του Γρηγόρη Ρουμπάνη

Τέτοιες μέρες, δέκα χρόνια πιο πίσω, ήταν η «ώρα της Αριστεράς», όπως και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ καυχιόταν. Ήταν οι φλογερές μέρες εκείνου του καλοκαιριού, που η σκληρή διεθνής τραπεζοκρατία, μέσω της Τρόικας, στραγγάλιζε αργά και βασανιστικά την ελληνική οικονομία, προκειμένου να επιβάλει τους δικούς της κανόνες διακανονισμού του χρέους, το οποίο εξάλλου η ίδια αυτή συμμορία είχε χρηματοδοτήσει∙ και υποτίθεται επί χρόνια έλεγχε, παράλληλα με τη φροντίδα των ελληνικών κυβερνήσεων.

Ο κραταιός τότε ΣΥΡΙΖΑ έχοντας διαβεβαιώσει το εκλογικό σώμα, ότι είχε τη λύση, προχωρούσε με αποφασιστικότητα και τη συμπαράσταση τη συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και μεγάλων προσωπικοτήτων της εσωτερικής και διεθνούς σκηνής προς την τελική σύγκρουση. Είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας τον Ιανουάριο του 2015 κερδίζοντας 2.245.978 ψήφους (σε συνεργασία με τους δεξιούς πλην αντιμνημονιακούς ΑΝΕΛ, οι οποίοι προτιμήθηκαν από 293.683 εκλογείς). ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., τα οποία εισήγαγαν τα δυο μέχρι εκείνη την ώρα μνημόνια, είχαν ναυαγήσει σε ρηχά εκλογικά ποσοστά.

Η σύγκρουση ήρθε τον Ιούλιο με τη στήριξη της πρωτοφανούς πλειοψηφίας του 61,31% (ή των 3.558.864 εκλογέων) κατά το περίφημο δημοψήφισμα του «όχι». Αλλά όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στις Βρυξέλλες για να διαπραγματευτεί, αποδείχθηκε ότι ούτε σχέδιο είχε ούτε γερά χαρτιά στα χέρια του. Επιστρέφοντας λοιπόν έφερε στις αποσκευές του το τρίτο μνημόνιο (το καλύτερο είχε ισχυριστεί, διότι δεν θα επιβαρύνονταν άλλο οι κοινωνικές ομάδες που είχαν πληγεί από τα δυο προηγούμενα), το οποίο αποδείχτηκε και σκληρότερο. Έπληξε τους ίδιους ανελέητα.

Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου που ακολούθησαν διατήρησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πλην όμως δεν συγκράτησε την κοινωνική στήριξη. Έτσι, τέσσερα χρόνια αργότερα έχανε από τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον οποίο δεν θα κέρδιζε ποτέ έκτοτε. Απόρροια των αποτυχημένων αυτών μαχών ήταν η σταδιακή συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ και εν τέλει η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την προεδρία του κόμματος. Ορθώς έπραξε μετά από τέτοια αποτελέσματα. Υποτίθεται ότι η κίνηση αυτή θα βοηθούσε στην ανανέωση του κόμματος με την ανάδειξη νέας ηγεσίας. Απέτυχε όμως. Τόσο η νέα ηγεσία όσο και η ακόμα πιο νέα ηγεσία επιτάχυναν τις διαδικασίες διάλυσης. Ο λόγος είναι απλός: όπως η παλιά ηγεσία έτσι και οι νεότερες όχι μόνο δεν έχουν σχέδιο, δεν έχουν στόχους αλλά και δήλωσαν πίστη στις πολιτικές επιλογές του ηττημένου. Μνημόνιο και Πρέσπες έχουν βαρύ κόστος.

Τώρα οι πλατείες είναι άδειες. Η κοινωνία δεν συγκινείται ούτε από τις ευαισθησίες του Σωκράτη Φάμελλου ούτε από την πολυλογία της Όλγας Γεροβασίλη. Δεν δείχνει οίκτο ούτε καν για τον έκπτωτο (με διαβλητές βεβαίως διαδικασίες) πρώην πρόεδρο Στέφανο Κασσελάκη, διότι ούτε αυτός έχει κάτι να πει. Δεν είναι καθόλου περίεργο λοιπόν, που απογοήτευση σπέρνει και ο Αλέξης Τσίπρας, στην επάνοδο του οποίου επένδυαν ορισμένοι, ηγούμενος ενός νέου σχήματος, το οποίο, υποτίθεται, μικρή σχέση θα είχε με το ξεπερασμένο μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ. Επιδιώκει, λέει, να κερδίσει την πλειοψηφία του προοδευτικού μέρους του εκλογικού σώματος, το οποίο εξακολουθεί να χειμάζεται. Πώς όμως; Με τη διακήρυξη μιας «άλλης πολιτικής» κι ενός «άλλου πατριωτισμού», ο οποίος δεν είναι ακριβώς πατριωτισμός αλλά μια θολή συμπόνοια στα δοκιμαζόμενα από την ακρίβεια και την απληστία της ολιγαρχίας κοινωνικά στρώματα. Λογικό λοιπόν είναι που δημοσκοπικά τουλάχιστον δεν φαίνεται να το πετυχαίνει.

Ο Αλέξης Τσίπρας μετά τη διπλή ήττα του 2023 επέλεξε να παραμείνει στη σκιά της σιωπής. Δεν έχει σημασία ότι παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματός του. Σημασία έχει ότι επί δυο πυκνά σε γεγονότα χρόνια δεν βρήκε τίποτα να πει τιμώντας τους 930.013 εκλογείς που τον ψήφισαν τον Ιούνιο του 2023. Δεν ένοιωσε την ανάγκη, ως πρώην πρωθυπουργός, να υψώσει στη Βουλή τη φωνή απέναντι σε μια κυβέρνηση που βαρύνεται με τόσες ανομίες και τέτοια περιφρόνηση στους στοιχειώδεις κανόνες του κράτους δικαίου. Αντιθέτως, εκείνο που δείχνει είναι ότι εντάχθηκε στο σημερινό σύστημα εξουσίας. Χρηματοδοτείται το ινστιτούτο του από το κράτος (του Μητσοτάκη) και συναγελάζεται ο ίδιος με το σύστημα (Μητσοτάκη).

Με αυτά δεδομένα, η ώρα που δείχνει το ρολόι των πολιτικών εξελίξεων είναι της επιστροφής σε παλιά αλήστους μνήμης ποσοστά, εκείνα που είχε ο χώρος πριν τον αναλάβει ο Αλέξης Τσίπρας υποσχόμενος την ειρηνική επανάσταση της κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!