Περιποιητής Φυτών του Παύλου Μάτεσι στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος». Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου

Νομίζω, πως όταν βγαίνεις από μια παράσταση -ή διαβάζεις ένα βιβλίο ή παρακολουθείς μια ταινία ή ατενίζεις έναν πίνακα κ.λπ.- και ξεκινάς από το κλασικό, χιλιοειπωμένο, παρεξηγημένο, αλλά πέρα για πέρα αληθινό «Τι θέλει να πει ο ποιητής;» έχεις ήδη μπει σε μια αρνητική τροχιά. Γιατί από τη στιγμή που θα αρχίσεις να αναρωτιέσαι και να ψάχνεις πίσω από τις λέξεις και τα πεδία του ορατού τα καλά κρυμμένα νοήματα και τους γρίφους ή τις εγκεφαλικές τρικλοποδιές που σκοπίμως ή με αγαθές προθέσεις σου βάζει ο συγγραφέας-σκηνοθέτης-εικαστικός κ.λπ., μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον αν και εφόσον σε αφορά η δουλειά ενός ντετέκτιβ, συνήθως, όμως, πρόκειται για μια κουραστική και μάλλον μάταιη διαδικασία…
Το έργο του Παύλου Μάτεσι Περιποιητής φυτών ανεβαίνει για δεύτερη φορά στο Εθνικό Θέατρο (η παράσταση συνεχίζεται μέχρι και την 1η Δεκεμβρίου στη Νέα Σκηνή Νίκος Κούρκουλος). Η πρώτη παράσταση παρουσιάστηκε στη Νέα Σκηνή το 1989 σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και ο Παύλος Μάτεσις τιμήθηκε με το Έπαθλο «Κάρολος Κουν» για το καλύτερο ελληνικό έργο της χρονιάς. Αυτό είναι ένα γεγονός αμετάκλητο. Και φυσικά μπορώ να καταλάβω πώς σε μια συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία, ένα έργο μπορεί να φαντάζει ιδιαίτερα σημαντικό και πώς σε μία άλλη εποχή και με ένα άλλο ανέβασμα μπορεί να χάσει τη λάμψη του και να ωχριά μπροστά στο ένδοξο παρελθόν του.
Γιατί εν έτει 2013 ο Περιποιητής φυτών έχω την εντύπωση πως απευθύνεται σε ένα «φιλολογικό-θεωρητικό» κοινό, καλά ζυμωμένο και συμφιλιωμένο με την ιδέα της υπερβατικότητας και της δύναμης του υπαινιγμού και όχι σε ζωντανούς-απλούς θεατές που αντιλαμβάνονται το θέατρο ως μέσον που αγγίζει αν όχι τις πέντε σίγουρα τις τέσσερις αισθήσεις. Με άλλα λόγια ήταν μια παράσταση για το μυαλό και τη θεωρία και μόνο. Μια έξυπνη ιδέα που στην υλοποίησή της σε θεατρικό δρώμενο «μπάζει» στα σημεία. Και, ναι, φυσικά υπάρχει ζουμί: Μιλάμε για ένα έργο με δυνατές στιγμές μαγικού ρεαλισμού, ένα έργο με μπεκετικό χιούμορ και ήθος, ένα έργο που θίγει θεμελιώδη ζητήματα και παίζει με τα φιλοσοφικά άκρα ζωή-θάνατος, ένα έργο γραμμένο από ένα ισχυρό μυαλό-πένα. Αλλά και ένα έργο που προσπαθεί να κάνει την υπέρβαση χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα, χωρίς να μεταφέρει αυτούσιο το μήνυμα στον παραλήπτη…
Δύο άντρες, λοιπόν, παίρνουν την απόφαση ζωής να απομονωθούν σε μια ερημική παραλία και επί πέντε συναπτά έτη προετοιμάζουν μια θεατρική παράσταση, χωρίς κοινό. Κάθε μέρα είναι η επανάληψη της προηγούμενης και η μονοτονία μοιάζει να είναι η μόνη διέξοδος στο αδιέξοδο της ζωής που επέλεξαν. Η μόνη επαφή και των δύο με τον έξω κόσμο είναι ένας «μαθητής» τους, ένας «περιποιητής φυτών», που στην τελευταία επίσκεψή του θα ανασύρει στην επιφάνεια τη μεγαλειώδη αυταπάτη στην οποία έχουν εμπέσει η δύο θεατρίνοι.
Η σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου, εν προκειμένω, δεν βοήθησε το έργο να «περπατήσει», να αναπνεύσει σωστά. Η έντονη αίσθηση του επιτηδευμένου, του στιλιζαρισμένου αλλά και άνευρου τρόπου παρουσίασής του ίσως μάλιστα και να υποβάθμισε τις όποιες αρετές του. Αντίθετα, και οι τρεις ερμηνευτές, ο Γιώργος Συμεωνίδης, ο Δημήτρης Παπανικολάου και ο νεαρός Μιχάλης Κίμωνας επέδειξαν μια εξαιρετική αφοσίωση-ήθος στους ρόλους τους και το αναμφίβολο ταλέντο τους ήταν σε όλη τη διάρκεια «παρών».
Επίσης, το σαν χάρτης του χαμένου θησαυρού αφαιρετικό σκηνικό της Κλειούς Μπομπότη είχε τη δική του σημασία-σημειολογία, όπως και οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη. Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα για την παντελή έλλειψη μουσικού περιβλήματος, που κρίνω πως θα βοηθούσε σε σημεία τη δράση…

Το tip του θεατή:
Μιλάμε για μια δύσκολη -ατυχή στα σημεία- παράσταση, αλλά και μία σοβαρή δουλειά. Αν ανήκεις στους… συλλέκτες θεατρικών εμπειριών, ακόμη και με μία πικρή επίγευση στο τέλος, δεν θα απογοητευτείς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!