Η γνωμοδότηση του ΚΑΣ, δικαίωση για όσους οραματίζονται ένα διαφορετικό μέλλον των μνημείων
Της Όλγας Σακαλή*
Η αποκάλυψη του εντυπωσιακού μνημειακού συνόλου στο κέντρο της κοσμικής βυζαντινής Θεσσαλονίκης κατά τις ανασκαφικές εργασίες στο σταθμό Βενιζέλου για την κατασκευή του μετρό, σε άλλες συνθήκες και σε μια άλλη χώρα θα αποτελούσε ένα χαρμόσυνο αρχαιολογικό –και όχι μόνο– γεγονός παγκόσμιας σημασίας. Στην Ελλάδα της κρίσης πάλι, όχι. Το εξαιρετικά διατηρημένο «βυζαντινό σταυροδρόμι» της πόλης αποτελούσε για όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις «εμπόδιο στην ανάπτυξη» σύμφωνα με τη μνημονιακή πολιτική που υπηρετούσαν. Πόσο διαφορετική μεταχείριση του μνημείου από αυτό της Αμφίπολης, ή δύο μέτρα και δύο σταθμά για τα μνημεία, ανάλογα με τις πολιτικές εργολαβίες.
Αμέσως μετά την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου τα «στρατόπεδα» που συγκροτήθηκαν γύρω από την τύχη που αυτές θα έπρεπε να έχουν, ήταν τόσο διακριτά και δυναμικά που προσέλαβαν, όχι άδικα, έντονα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά:
Από τη μια οι ριζοσπαστικές συλλογικότητες της πόλης, η αρχαιολογική κοινότητα, ο επιστημονικός κόσμος από την Ελλάδα και το εξωτερικό και ο Δήμος. Που ανέλαβαν αμέσως δράση για τη διάσωση του μνημείου με πολύμορφες κινηματικές πρωτοβουλίες (πικετοφορίες, διαδικτυακή συλλογή υπογραφών, διεθνή συνέδρια και ημερίδες ανταλλαγής εμπειρίας και τεχνογνωσίας από άλλες χώρες), με αλλεπάλληλες δικαστικές προσφυγές του Δήμου κατά των Υπουργικών Αποφάσεων οι οποίες συμπορεύονταν σταθερά με την πολιτική της Αττικό Μετρό.
Από την άλλη η Αττικό Μετρό, οι εργολάβοι, οι αλλεπάλληλες άστοχες γνωμοδοτήσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) –με την αρχική μάλιστα (Ιανουάριος 2013) να προκρίνει την απόσπαση και τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο Παύλου Μελά(!)–, οι Υπουργικές Αποφάσεις που τις επικύρωναν και η λυσσαλέα αντίδραση της Εταιρείας σε κάθε τεκμηριωμένη πρόταση επιστημονικού και θεσμικού φορέα, οι κραυγές του τύπου «ή μετρό ή αρχαία» και οι απειλές για παύση των εργασιών της εξαιτίας της «συντεχνίας των αρχαιολόγων» ή της «εμμονής του Δήμου».
Στο μεταξύ οι εργασίες κατασκευής του μετρό σταμάτησαν, όχι φυσικά λόγω των αρχαιολογικών εργασιών αλλά εξαιτίας του αρχικού πρόχειρου σχεδιασμού του έργου, της παράβλεψης των προειδοποιήσεων από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων ως προς τις αρχαιολογικές ανασκαφές, καθώς και της επιλογής να δοθεί παράταση του έργου, δίνοντας τη δυνατότητα στον ανάδοχο να ζητήσει τη διάλυση της εργολαβίας και να προσφύγει στη διαιτησία, θέτοντας το δίλημμα «ή ανάθεση με νέους όρους ή επαναδημοπράτηση». Στο διάστημα αυτό, οι αρχαιότητες μένουν απροστάτευτες, μια χαίνουσα πληγή για την πόλη και την αρχαιολογική δεοντολογία.
Ιn situ ανάδειξη του μνημειακού συνόλου
Πριν από λίγους μήνες ο Δήμος Θεσσαλονίκης πρότεινε να διερευνηθεί η δυνατότητα της κατασκευής του σταθμού χωρίς την απόσπαση και απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και κατέθεσε νέα πρόταση στη βάση της οποίας γνωμοδότησε την προηγούμενη Τρίτη (15/9) το ΚΑΣ. Σύμφωνα με αυτήν, προβλέπεται η κατά χώραν (in situ) ανάδειξη του μνημειακού συνόλου, το οποίο θα αποτελεί το κομβικό σημείο ενός ανοιχτού μουσείου – πάρκου σε άμεση σύνδεση με τα όμορα βυζαντινά και οθωμανικά κτήρια (Παναγία Χαλκέων, Αλκαζάρ, Μπεζεστένι). Ένα δίκτυο δηλαδή αρχαιολογικών χώρων και μνημείων που θα δώσει πνοή στο πολύπαθο μετρόπληκτο ιστορικό κέντρο της πόλης. Παράλληλα, η συγκεκριμένη πρόταση ανάδειξης παρέχει τη δυνατότητα της συνύπαρξης αρχαιοτήτων και επιβατικού σταθμού, όταν και εφόσον αυτός αποφασιστεί να κατασκευαστεί.
Η αποδοχή κατά πλειοψηφία από το ΚΑΣ της πρότασης του Δήμου, σύμφωνα και με τη θετική εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, αποτελεί δικαίωση για τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, τα μέλη της ελληνικής και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, τους ενεργούς πολίτες και τον Δήμο Θεσσαλονίκης, όλους όσοι, τα τρία τελευταία χρόνια, επέμεναν πεισματικά στη διάσωση των αρχαιοτήτων και την ανάδειξή τους στο φυσικό και ιστορικό τους χώρο. Επέμεναν να οραματίζονται ένα διαφορετικό μέλλον για τα μνημεία και την κοινότητα που τα περιβάλλει στην κατεύθυνση της συνύπαρξής τους με τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και έξω από fast track πρακτικές που υπαγορεύει η αγοραία διαχείρισή τους.
Η τύχη των αρχαιοτήτων προφανώς δεν κρίθηκε οριστικά με την πρόσφατη γνωμοδότηση του ΚΑΣ. Αποτελεί όμως ελπιδοφόρα επανεκκίνηση στο δύσκολο αγώνα απέναντι σε σκοπιμότητες και συμφέροντα που θα επιχειρήσουν να την ακυρώσουν. Και απαιτεί την εγρήγορση όλων μας.
* Η Όλγα Σακαλή είναι Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων