Δεν αξιοποιούνται χρήματα της Ε.Ε. για τη στήριξη των εργαζομένων.
Η ελληνική κυβέρνηση, με μεγάλη καθυστέρηση και χωρίς να έχει εκμεταλλευτεί από το 2006 μέχρι σήμερα τη δυνατότητα στήριξης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση (EGF) απολυμένων σε επιχειρήσεις που έκλεισαν στην Ελλάδα, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης, προσέφυγε τελικά στις 10/5/2011 στο παραπάνω ταμείο για την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τους 642 πρώην εργαζόμενους της αλυσίδας καταστημάτων Aldi.
Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του 2006 και την τροποποίηση του 2009, το EGF χρηματοδοτεί εργαζόμενους που έχασαν τις δουλειές τους, λόγω της παγκοσμιοποίησης, καθώς και ενεργητικά προγράμματα επανακατάρτισής τους και επανόδου τους στην αγορά εργασίας, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως νέοι επιχειρηματίες. Ωστόσο, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών ανήκει στην ευθύνη του εκάστοτε κράτους-μέλους που καταθέτει το ανάλογο αίτημα στο συγκεκριμένο ταμείο.
Με βάση τα συμφωνηθέντα, το EGF συμμετέχει στη χρηματοδότηση των προγραμμάτων αυτών σε ποσοστό 65% του συνολικού ποσού, ενώ το υπόλοιπο 35% καλύπτεται από το κράτος που υποβάλλει το αίτημα – στην περίπτωση της Aldi την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση, προφανώς συνυπολογίζοντας την αναλογία αυτή, στο αίτημά της προς το EGF, ζήτησε ένα συνολικό ποσό 4.490.000 ευρώ από το οποίο το EGF θα καταβάλει τα 2.918.500 ευρώ (65%) και το ελληνικό κράτος τα υπόλοιπα 1.571.500 (35%).
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πάρα πολύ χαμηλό ποσό, το χαμηλότερο που έχει ζητηθεί από κράτος-μέλος της Ε.Ε. όπως επιβεβαιώνει η Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή στην εισήγησή της προς την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σημειώνει ότι «το κόστος ανά εργαζόμενο της Aldi που καλείται να αναλάβει το EGF είναι μικρό σε σχέση με άλλα τέτοια αιτήματα». Στην εισήγηση αυτή επισυνάπτεται και πίνακας που κατηγοριοποιεί τους εργαζόμενους, ορίζοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να ενταχθεί και να εξειδικευτεί η παρέμβαση του ελληνικού κράτους επί του ζητήματος, μέσω προσωποποιημένων υπηρεσιών προς τους συμμετέχοντες. Δηλαδή, προκειμένου να δοθεί το ποσό στους εργαζόμενους, χρειάζεται να τεθούν από την ελληνική κυβέρνηση σε εφαρμογή συγκεκριμένα προγράμματα που να ανταποκρίνονται στην κατηγοριοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάτι τέτοιο, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει.
Είναι φανερό, πως για να ωφεληθεί το σύνολο των πρώην εργαζομένων της γερμανικής πολυεθνικής στην επιδότηση του EGF, απαιτείται ένας σοβαρός και λεπτομερής σχεδιασμός από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης με στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές από θεσμικό φορέα που θα αναλάβει την παροχή ολοκληρωμένης κατάρτισης και επανακατάρτισης των εργαζομένων, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν τα ατομικά τους προσόντα και δεξιότητες, ώστε να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερες εργασιακές προοπτικές.
Χρειάζεται να αναφερθεί, επίσης, ότι αν το σχέδιο εγκριθεί από την Επιτροπή Προϋπολογισμού (BUDG) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 7 Νοεμβρίου, αναμένεται μέσα στον Δεκέμβριο να ψηφιστεί τελικά από την Ολομέλεια, προκειμένου να ξεκινήσει στη συνέχεια η εκταμίευσή του.
Εντύπωση προκαλεί και η καθυστέρηση με την οποία προσέφυγε η ελληνική κυβέρνηση στο EGF, αφού οι εργαζόμενοι απολύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2010 και το ελληνικό κράτος έστειλε το αίτημα μετά από ένα εξάμηνο.
Το θέμα ανέδειξαν με ερώτηση στη Βουλή οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Ευαγγελία Αμανατίδου και Τάσος Κουράκης, με την οποία ρωτούν τους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας πώς σχεδιάζει η κυβέρνηση να οργανώσει και να εξειδικεύσει ενεργητικά προγράμματα και πολιτικές, ώστε να βοηθηθούν στην πράξη οι απολυμένοι της Aldi και τι μορφή θα έχουν αυτά, καθώς και για ποιους λόγους η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε καθυστερημένα τόσο χαμηλό ποσό από το EGF, συγκριτικά με αιτήματα των υπολοίπων κρατών-μελών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του 2006 και την τροποποίηση του 2009, το EGF χρηματοδοτεί εργαζόμενους που έχασαν τις δουλειές τους, λόγω της παγκοσμιοποίησης, καθώς και ενεργητικά προγράμματα επανακατάρτισής τους και επανόδου τους στην αγορά εργασίας, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως νέοι επιχειρηματίες. Ωστόσο, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών ανήκει στην ευθύνη του εκάστοτε κράτους-μέλους που καταθέτει το ανάλογο αίτημα στο συγκεκριμένο ταμείο.
Με βάση τα συμφωνηθέντα, το EGF συμμετέχει στη χρηματοδότηση των προγραμμάτων αυτών σε ποσοστό 65% του συνολικού ποσού, ενώ το υπόλοιπο 35% καλύπτεται από το κράτος που υποβάλλει το αίτημα – στην περίπτωση της Aldi την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση, προφανώς συνυπολογίζοντας την αναλογία αυτή, στο αίτημά της προς το EGF, ζήτησε ένα συνολικό ποσό 4.490.000 ευρώ από το οποίο το EGF θα καταβάλει τα 2.918.500 ευρώ (65%) και το ελληνικό κράτος τα υπόλοιπα 1.571.500 (35%).
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πάρα πολύ χαμηλό ποσό, το χαμηλότερο που έχει ζητηθεί από κράτος-μέλος της Ε.Ε. όπως επιβεβαιώνει η Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή στην εισήγησή της προς την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σημειώνει ότι «το κόστος ανά εργαζόμενο της Aldi που καλείται να αναλάβει το EGF είναι μικρό σε σχέση με άλλα τέτοια αιτήματα». Στην εισήγηση αυτή επισυνάπτεται και πίνακας που κατηγοριοποιεί τους εργαζόμενους, ορίζοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να ενταχθεί και να εξειδικευτεί η παρέμβαση του ελληνικού κράτους επί του ζητήματος, μέσω προσωποποιημένων υπηρεσιών προς τους συμμετέχοντες. Δηλαδή, προκειμένου να δοθεί το ποσό στους εργαζόμενους, χρειάζεται να τεθούν από την ελληνική κυβέρνηση σε εφαρμογή συγκεκριμένα προγράμματα που να ανταποκρίνονται στην κατηγοριοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάτι τέτοιο, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει.
Είναι φανερό, πως για να ωφεληθεί το σύνολο των πρώην εργαζομένων της γερμανικής πολυεθνικής στην επιδότηση του EGF, απαιτείται ένας σοβαρός και λεπτομερής σχεδιασμός από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης με στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές από θεσμικό φορέα που θα αναλάβει την παροχή ολοκληρωμένης κατάρτισης και επανακατάρτισης των εργαζομένων, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν τα ατομικά τους προσόντα και δεξιότητες, ώστε να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερες εργασιακές προοπτικές.
Χρειάζεται να αναφερθεί, επίσης, ότι αν το σχέδιο εγκριθεί από την Επιτροπή Προϋπολογισμού (BUDG) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 7 Νοεμβρίου, αναμένεται μέσα στον Δεκέμβριο να ψηφιστεί τελικά από την Ολομέλεια, προκειμένου να ξεκινήσει στη συνέχεια η εκταμίευσή του.
Εντύπωση προκαλεί και η καθυστέρηση με την οποία προσέφυγε η ελληνική κυβέρνηση στο EGF, αφού οι εργαζόμενοι απολύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2010 και το ελληνικό κράτος έστειλε το αίτημα μετά από ένα εξάμηνο.
Το θέμα ανέδειξαν με ερώτηση στη Βουλή οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Ευαγγελία Αμανατίδου και Τάσος Κουράκης, με την οποία ρωτούν τους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας πώς σχεδιάζει η κυβέρνηση να οργανώσει και να εξειδικεύσει ενεργητικά προγράμματα και πολιτικές, ώστε να βοηθηθούν στην πράξη οι απολυμένοι της Aldi και τι μορφή θα έχουν αυτά, καθώς και για ποιους λόγους η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε καθυστερημένα τόσο χαμηλό ποσό από το EGF, συγκριτικά με αιτήματα των υπολοίπων κρατών-μελών της Ε.Ε.
Λευτέρης Αρβανίτης
Σχόλια