Πολλοί είναι οι πολίτες που στις δημοσκοπήσεις απαντούν ότι δεν ξέρουν τι να ψηφίσουν. Αυτό είναι κάτι, βέβαια, που ο καθένας από εμάς το διαπιστώνει εύκολα στις συζητήσεις που έχει στον κοινωνικό του περίγυρο. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ένα ποσοστό γύρω στο 12% των πολιτών δεν ξέρει τι θα ψηφίσει ενώ αν σε αυτό το νούμερο αθροιστεί και το «λευκό / άκυρο / αποχή / δεν ξέρω-δεν απαντώ» τότε το ποσοστό της λεγόμενης «γκρίζας ζώνης» φτάνει περίπου στο 15,5%. Στα παραπάνω θα πρέπει να παρθεί υπόψη και η μεγάλη συρρίκνωση του εκλογικού σώματος την τελευταία 20ετία –από 7.575.000 πολίτες που ψήφισαν στις βουλευτικές του 2004 σε 5.770.000 στις βουλευτικές του 2019– όπου περίπου 1,8 εκατ. πολίτες αποχώρησαν από την εκλογική διαδικασία και τα αίτια της διαρροής είναι η πολιτική απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας.
Τα παραπάνω δεδομένα αποτελούν μεγάλους πονοκεφάλους για τα εκλογικά επιτελεία των δύο μεγάλων συστημικών κομμάτων, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, αφού θα παίξουν σημαντικό ρόλο στα αποτελέσματα της κάλπης της 21ης Μαΐου. Τα σημαντικότερα εμπόδια που έχουν να υπερνικήσουν είναι: α) η απαξίωση του πολιτικού συστήματος από την ελληνική κοινωνία, κάτι το οποίο πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά το συστημικό έγκλημα στα Τέμπη. Το βαθύτατο πανελλαδικό ρήγμα που αποτυπώθηκε μετά την τραγωδία μεταξύ των σχέσεων ελληνικής κοινωνίας και πολιτικού συστήματος είναι ακόμα ένα μεγάλο ερωτηματικό για το πώς θα αποτυπωθεί στις κάλπες – ειδικοί εκτιμούν ότι στις κινητοποιήσεις πανελλαδικά πήραν μέρος πάνω από 2.500.000 πολίτες και ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να μην εμφανίζεται στα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και θα έχει εκλογικό αποτύπωμα. (Συνέντευξη του Γιάννη Μαυρή στην Βασιλική Σιούτη, 6/5/2023, lifo.gr). β) Οι πολίτες θα πάνε στην κάλπη με τη λογική του μικρότερου χειρότερου – ούτε καν με τη λογική του μικρότερου κακού. Θα πάνε με κρύα καρδία και ξέροντας ότι σε μια πολύ κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση για το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας, μετά τις κάλπες, τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο. γ) Οι προσπάθειες και οι διεργασίες για να προκύψει μια κυβέρνηση συνεργασίας και ειδικού σκοπού δημιουργούν μια αίσθηση στους πολίτες ότι τους κοροϊδεύουν. Ότι και να ψηφίσουν είναι στημένο το παιχνίδι για το πως θα εξελιχτεί. δ) Το σκηνικό ακραίας πόλωσης και τοξικότητας στην προεκλογική περίοδο δημιουργεί αίσθηση αηδίας στους πολίτες και ιδιαίτερα στους νέους. Κάτι που αναμένεται να ενταθεί αφού τα επίσημα πολιτικά κόμματα, και πολύ περισσότερο οι αρχηγοί τους και τα πρωτοκλασάτα στελέχη τους, νιώθουν ότι έχουν μπροστά τους μια εκλογική μάχη που παρομοιάζει ανάμεσα στο μποξ και τη ρουλέτα ενώ παράλληλα γνωρίζουν ότι θα τρίξει η καρέκλα τους αν η κάλπη φανεί τσιγκούνα απέναντι τους. ε) Η βουβαμάρα και της κοινωνίας είναι ενδεικτική του πολιτικού προεκλογικού κλίματος ενώ οι επικοινωνιακού τύπου εκστρατείες α λα ΗΠΑ των κομμάτων φαίνεται να μην προσφέρουν τίποτα άλλο παρά ατάκες.
Την ίδια στιγμή δεν φαίνεται ότι οι πολίτες έρχοναι πιο κοντά προς τα κόμματα, αφού τελευταίες μετρήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό των αναποφάσιστων και της γκρίζας ζώνης δύσκολα κάμπτεται ενόψει της κάλπης της 21ης Μάη.
Χωρίς εκπλήξεις το ντιμπέιτ
Ενώ υπήρξε ενδιαφέρον από τους πολίτες για το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών –η τηλεθέαση έφτασε σε υψηλά επίπεδα–, αυτό μόνο εκπλήξεις δεν είχε. Από τη μεριά των δημοσιογράφων αυτό αποδίδεται αποκλειστικά, στην ομολογουμένως στενά οριοθετημένη διαδικασία, όμως ούτε οι ίδιοι με τις ερωτήσεις τους δημιούργησαν την αίσθηση ότι υπό άλλες συνθήκες θα ωθούσαν τη συζήτηση σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Εξάλλου, η σχέση των ΜΜΕ με το πολιτικό σύστημα, αποτυπώθηκε τόσο στις ερωτήσεις όσο και στη σύνθεση των δημοσιογράφων. Σε όλες τις θεματικές οι ερωτήσεις που τέθηκαν κινήθηκαν εντός του πλαισίου που έχουν θέσει κυρίως Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική τους ατζέντα, με τις υποκλοπές να αποτελούν το μόνο θέμα τριβής. Στις υπόλοιπες θεματικές αποφεύχθηκαν ερωτήσεις που θα επιδέχονταν ουσιαστικές απαντήσεις με αποτέλεσμα όλη η διαδικασία να κινείται γύρω από το τι προτίθενται να κάνουν τα δύο κυβερνητικά κόμματα. Ο ρόλος των υπολοίπων ήταν συμπληρωματικός και πολλές από τις ερωτήσεις που τους τέθηκαν ήταν άνευ ουσίας – τετριμμένες βασισμένες σε υποθετικά σενάρια ή καθαρά προσωπικές.
Ο Κ. Μητσοτάκης διαρκώς προσπαθούσε να παλαντζάρει στο δίπολο «έγιναν λάθη αλλά υπήρξε μεγάλη πρόοδος» ενώ για τα κρίσιμα ζητήματα δεν πιέστηκε να δώσει καμία συγκεκριμένη απάντηση. Ούτε βέβαια ο Α. Τσίπρας πιέστηκε για συγκεκριμένες απαντήσεις πέρα από το που θα βρει τα λεφτά για όσα υπόσχεται. Ο ίδιος στάθηκε κυρίως στο ζήτημα των υποκλοπών με βάση το οποίο επιχείρησε να δημιουργήσει προβλήματα σε Ανδρουλάκη-Μητσοτάκη, τείνοντας χείρα φιλίας στον πρώτο και εγκαλώντας τον δεύτερο. Συνολικά, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκαν σε μια γραμμή παροχολογίας που λίγοι πείθονται ότι θα εφαρμοστούν. Ο τρίτος της παρέας, ο Ν. Ανδρουλάκης, μετά βίας ρωτήθηκε για τις πολιτικές του θέσεις με την πλειοψηφία των ερωτήσεων και των απαντήσεών του να αφορούν είτε τις υποκλοπές είτε τα σενάρια συγκυβέρνησης – θέτοντας έτσι το ΠΑΣΟΚ σε πλήρως συμπληρωματικό ρόλο. Στα τρία μικρότερα κόμματα, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, Ελ. Λύση, οι ερωτήσεις στράφηκαν σε επιμέρους θέματα όπως: το νόμισμα για το ΜέΡΑ25, οι ψηφοφόροι του Κασιδιάρη για τον Βελόπουλο και το πόσο εφικτά είναι όσα προτείνει το ΚΚΕ.
Αίσθηση προκάλεσε η απουσία των κρίσιμων ζητημάτων και προβλημάτων της χώρας από όλες τις θεματικές του ντιμπέιτ. Στα διεθνή θέματα, σχεδόν τίποτα δεν ειπώθηκε για τις «Πρέσπες του Αιγαίου» και τις εξελίξεις που προετοιμάζονται σε αυτόν τον τομέα, ούτε βέβαια υπήρχαν ερωτήσεις που να αφορούν την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο στην Ουκρανία, τη σχέση της με το ΝΑΤΟ ή την υπόθεση της Κύπρου. Στα οικονομικά ελάχιστα λέχθηκαν σε σχέση με το πώς η χώρα θα απεμπλακεί από το κόστος της πολεμικής οικονομίας και της ενεργειακής κρίσης, προβλήματα που δεν λύνονται απλά από την αύξηση των μισθών. Ούτε βέβαια στα του περιβάλλοντος υπήρξε νύξη για το πώς η χώρα θα προστατευθεί από τεράστιες φυσικές καταστροφές ενώ για τη νεολαία καθόλου δεν σχολιάστηκαν όσα τέθηκαν από τις κινητοποιήσεις της σχετικά με συστημικό έγκλημα στα Τέμπη.
Ιάσονας Κωστόπουλος
Χειροτερόμετρο…
Πολλοί πολίτες θα πάνε στην κάλπη να ψηφίσουν με οδηγό το χειροτερόμετρο. Με τη λογική να μετρήσουν ποιο από τα μεγάλα ή και τα μικρότερα κόμματα είναι το χειρότερο και να το αποφύγουν (ή και να το τιμωρήσουν) ψηφίζοντας κάποιο από τα υπόλοιπα. Δεν είναι απλά η λογική του μικρότερου κακού που ισχύει στη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή αλλά και ότι όλα τα κόμματα φαίνεται να μην τους απασχολούν τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας. Δεν έχουν κάτι να πουν, και πολύ περισσότερο να κάνουν, αφού στα σημαντικά θέματα υπάρχει συμφωνία ή αφωνία. Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κινούνται μέσα στις προδιαγραφές του «συναινετικού πλαισίου διακυβέρνησης» που ορίζουν οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. ενώ τα υπόλοιπα κόμματα δεν πολυμιλάνε για θέματα όπως οι «Πρέσπες του Αιγαίου», η δημοσιονομική προσαρμογή που θα απαιτηθεί το επόμενο διάστημα κ.ά. Έτσι οι πολίτες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση που να μην υπάρχει μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση για το μέλλον της χώρας και αναγκάζονται –ή και όχι– να διαλέξουν με κριτήριο το λιγότερο χειρότερο – όχι απλά το λιγότερο κακό.
Γιατί είναι σίγουρο ότι μετά τις εκλογές, πρώτες ή δεύτερες, η κυβέρνηση, οποιουδήποτε χρώματος και αποχρώσεων –και μάλλον συνεργασίας ή/και ειδικού σκοπού–, που θα προκύψει έχει να εξοφλήσει διάφορα γραμμάτια που ήδη έχουν κατατεθεί από τους «συμμάχους» και τη ντόπια ελίτ. Έτσι το χειροτερόμετρο σε κάθε περίπτωση, αν τώρα χτυπάει κόκκινο, μετά τις εκλογές θα φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη και από αυτή την άποψη η επιλογή «κανένας» θα γίνεται πιο βαθιά και ουσιαστική όσο πλησιάζουν οι κάλπες.
Ν.Τ.