Αν κάτι είναι πολύ γνωστό για τον Σαραμάγκου –εκτός από τις αιχμηρές δηλώσεις του, τη δηλωμένη αθεΐα του και τις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις– είναι ότι υπήρξε ουσιαστικά αυτοδίδακτος: αναγκάστηκε ν’ αφήσει το σχολείο από νωρίς και να μάθει μια τέχνη για να ζήσει. Η αγάπη του για τα βιβλία όμως επέζησε και, μετά από ένα ξεχασμένο ντεμπούτο στα εικοσιπέντε του κι ένα ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα κατά το οποίο δεν έγραφε, γιατί απλούστατα δεν είχε τι να πει, επέστρεψε στη συγγραφή, σχεδόν εξήντα χρόνων πια, κι έδωσε σπουδαία έργα, κερδίζοντας το Νόμπελ το 1998, χωρίς, στη συνέχεια, να επαναπαυτεί στις δάφνες του: αγωνιζόταν κι έγραφε μέχρι το τέλος.
Ίσως γιατί δεν ξέχασε ποτέ την ταπεινή καταγωγή του, παρά την κουβαλούσε σαν παράσημο, αναγνωρίζοντας ότι αυτή τον διαμόρφωσε: αυτός ο Σαραμάγκου υπήρξε όπως υπήρξε, ακριβώς γιατί ήταν φτωχός. Η οικογένειά του, ακτήμονες χωρικοί στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, είχαν μόνο εισόδημα τα γουρούνια που έτρεφαν. Τις κρύες νύχτες, ο παππούς κι η γιαγιά έπαιρναν τα πιο αδύναμα γουρουνάκια μαζί τους στο κρεβάτι για να μην τα σκοτώσει η παγωνιά. Κάποια άλλα βράδια, ο παππούς («ο πιο σοφός άνθρωπος που γνώρισα», είπε γι’ αυτόν ο συγγραφέας) έλεγε στον εγγονό του ιστορίες κάτω από μια συκιά –κι όταν κατάλαβε πως ο θάνατος ήταν κοντά, αποχαιρέτησε ένα-ένα τα δέντρα του αγκαλιάζοντάς τα. Αυτή η φτωχική και μεγαλειώδης ταυτόχρονα παιδική ηλικία (την κατέγραψε στο αυτοβιογραφικό Μικρές Αναμνήσεις) καθόρισε το βλέμμα του Σαραμάγκου, κι ο αφοσιωμένος αναγνώστης μπορεί ν’ αναγνωρίσει τα ίχνη της σχεδόν σε κάθε του βιβλίο. Κάπως έτσι μπόρεσε να βάλει την αγαθή σοφία του χωρικού δίπλα στις αναζητήσεις του διανοούμενου, όπως έγραψε γι’ αυτόν η κριτική.
«Θα ήθελα», είπε κάποτε, «να με βλέπετε σαν κάποιον που με τον καιρό εξελίχθηκε σε συγγραφέα, έναν συγγραφέα, με τη σειρά του, που με τη βοήθεια τόσο της γνώσης, όσο και της επιδεξιότητας που απέκτησε, κατέληξε να επιστρέψει στο χώμα τη χούφτα τα κουκούτσια που μάζεψε στη ζωή, με την ιδέα ότι η ανανέωση της σοδειάς μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ανανέωσης των διαφορετικών γενεών και των εμπειριών τους, όπως και της ζωντανής σύγκρουσης μεταξύ των έργων του χθες και των έργων του σήμερα. Από το ίδιο το δέντρο που έριξε τα φύλλα του φυτρώνουν οι καινούργιες φύτρες.»
Όλο το έργο του Σαραμάγκου μπορεί κανείς να το δει σαν εξερεύνηση μιας πιθανότητας κόντρα σ’ αυτό που (έχουμε μάθει να) θεωρούμε πραγματικό, αδιαμφισβήτητο. Έργο που βλέπει ταυτόχρονα παρελθόν και μέλλον, σκληρό και μάλλον απαισιόδοξο –μα αυτός ο κόσμος, αν αλλάξει, θ’ αλλάξει απ’ τους απαισιόδοξους, έλεγε–, αλλά βαθιά ανθρώπινο, με οργιαστική φαντασία και χιούμορ, με χειμαρρώδη λόγο, εντελώς χαρακτηριστική στίξη και το ερώτημα «Τι θα γινόταν αν…;» σε κεντρική, πάντα, θέση: Τι θα γινόταν αν ένας ετερώνυμος του Πεσσόα επιζούσε του δημιουργού του κι επέστρεφε στην Ευρώπη, όπου ήδη απλωνόταν ο ναζιφασισμός (Τη χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις); Τι θα γινόταν αν ένας ταπεινός επιμελητής πρόσθετε ένα δεν σ’ ένα βιβλίο ιστορίας, αλλάζοντας την αφήγηση ενός πασίγνωστου γεγονότος (Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας); Τι θα γινόταν αν η Ιβηρική Χερσόνησος κοβόταν απ ό την Ευρώπη και άρχιζε να ταξιδεύει στον Ατλαντικό (Η Πέτρινη Σχεδία); Και, σε μεταγενέστερα έργα, αλληγορίες που αφορούν την ανθρωπότητα συνολικά: Τι θα γινόταν αν μια μέρα ξεσπούσε μια επιδημία τύφλωσης (Περί τυφλότητος); Αν οι περισσότεροι κάτοικοι μιας πόλης ψήφιζαν λευκό στις εκλογές και, παρακάμπτοντας τους πολιτικούς, προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια αυτόνομη κοινωνία αλληλεγγύης (Περί φωτίσεως);
Οι δικοί του θρηνούν τον άνθρωπο Σαραμάγκου· τις χειρονομίες του που δεν θα ξαναδούν, τη φωνή που δεν θα ξανακούσουν, όλα τα μικρά και μεγάλα που συγκροτούν έναν άνθρωπο. Οι υπόλοιποι, οι αναγνώστες του, αποχαιρετάμε την εντελώς προσωπική μας αφήγηση του συγγραφέα όπως τον φανταστήκαμε· κρατάμε τις ιστορίες, αυτά τα τόσο γόνιμα «Τι θα γινόταν αν…;» και τους δίνουμε τη δική μας συνέχεια.