Με αφορμή την παράσταση Νίτσε-Βάγκνερ, ένα έργο για το φασισμό

του Νίκου Καμτσή

 

Η σκηνή δεν είναι μόνο ένας χώρος απαντήσεων και ρηξικέλευθων προτάσεων. Η σκηνή είναι ένας κατ΄ εξοχήν χώρος ερωτήσεων και αποριών. Ένα βήμα για συζήτηση. Ένας χώρος που εγκαθίσταται το άγνωστο, το σκοτεινό, το ανεξιχνίαστο, το μυστήριο, το άφατο, που φέρνει ο θεατής στις αποσκευές του ερχόμενος στο θέατρο και το άγνωστο, που ομολογεί ο ηθοποιός με την παράσταση. Και αυτό το άγνωστο είναι εκείνο που αναζητά την απάντηση του, το άπλετο φως πάνω του, να ανακαλυφθεί η αλήθεια του και να αποκτήσει την έκφραση του μέσα από το διάλογο σκηνής-πλατείας.

Θεατής και ηθοποιός έχουν μία αγωνία. Και την εκφράζουν με αποφασιστικές κινήσεις. Ο ένας με την παράσταση (και το άλγος της μέχρι να ολοκληρωθεί) και ο άλλος με την αποφασιστική κίνηση του ερχομού του στο θέατρο. Αυτή η αγωνία, εναγώνια, ψάχνει να κατευνασθεί και να επουλωθεί, έστω και πρόσκαιρα.

Έτσι λοιπόν στο Νίτσε-Βάγκνερ, ένα έργο για το φασισμό αναρωτηθήκαμε: Μπορεί η ιδεολογία να γίνει θέατρο; Μπορεί το θέατρο να εκφράσει τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του κοινού; Νομιμοποιείται να τις ερμηνεύσει και να δώσει εξηγήσεις για τις ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις του;

Οργανώσαμε, λοιπόν, μια φανταστική συνάντηση πάνω στη σκηνή και μια θυελλώδη συζήτηση ανάμεσα στους δύο φίλους και μετέπειτα άσπονδους εχθρούς του 19ου αιώνα. Δεν βρεθήκαμε απλά στην εποχή τους-εποχή διαδοχικών επαναστάσεων σε όλα τα επίπεδα. Διακόψαμε την συζήτηση τους και την επιχειρηματολογία τους με σημερινά γεγονότα. Το υποκειμενικό των επιχειρημάτων τους το αντιπαραθέσαμε με το αναμφισβήτητο του σημερινού ιστορικού γεγονότος. Εκμεταλλευτήκαμε (ηθοποιοί και σκηνοθέτης) προς όφελός μας, το γεγονός του «εκ των προτέρων» της σκηνής και «εκ των υστέρων» της πλατείας. Εννοώ ότι ο φιλόσοφος Νίτσε και ο μουσουργός Βάγκνερ είναι ντυμένοι με την αθωότητα της άγνοιας, μιας και ζήσανε σχεδόν ένα αιώνα πριν το ναζισμό. Ο θεατής πάλι καθόλου. Ειδικά ο σημερινός και ειδικά ο Έλληνας. Δεν μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της άγνοιας και αθωότητας μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, μία κατοχή, μια εθνική αντίσταση, έναν εμφύλιο, πέντε δέκα δικτατορίες και (φτάνω σ΄ αυτό που θέλω να πω) το μόρφωμα της Χρυσής Αυγής που εγκαθίδρυσε στα μίζερα κοινοβουλευτικά μας πράγματα. Έτσι δεν είναι;

Ο φιλόσοφος Νίτσε άλλαξε τον κόσμο με την φιλοσοφία του. Αλλά ο υπεράνθρωπος του αποδείχθηκε ευάλωτος αφού τροφοδότησε όλο το Χιτλερικό όραμα περί Άριας φυλής και φυλετικής διαφοράς από άλλες ράτσες. Ο συνθέτης Βάγκνερ, αν και συναγελάστηκε τον Μπακούνιν, αν και επικαλείται την επανάσταση μέσα από τους γερμανικούς μύθους που αναβίωσε, αν και ισχυρίζεται ότι ο Ζίγκφριντ του είναι ένας καθαρόαιμος επαναστάτης που πολεμάει ενάντια στις παλιές αξίες, στην παλιά ηθική, στους απαρχαιωμένους θεσμούς, αν και υπερασπίζεται την ελευθερία και του τελευταίου απόκληρου, δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι με τα ρομαντικά και πληθωρικά μουσικά έργα του συνόδευσε τις φιέστες και τους φασιστικούς θριάμβους της Χιτλερικής Γερμανίας. Ο φασισμός εκμεταλλεύτηκε το έργο και τον δύο για να ντύσει με μια ιδεολογία τις κτηνωδίες του και να ανεβάσει το ηθικό των μαζών και να τον ακολουθήσουν τυφλά.

Το έργο τους φώτισε, ερήμην τους- το παραδέχομαι, την τύφλωση των λαών ώστε να ακολουθήσουν τον φασισμό στις εγκληματικές κατά της ανθρωπότητας τακτικές του. Και οι ερωτήσεις συνεχίζονται:

Ήταν μέσα στις προθέσεις των δυο δημιουργών αυτό; Πράγματι παραχαράχθηκε το έργο τους από επιτήδειους ινστρούχτορες που διαστρέβλωσαν τις προθέσεις και το βαθύτερο νόημα τους; Ή μήπως υπακούοντας σε ένα περίεργο γονίδιο της Γερμανικής φυλής λειτούργησαν, ερήμην τους επαναλαμβάνω, σαν προπάτορες του Ναζισμού;

Για να μην θεωρηθώ ότι σαν εγχώριος Πόντιος Πιλάτος «νίπτω τας χείρας μου» και κρύβομαι πίσω από ρητορικές και δικολαβίστικες ερωτήσεις, κάνω κατάχρηση μιας παραγράφου όλο και όλο για να πω αυτό που πιστεύω. Πώς η διδασκαλία του Νίτσε για μια κοινωνία χωρίς αδύναμους αποκόπηκε από το σύνολο του έργου του και έγινε από τον φασισμό: «καταστρέψτε τους αδύναμους». Υπό τους ήχους της μουσικής του Βάγκνερ, ο ναζισμός ανύψωσε σε ιδεολογική σημαία του την υπεροχή της άριας φυλής. Ο υπεράνθρωπος έγινε υπερεγώ, η υπερηφάνεια έγινε υπερτίμηση της δύναμης του, η υπέρβαση έγινε υπερεξουσία.

Βλέποντας την παράσταση από μια απόσταση ενός χρόνου, νομίζω πως δεν δώσαμε καμία απάντηση στα αρχικά ερωτήματα. Και μάλλον, σαν ο κύριος υπαίτιος, πρέπει να νιώθω καλά γι΄ αυτό. Γιατί, αν η σκηνή του ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ έδινε την απάντηση και έβαζε μια τελεία στο τέλος, δεν νομίζω ότι θα πετύχαινε τίποτα περισσότερο από μία αηδιαστική συνθηματολογία, μια θρασύτατη αυτάρκεια και μια απωθητική αλαζονεία.

Ο σκοπός είναι ο θεατής να δώσει μια απάντηση με αφορμή τα ερωτήματα που θέτει η σκηνή. Μια απάντηση για τον εαυτό του και ας μην είναι οριστική. Μια απάντηση με την στάση, τα πιστεύω και τις πράξεις του. Συνειδητές και συνειδητοποιημένες, υπεύθυνες πράξεις. Άλλωστε και ο Άμλετ αναρωτιέται «να ζει κανείς ή να μην ζει» αλλά απάντηση δεν δίνει. Αφήνει τον θεατή να το αποφασίσει. Και από το 17ο αιώνα που «έζησε» ο φιλοσοφημένος πρίγκιπας της Δανιμαρκίας, μέχρι σήμερα δεν βλέπω να έχει δοθεί καμιά βαρυσήμαντη απάντηση στο ερώτημα. Ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει (έτσι όπως ζει) και να αναρωτιέται.

Πολύ φοβάμαι ότι και στην περίπτωση του Νίτσε-Βάγκνερ, ένα έργο για το φασισμό ο θεατής δεν θα μας τιμήσει με την απάντηση του όσες φορές και αν τον ρωτήσαμε πέρσι (με τις παραστάσεις) και όσες και αν τον ρωτήσουμε.

 

* Ο Νίκος Καμτσής είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!