Του Μάρκου Δεληγιάννη
Τούτες τις κρίσιμες ημέρες, ληστές οργώνουν τις γειτονιές μας, την όρασή μας για ν’ αρπάξουν. Ξαμόλησαν και τα πιστά σκυλιά τους, για να μας εκφοβίσουν, τη θέλησή μας να κάμψουν. Στις πλατείες τα μεγάφωνα αδιάκοπα ξερνάνε βρισιές στης δικαιοσύνης το πρόσωπο. Οι εκκωφαντικοί θόρυβοι ξεσκίζουν τα έκπληκτα αυτιά μας. Δήθεν, μας συμβουλεύουν, πως αν θέλουμε ακόμη με τη ζωή δεσμούς να διατηρούμε, θα πρέπει την κάθε ελπίδα άμεσα ν’ απεμπολήσουμε απ’ της σκέψης το προσκήνιο. Καιρός των ονείρων η κοροϊδία επί τέλους να τελειώνει. Κλείστε ερμητικά του σπιτιού την πόρτα. Τους συντρόφους τους παλιούς προσπεράστε βιαστικά, αδιάφορα. Στρίψτε στην πρώτη γωνία. Αλλάξτε δρόμο. Κρύψτε το πρόσωπο και τη σκέψη σας. Δεν χρειάζεται στο διπλανό σας τα κόκκινα φτερά της καρδιάς ν’ απλώσετε. Αλλά πάνω απ’ όλα, μην κοιτάτε πια της θάλασσας και του ουρανού τ’ απέραντα τα βάθη. Δεν χρειάζεται να δείτε πόσα βλαστάρια, πόσοι νέοι άνθρωποι χάνονται μες τη χλαλοή του αφρισμένου πελάγου.
Κάθε πρωί το δίκαιο που στις καρδιές μας ακόμη φωλιάζει, ντουφεκίζεται. Κάθε πρωί στο εκτελεστικό απόσπασμα, στήνονται της μάνας το νανούρισμα, της παιδικής φωνούλας η μελωδία, η γλύκα ενός αμόλευτου χαμόγελου. Όχι, κανείς δεν πρέπει πέρα μακριά ν’ αγναντεύει, εκεί που τόσες ζωές χάνονται. Γιατί, άραγε; Μα, ήθελαν κι αυτοί ψωμί κάτω από ασυννέφιαστο ουρανό να γεύονται, λαχταρούσανε ένα χαρούμενο αύριο στα παιδιά τους να χαρίσουνε, ήθελαν τον τόπο τους να διαφεντεύουν.
Τι έγκλημα φρικτό! Οι έμποροι του θανάτου αποφάνθηκαν. Είναι αυτοί που σκόρπισαν τη φρίκη, την κόλαση, την καταστροφή, στο Ιράκ, στη Συρία, στην Παλαιστίνη, στη Λιβύη, στο Πακιστάν. Ρήμαξαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, τους πέταξαν στ’ απύλωτα στόματα των υαινών. Κι όταν οι άμοιροι αυτοί έτρεξαν ξέφρενα, απ’ τη μανία του πολέμου να σωθούν και στις πλούσιες κοιλάδες της Ευρώπης κατανόηση να βρούνε, την ανείπωτη απανθρωπιά συνάντησαν απ’ τους δήθεν θεματοφύλακες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καμαρώστε, φίλοι μου, της Ευρώπης τον πολιτισμό. Τώρα κάστρα έκτισαν γύρω απ’ της γηραιάς ηπείρου τις ακτές, οι φτωχοί πρόσφυγες βαφτίστηκαν λαθρομετανάστες και τα πιστά σκυλιά τους, ουρλιάζουν, γαβγίζουν, τις σάρκες των καταπονημένων ναυαγών της ζωής ζητούν να ξεσκίσουν. Εδώ, στον πολύπαθο τόπο μας, είπαν πως τους μάζεψαν οι αριστεροί, ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί τους κουβάλησαν εδώ. Κι οι πόλεις μας απειλούνται να μετατραπούν σε βόμβες μικροβίων, έτοιμες να εκραγούν και την ακριβή μας υγεία στ’ αστέρια να τινάξουν. Οι φαιές ορδές ξεχύνονται στους δρόμους και ουρλιάζουν πως οι ξένοι θα νοθεύσουνε την ελληνικότητά μας. Σχέδιο κρυφό είναι αυτό, το μεγαλείο του ελληνισμού να κουρελιάσουνε οι δυστυχείς οι πρόσφυγες. Αλίμονο! τα προβλήματα, μας τυλίγουν. Μέγγενη σωστή. Των τοκογλύφων οι εκβιασμοί, οι απειλές, ο αέρας που λιγοστεύει, οδηγούν την κυβέρνηση σε δύσκολα μονοπάτια.
Σύμμαχοί τους, αν είναι δυνατόν, όλο το φάσμα το πολιτικό. Από κοντά τα αστέρια της πληροφόρησης, όχι μόνο δεν αγανακτούν, δεν εναντιώνονται στους ανάλγητους δανειστές, αλλά προτρέπουν την κυβέρνηση να ενδώσει. Αναρωτιούνται: γιατί ολιγωρεί και δεν κύπτει τον αυχένα μπροστά στης Ρώμης το μεγαλείο; Κραυγάζουν, επειδή η αριστερή κυβέρνηση επιμένει στην έντιμη διαπραγμάτευση. Προτιμούν, η χώρα υπόδουλη να μείνει, φτάνει ο ΣΥΡΙΖΑ να βαλτώσει. Ακόμα είναι και όλοι αυτοί, οι δυσκοίλιοι αριστεροί, που σκοπό τους έχουν βάλει, η κυβέρνηση αυτή, γρήγορα να εξαφανιστεί. Σε τι πλάνη έχουν στ’ αλήθεια περιπέσει. Αν, φίλοι μου, τούτο το εγχείρημα, αυτή η κυβέρνηση της Αριστεράς, αποτύχει, νομίζετε, ω αφελείς, ότι εσείς αλώβητοι θα μείνετε; Η πτώση θα είναι ηχηρότατη κι ο πόνος οδυνηρότατος. Οι φαιές λεγεώνες καραδοκούν. Όποιος όραση ακόμα διαθέτει, εύκολα τις διακρίνει. Σύντροφοι, καιρός πια την πραγματικότητα κατάφατσα να δούμε και με φωνή σταθερή στο λαό να πούμε πως είμαστε έτοιμοι την όρασή του να υπερασπιστούμε.