του Δήμου) φεύγει απ’ το παράθυρο.
Η θρησκειοποίηση αυτή προσφέρει μια ανακουφιστική βεβαιότητα στον ψυχισμό, ξέρει που πατά και που βρίσκεται, με τον ίδιο τρόπο που κάνει επίσης η παρανοειδής αντίληψη της συνωμοσιολογίας-ένα σενάριο που έχει μια αρχή και ένα τέλος ενάντια στην αβάσταχτη απροσδιοριστία. Άλλο τόσο ανακούφιση προσφέρει και η επιβεβαίωση της καταστροφολογικής σκέψης που συνήθως ταλαιπωρεί τις αυτό-ηττόμενες προσωπικότητες, καθώς βλέπουν τώρα τα εσχατολογικά τους σενάρια, επιτέλους, να επιβεβαιώνονται. Και βέβαια, αυτή η «αναστολή της ζωής» μπορεί επίσης να λειτουργεί ευεργετικά-ανακουφιστικά στις περιπτώσεις ανθρώπων που υποφέρουν από αγχώδεις διαταραχές.
Σημαίνουν αυτά ότι το μέτρο του «Μένουμε σπίτι» είναι καταδικαστέο; Σημαίνουν αυτά προτροπή σε μια επαναστατική γυμναστική παραβίασης της απομόνωσης; Προφανώς όχι! Αλλά δεν θα σταματήσουμε και να σκεφτόμαστε.
Η ΤΡΙΤΗ παράμετρος έχει να κάνει ακριβώς με αυτό. Την έλλογη γνωστική μας επεξεργασία η οποία ελπίζω ότι δεν είναι και αυτή σε καραντίνα. Αναφέρομαι στην «άρνηση», μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας, να διακρίνει, να ασχοληθεί και να επεξεργαστεί τις συνέπειες μετά το πέρας της πανδημικής κρίσης. Συνέπειες, μάλιστα, τις οποίες εν πολλοίς, η ίδια θα κληθεί να πληρώσει. Γιατί το μάρμαρο της κρίσης θα το πληρώσει και πάλι ο κόσμος της εργασίας.
Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες απ’ αυτές:
– Καταστροφή εκατομμυρίων μικρών επιχειρήσεων και εκ νέου καπιταλιστική συσσώρευση του κεφαλαίου.
– Εκθετική αύξηση της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Ήδη στις ΗΠΑ, τις τρείς τελευταίες εβδομάδες, 16 εκατ. Αμερικανοί έχουν χάσει τη δουλειά τους, την ίδια στιγμή που ο δείκτης DOW σημειώνει την καλύτερη εβδομάδα του εδώ και 45 χρόνια.
– Ραγδαία άνοδος του δημόσιου χρέους και της αποικιοποίησης σε χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού.
– Γενίκευση της τηλεργασίας, αντικατάσταση των σχέσεων εξαρτημένης εργασίας με σχέσεις «έργου» και «περίπου εργασία».
– Αποδιάρθρωση της παγκοσμιοποίησης και ενίσχυση των εθνικών κρατών αλλά με ακροδεξιό πρόσημο.
– Άνοδος του ψηφιακού καπιταλισμού, εδραίωση του ψηφιακού αστυνομικού και θεραπευτικού κράτους και σοβαρές απειλές για την όποια αστική δημοκρατία.
– Αύξηση της εσωστρέφειας τόσο σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο και άρα αύξηση των πάσης φύσεως στερεοτύπων, προκαταλήψεων, διομαδικών και διατομικών συγκρούσεων κλπ.
– Σοβαρότατες γεωστρατηγικές αναταράξεις και ανακατατάξεις, εξ’ αιτίας της μείωσης της ζήτησης και της εξ’ αυτού κρίσης των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.
– Αύξηση της ά-σχετης ατομικής απομόνωσης μέσω των «ανέπαφων» επαφών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το επιστημονικό περιοδικό The Lancet σε μια μετα-ανάλυση 24 μελετών, οι ψυχολογικές επιπτώσεις του Lock down είναι ανάλογες μιας «δεύτερης κρυφής πανδημίας», καθώς τα άτομα που τίθενται σε καραντίνα είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν μια τεράστια γκάμα συμπτωμάτων στρες και αγχωδών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της κακής διάθεσης, της αϋπνίας, του στρες, του άγχους, του θυμού, της ευερεθιστότητας, της συναισθηματικής εξάντλησης, της κατάθλιψης αλλά και του μετατραυματικού στρες. Και, προφανώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι ψυχολογικές επιπτώσεις θα προκαλέσουν με την σειρά τους δραματικές συνέπειες και για την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των εργαζόμενων, σ’ ένα φαύλο καθοδικό σπιράλ.
Το μοτίβο της κοινωνικής αποστασιοποίησης θα τείνει ακόμη να παραμένει ως μετατραυματική συμπεριφορά, ακόμη και μετά την άρση των απαγορεύσεων, για να μην αναφερθώ καν στις ψυχολογικές συνέπειες για τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της υγειονομικής μάχης.
Τι μας δείχνουν όλα αυτά;
Ότι το δίλημμα «υγεία vs οικονομία» που τόσο εύκολα και εύλογα ενστερνίστηκε η κοινωνία μας είναι ένα ψευδοδίλημμα. Προφανώς, όπως λένε οι Γάλλοι, καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος. Προφανώς η υγεία είναι υπέρτερο αγαθό της οικονομίας. Και είναι πολύ εύκολο να παγιδευτεί κανείς σε ένα τέτοιο δίλημμα που θυμίζει πιο πολύ την ευχή της γιαγιάς μου: «την υγειά σου να ‘χει παιδάκι μου, κι όλα τ’ άλλα γίνονται». Αλλά το πρόβλημα είναι ότι η εργατική τάξη δεν ζει με ευχές, άσε που για να έχει την υγεία της είναι υποχρεωμένη –στο πλαίσιο του καπιταλισμού– να την ξοδεύει, όπως κάνει και με την εργατική της δύναμη. Με άλλα λόγια το αρχετυπικό δίλημμα «ασφάλεια vs ελευθερία» που μας έθεσαν και με περίσσια ευκολία σπεύσαμε να υιοθετήσουμε, εκχωρώντας μέρος της ελευθερίας μας για χάριν της ασφάλειας, είναι «μούφα». Γιατί, μιλώντας με όρους υπαρξιακών αναγκών, τόσο η ελευθερία, όσο και η ασφάλεια, είναι αδιαμφισβήτητα υπαρξιακά αιτήματα όλων των ανθρώπων.
Ως εκ τούτου, μια πραγματική αντι-συστημική στάση θα επεδίωκε την λύση του διλήμματος με τέτοιους όρους ώστε να μην παραβιάζεται ούτε η ασφάλεια, ούτε η ελευθερία. Ένας τέτοιος «δρόμος» θα ήταν πιθανόν η σημαντική αύξηση των κλινών ΜΕΘ και η μαζική εφαρμογή διαγνωστικών τεστ, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Ισλανδία-εκεί όπου, βέβαια, οι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση τραπεζίτες οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Στην αντίθετη περίπτωση, εκεί όπου οι πάσης φύσεως «τραπεζίτες» σουλατσάρουν ελεύθεροι, η σύγκρουση «ασφάλεια vs ελευθερία» παραμένει ανεπίλυτη και ο ανθρώπινος ψυχισμός αναζητεί διάφορα παρηγορητικά γιατροσόφια, μέχρι να του σκάσει στα (ατομικά ή συλλογικά του) μούτρα η «τραγωδία», που πάντοτε νομοτελειακά/αρχετυπικά «παράγεται» από τη σύγκρουση αυτή, όταν μένει ανεπίλυτη.
Μια μάνα που καταγγέλλει στην αστυνομία το γιό της γιατί παραβίασε τους περιοριστικούς όρους, ένα μουγκό παιδί που οι μπάτσοι σπάνε στο ξύλο επειδή κατέβαζε τα σκουπίδια από το σπίτι του και δεν συμμορφώθηκε στις εντολές τους να τους δείξει την απαιτούμενη «άδεια κυκλοφορίας», ένας σχιζοφρενής ασθενής που παραβίασε τους περιοριστικούς όρους γιατί καθόταν στο παγκάκι απέναντι από το σπίτι του και ένας τυχαίος πολίτης που έκανε σωματική άσκηση χωρίς την κατάλληλη ενδυμασία, ένας πολίτης που εμφανίζει, λόγω της απομόνωσης, συναισθηματική υπερφαγία, είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου της τραγωδίας που έρχεται.
Κι’ έτσι την επόμενη φορά, που χωρίς κανένα σκεπτικισμό, θα είμαστε έτοιμοι να εκχωρήσουμε μέρος της ελευθερίας μας στους μηχανισμούς του αστικού κράτους, «για το καλό μας», καλόν είναι να έχουμε υπόψιν μας ότι ο δρόμος για την υποταγή είναι συχνά στρωμένος με την ακλόνητη πεποίθηση πως δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από την νέτη-σκέτη επιβίωση.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος – Βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου