Ο Αλέξης Παπαχελάς μόνο κανένας «τυχαίος» δεν είναι. Άνθρωπος με στενές σχέσεις με την αμερικάνικη πολιτική και τα ανάλογα συμφέροντα, και με τους δημοσιογραφικούς του ρόλους και αποστολές να αποτελούν διαχρονικά ιδιότυπο κομμάτι της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Τα διαβήματά του έχουν λοιπόν ενδιαφέρον. Την περασμένη εβδομάδα, με άρθρο του στην Καθημερινή με τίτλο «Προσδοκίες και απογοητεύσεις», σχολιάζει την τωρινή φάση των ελληνοαμερικάνικων σχέσεων.
Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ, όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, εκφράζει πρώτα-πρώτα με τον πιο σταράτο και ακομπλεξάριστο τρόπο την ψυχούλα και τη στάση της ελληνικής ελίτ στο ζήτημα των ελληνοαμερικάνικων σχέσεων: «Κατά τη διαπραγμάτευση υπήρξαν, άλλωστε, ήδη απογοητεύσεις, όπως το γεγονός ότι ναι μεν συμπεριλήφθηκε η Αλεξανδρούπολη –που ενόχλησε πολύ την Άγκυρα–, όχι όμως και η Σκύρος. Αυτό έδειξε ίσως τα στενά περιθώρια που έχει η Αθήνα στην προσπάθεια να εξασφαλίσει ανταλλάγματα από την Ουάσιγκτον με την κυβέρνηση Μπάιντεν». Αφήνοντας εδώ κατά μέρος το μάλλον δίκαιο ερώτημα για το εάν η αμερικάνικη βάση της Αλεξανδρούπολης ενοχλεί όντως –και γιατί;– την Τουρκία, το ζήτημα είναι αλλού. Ο Παπαχελάς το γράφει για να το χωνέψουμε. Το πλαίσιο δε χωρά αμφισβητήσεις και η όποια συζήτηση ξεκινά από «εδώ και πέρα»: Οι αμερικάνικες βάσεις αποτελούν «ανταλλάγματα», «διεκδικήσεις», «νίκες» της ελληνικής πλευράς και το μόνο που μπορεί να μας προσφέρει η άρνηση των Αμερικάνων είναι απογοήτευση. Έτσι είναι άλλωστε οι «έρωτες» και όπως εύγλωττα μας θυμίζει ο συντάκτης –σε περίπτωση που κάποιοι της πάλαι ποτέ κυβερνώσας αριστεράς το έχουν ξεχάσει– οι ελληνοαμερικάνικες σχέσεις «έχουν περάσει μια μακρά περίοδο μέλιτος».
Το ίδιο κυνικός είναι στην αναφορά του στο θέμα του αγωγού EastMed και το «άδειασμα» από αμερικανικής πλευράς: «Φάνηκε αυτό με τον χειρισμό της υπόθεσης του EastMed. Επί της ουσίας κανείς δεν εξεπλάγη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο έγινε, το πόσο άγαρμπος ήταν, έδωσε το λάθος σήμα σε όλους τους εμπλεκομένους». Κανείς λοιπόν δεν εξεπλάγη από τη χρεωκοπία μιας επιλογής που ξεκίνησε το 2013, προχώρησε κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και μετατράπηκε σε εθνικό αφήγημα με την κυβέρνηση της Ν.Δ. Δε θα βρούμε καλύτερη διατύπωση για την ολοκληρωτική ανυπαρξία μιας εθνικής στρατηγικής που να μπορεί –όχι βέβαια να επιδιώκει ορισμένους βαθμούς ανεξαρτησίας, πράγμα εφικτό μα ανεπίτρεπτο– αλλά τουλάχιστον να μην είναι σε τέτοιο βαθμό έρμαιο αλλότριων σχεδιασμών και τόσο ευάλωτη σε «συμμαχικά αδειάσματα». Αυτή όμως είναι η ουσία των «εθνικών αφηγημάτων» του πολιτικού συστήματος, μαζί βέβαια με το απαραίτητο για το πόπολο «δούλεμα».
«Καθώς θα έλθει στη Βουλή για συζήτηση η νέα ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, θα χρειαστεί μια αποτελεσματική διαχείριση προσδοκιών». Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο ζήτημα. Είναι τέτοια τα «δύσκολα διλήμματα» και η «βαβούρα» που η «σχετική συναίνεση των τελευταίων ετών» θα δοκιμαστεί σημαντικά
ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ της τοποθέτησης Παπαχελά, ίσως το σημαντικότερο, είναι η εκτίμηση ότι χειρισμοί τέτοιου τύπου από πλευράς των Αμερικάνων οδηγούν άμεσα σε πολύ επικίνδυνες συνέπειες. Το καμπανάκι αυτό συνοδεύεται κι από μια υπόμνηση ότι η πολιτική Μπάιντεν, σε αντίθεση με τη διακυβέρνηση Τραμπ, επιστρέφει στη δυσχερή για τη χώρα μας πολιτική των ίσων αποστάσεων απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία και στο αμερικάνικο δόγμα «δε θα χάσουμε την Τουρκία». Ποιος θυμάται τους πανηγυρισμούς του Μητσοτάκη που δήλωνε ένα χρόνο πριν ότι «με τη νέα ηγεσία η σύμπλευση αυτή θα γίνει ακόμα αποτελεσματικότερη»; Ποιος θυμάται το συγχαρητήριο tweet του Τσίπρα όπου «η υποστήριξη του εκλεγμένου προέδρου στην προώθηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων θα είναι σημαντική για την ενδυνάμωση αυτών των σχέσεων αλλά και για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων στην περιοχή»; Όμως ο Παπαχελάς γίνεται τώρα εξαιρετικά σαφής: «Μήνυμα στον Ερντογάν ότι μπορεί να κλιμακώσει όσο και όποτε θέλει την ένταση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Όσο δεν θα έχει την αγωνία της αντίδρασης ενός «παλαβού προέδρου», αλλά τη βεβαιότητα ότι θα έχει απέναντί του προβλέψιμους και μαλακούς συνομιλητές, θα δοκιμάζει να ανεβάζει την πίεση έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Και όπως όλοι ξέρουμε από την Ιστορία και τη… θάλασσα, εδώ στα μέρη μας είναι πολύ συνηθισμένο να πηγαίνεις από την τέλεια μπουνάτσα στη θύελλα…».
Η αναφορά στον πρώην και τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ, από έναν δικό τους άνθρωπο, και μάλιστα με τέτοιο τόνο, είναι ενδεικτική των διαφορετικών σχεδιασμών και ανάλογων πτερύγων εντός της αμερικάνικης στρατηγικής, τόσο στο ζήτημα της Ουκρανίας, όσο και στο θέμα του EastMed, με όλες τις προεκτάσεις τους. Η «θύελλα» του Παπαχελά, δεν είναι τόσο μια γενική προειδοποίηση για όσα έρχονται, ακόμα κι αν ο εκφοβισμός είναι πάντα απαραίτητος ώστε να επιταχυνθούν τα σενάρια διαπραγματεύσεων/υποχωρήσεων. Ο συντάκτης είναι από την αρχή του άρθρου του καθαρός και ίσως αυτό να είναι και το ειδικό πολιτικό «δια ταύτα» της παρέμβασής του: «Καθώς θα έλθει στη Βουλή για συζήτηση η νέα ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, θα χρειαστεί μια αποτελεσματική διαχείριση προσδοκιών». Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο ζήτημα. Γιατί είναι τέτοια η έκταση των τουρκικών απαιτήσεων και επιθέσεων, τέτοια τα «δύσκολα διλήμματα» και η «βαβούρα» –βλ. Ουκρανία– που η «σχετική συναίνεση των τελευταίων ετών» θα δοκιμαστεί σημαντικά. Η απάντηση σε αυτό, δεν είναι προφανώς η υιοθέτηση μιας στάσης με γνώμονα κάποιο εθνικό συμφέρον –αυτό μοιάζει εξαφανισμένο– αλλά η αποτελεσματική διαχείριση των προσδοκιών. Μέχρι στιγμής πάντως, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, και με μοιρασμένους ρόλους, έχει σηκώσει το βάρος των ανύπαρκτων –γι’ αυτό– προσδοκιών απάντησης στην τουρκική επιθετικότητα.
ΜΕ ΛΙΓΑ λόγια, ο Παπαχελάς μοιάζει να λέει στους Αμερικάνους: «Αν σκοπεύετε να το τραβήξετε τόσο, οι πολώσεις θα οξυνθούν και τα πράγματα μπορεί να γίνουν μη διαχειρίσιμα. Φροντίστε λοιπόν να εξασφαλίσετε την ανάλογη πολιτική κατάσταση –δηλαδή ευρεία συναίνεση– εντός Ελλάδας. Βρείτε σχήματα και αποφασίστε το τι θα δώσετε σε άλλους τομείς ώστε το πράγμα εδώ να μην μπουρλοτιάσει εντελώς, με ό,τι σημαίνει αυτό για τα συμφέροντά σας στην ευρύτερη περιοχή». Το ίδιο μοιάζει να λέει και στην ελληνική ελίτ και το εγχώριο πολιτικό σύστημα: «Βρείτε άμεσα τρόπους να αντέξετε την πίεση που θα ενταθεί!».