154 βουλευτές αποφάσισαν τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής αποκλειστικά και μόνο για τον πρώην υπουργό Μεταφορών, κ. Κώστα Καραμανλή, για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος στο έγκλημα των Τεμπών. Η ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία απέρριψε κάθε άλλη πρόταση για πολιτικά πρόσωπα, πρώην υπουργούς, και τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η συζήτηση που έγινε λίγη, και αυτή μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της μικροπολιτικής. Η κυβέρνηση, ήδη από την προανακριτική για τον Τριαντόπουλο, είχε προδιαγράψει την τακτική της για όλα τα εμπλεκόμενα κυβερνητικά στελέχη: fast track διαδικασίες, με το πρόσχημα να φτάσουν οι υποθέσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται στον φυσικό δικαστή, τείχος προστασίας γύρω από τον πρωθυπουργό και τους στενούς του συνεργάτες (παρά την εμφανή εμπλοκή τους), επίθεση στους συγγενείς των θυμάτων περί τυμβωρυχίας και πολιτικής εκμετάλλευσης.

Προανακριτική-φερετζές

Αυτή η βουλή, με τις δεδομένες διαδικασίες ελέγχου και τη δεδομένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μπορεί να εγγυηθεί μόνο στημένες προανακριτικές, εκτόνωσης της κοινοβουλευτικής πίεσης, με προδιαγεγραμμένα πορίσματα που στόχο έχουν να πέσουν στα μαλακά οι εμπλεκόμενοι. Το ζήσαμε τόσες και τόσες φορές: για το Μάτι, για τις υποκλοπές, για τη Νοβάρτις, αλλά και παλιότερα για τα Μνημόνια, τη Λίστα Λαγκάρντ, τα σκάνδαλα της Ζίμενς, του Βατοπεδίου, του Κοσκωτά και τόσες άλλες υποθέσεις – στις οποίες οι πολιτικοί έμειναν στο απυρόβλητο παρά τις εξόφθαλμες (και ποινικές) ευθύνες τους (μοναδική ίσως εξαίρεση αυτή των εξοπλιστικών, που οδήγησε στη φυλακή τον Άκη Τσοχατζόπουλο). Το πολιτικό σύστημα μοιάζει πολλαπλά οχυρωμένο, ενώ τα κόμματα (παρά τις υποσχέσεις για κάθαρση) πάντα καλύπτουν τους προκατόχους, αποδεικνύοντας στην πράξη τη συνέχεια του κράτους.

Έτσι έγινε και τώρα. Ο εγκλωβισμός της συζήτησης για τις ευθύνες των πολιτικών στα στενά κοινοβουλευτικά πλαίσια, ήταν βασική επιδίωξη της κυβέρνησης. Οι κυβερνώντες αρνήθηκαν εξαρχής κάθε συζήτηση για ακύρωση του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών, και οι αντιπολιτευόμενοι (συστημικοί και αντισυστημικοί) δεν έκαναν τίποτα για να φέρουν το αίτημα αυτό στη βουλή – παρόλο που ήταν απαίτηση της ίδιας της κοινωνίας (με τις πάνω από 1,5 εκατ. υπογραφές που συγκέντρωσε το αντίστοιχο ψήφισμα των συγγενών). Έτσι το αίτημα για παραπομπή των πολιτικών προσώπων έπρεπε να χωρέσει σε κάποια από τις λειψές κομματικές προτάσεις για την προανακριτική, ή στην πρόταση των νομικών συμβούλων της κας Καρυστιανού πίσω από την οποία συνασπίστηκαν και τα μικρά κόμματα – γνωρίζοντας ότι ο δοσμένος κοινοβουλευτικός συσχετισμός άφηνε χώρο μόνο για μια μάχη οπισθοφυλακής, κι αυτή υπονομευμένη διπλά μετά την απόφαση των κομμάτων της αριστεράς να απόσχουν από τη διαδικασία για να μη ταυτιστούν με τη Ζωή ή τον Βελόπουλο.

«Υψηλοί τόνοι» και απόσταση από την κοινωνία

Και ενώ αυτή είναι η πραγματικότητα, στα ρεπορτάζ των πολιτικών συντακτών και στα δελτία Τύπου των κομμάτων επιβάλλονται –ως πλαστή πραγματικότητα– οι υψηλοί τόνοι. Τσακωμός για μια «στημένη» διαδικασία, που μόνο στόχο έχει τη δημιουργία εντυπώσεων, χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκτυπο, με την απόσταση αυτού του κοινοβουλίου και πολιτικού συστήματος από την κοινωνία να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.

Πώς θα μπορούσαν να είναι αλλιώς τα πράγματα άλλωστε, αφού από τη μία πλευρά έχουμε, εντός βουλής, μια αμετακίνητη (κατά τα ως τώρα φαινόμενα) κυβερνητική πλειοψηφία; Η οποία στην κοινωνία δεν εκπροσωπεί ούτε καν το 1/4 όσων απαντούν στις δημοσκοπήσεις, και οριακά το 10-15% των ελλήνων πολιτών; Πώς θα μπορούσαν να είναι αλλιώς τα πράγματα, όταν η βουλή αποφαίνεται πως για τα Τέμπη πρέπει να ελεγχθούν μονάχα οι Τριαντόπουλος και Καραμανλής (με την ίδια να υπεραμύνεται της αθωότητας τους); Και μάλιστα για πλημμέλημα, όταν στην κοινωνία οι 3 στους 4 πολίτες κάνουν λόγο για κυβερνητική συγκάλυψη, ενώ σε πρόσφατη έρευνα της Alco για τον ALPHA τουλάχιστον ένα 55% των πολιτών δηλώνει πως πρέπει να αναζητηθούν τυχόν ευθύνες του πρωθυπουργού.

Εσχάτη προδοσία

Στην ομιλία του ο πρωθυπουργός επέμεινε αρκετά στην κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» που του προσάπτει η πρόταση της κας Καρυστιανού. Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θύμα (αντιστρέφοντας αλαζονικά τους ρόλους), επιτέθηκε τόσο στους συγγενείς και στους νομικούς τους, όσο και στα κόμματα που στήριξαν την πρόταση αυτή, κάνοντας λόγο για «αθλιότητα». Στην πράξη ο ίδιος αποποιείται κάθε ευθύνης, λες και το δυστύχημα έγινε εν κενώ. Λες και δεν ήταν ο ίδιος που θα εγκαινίαζε την επομένη μια μακέτα τηλεδιοίκησης. Λες και δεν ήταν ο ίδιος που μιλούσε για ψεκασμένους αναφερόμενος σε όσους κάνουν λόγο για συγκάλυψη. Λες και δεν ήταν ο ίδιος που έδινε (δια του Γεραπετρίτη) εντολές για μπάζωμα και ξεμπάζωμα. Λες και δεν είναι ο ίδιος που στα χρόνια της διακυβέρνησης του η ασφάλεια των υποδομών χτυπάει κόκκινο. Λες και δεν είναι ο ίδιος που σαν μαφιόζος κλείνει νέα ντηλ με τη συνένοχη ιταλική εταιρεία σιδηροδρόμων, υποσχόμενος εκσυγχρονισμό του δικτύου!

Γι’ αυτά, και για τόσα ακόμη θέματα (από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και το πάρτι του Ταμείου Ανάκαμψης μέχρι τα εθνικά ζητήματα, και από την παράδοση της ελληνικής επικράτειας στο ΝΑΤΟ μέχρι τις υποκλοπές και την κατ’ εξακολούθηση θεσμική εκτροπή), η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας έχει απόλυτη βάση. Και θα συνεχίσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επανέρχεται από την κοινωνία, όχι μόνο προς τον κ. Μητσοτάκη αλλά προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος.


Να γίνουμε ασπίδα στους συγγενείς των θυμάτων

Απειλές κατά της ζωής της ίδιας και συγγενικών της προσώπων, κατήγγειλε ότι δέχθηκε η πρόεδρος του συλλόγου «Τέμπη 2023» κα Μαρία Καρυστιανού, σε πρόσφατη συνέντευξή της στη δημοσιογράφο Ράνια Τζήμα. Η υπόθεση βρίσκεται ήδη στα χέρια της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, ενώ σύμφωνα με την ίδια οι απειλές συνδέονται ευθέως (χρονικά και σε περιεχόμενο) με την κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας που απηύθυνε προς τον πρωθυπουργό.

Δεν είναι πρώτη φορά που άνθρωποι εμπλεκόμενοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην υπόθεση αυτή δέχονται παρακρατικού τύπου πιέσεις, ανοιχτές απειλές και προειδοποιήσεις. Μπορούμε εύκολα να ανατρέξουμε στην υπόθεση εκφοβισμού συγγενικού προσώπου του κ. Κοκοτσάκη λίγους μήνες πριν, τις διαδικτυακές επιθέσεις από έμμισθα τρολ του Μαξίμου προς την κα Καρυστιανού και όχι μόνο, τις «νουθεσίες» του ίδιου του πρωθυπουργού προς τους συγγενείς, τους νομικούς και τεχνικούς τους συμβούλους, την απομάκρυνση από την υπόθεση δικαστικών λειτουργών που έμοιαζαν να μην είναι ελεγχόμενοι. Ο στόχος κοινός: να σωπάσουν, να μη συνεχίσουν να σκαλίζουν την υπόθεση, να «δείξουν εμπιστοσύνη στο έργο της δικαιοσύνης».

Είναι βέβαιο πως οι πιέσεις αυτές θα συνεχιστούν. Πιθανά να οξυνθούν μάλιστα, όσο η υπόθεση θα πλησιάζει στην εκδίκασή της, και οι βρωμιές των εμπλεκόμενων (για όσα προηγήθηκαν αλλά και όσα ακολούθησαν το έγκλημα) αρχίσουν, θέλοντας και μη, να αποκαλύπτονται και να εξετάζονται από τις δικαστικές αρχές.

Και στη συγκεκριμένη υπόθεση η κυβέρνηση, δια του εκπροσώπου Τύπου κ. Μαρινάκη, αλλά και δια του αρμόδιου υπουργού κ. Χρυσοχοΐδη, νίπτει τας χείρας. Αντί να ζητήσουν άμεση διερεύνηση των καταγγελλόμενων, αφήνουν υπονοούμενα για τις προθέσεις της κας Καρυστιανού, στέλνοντας μήνυμα πως οι όποιες πιέσεις έχουν επί της ουσίας την κάλυψη του Μαξίμου.

Είναι χρέος της ίδιας της κοινωνίας να γίνει ασπίδα απέναντι σε αυτές τις πιέσεις. Να υπερασπιστεί όσες και όσους τεκμηρίωσαν το διπλό έγκλημα των Τεμπών, όσες και όσους στοιχειοθέτησαν τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες για το ρήμαγμα του σιδηροδρόμου, όσες και όσους φώτισαν πλευρές του σχεδίου κυβερνητικής συγκάλυψης, όσες και όσους έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη απέναντι σε αυτό το τέρας.


Μόνη διέξοδος: Ενεργή κοινωνία!

Οι ανακριτικές και δικαστικές αρχές είχαν πολλές ευκαιρίες να ρίξουν φως στην υπόθεση των Τεμπών. Το ίδιο και το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί, το κοινοβούλιο. Δεν είναι μόνο πως εκ του αποτελέσματος κρίνονται ανεπαρκείς, καθώς με τις πράξεις και την απραξία τους επέτρεψαν να στεριώσει το σχέδιο συγκάλυψης του εγκλήματος στα Τέμπη, που από την πρώτη στιγμή έβαλε σε εφαρμογή το Μαξίμου. Είναι πως όλοι μαζί, παρά τις όποιες αντιθέσεις, από κοινού με το Μαξίμου συγκροτούν ένα αδιαίρετο σύστημα ατιμωρησίας και ακαταδίωκτου, με πολλαπλές παραφυάδες, που επιβάλλεται ως καθεστώς επί της κοινωνίας.

Χωρίς την επιμονή των συγγενών των θυμάτων, χωρίς τη μαζική κινητοποίηση της κοινωνίας, αυτό το καθεστώς θα είχε ήδη πετύχει τους στόχους του. Αν υπάρχει κάτι που επιτρέπει –μέσα στο σκοτάδι της συγκάλυψης, της κοροϊδίας, της αλαζονείας της εξουσίας, της κανονικοποίησης του θανάτου– να παραμένει ζωντανή κάποια ελπίδα για φως και οξυγόνο, αυτή είναι μόνο η ενεργοποίηση της κοινωνίας. Η ενεργή κοινωνία, όχι σαν μοχλός πίεσης ξοφλημένων πολιτικών ηγεσιών, όχι σαν υποστηρικτής της μιας ή της άλλης αδιέξοδης ψευδοεναλλακτικής, αλλά ως η μόνη ουσιαστικά αντιπολίτευση στη χώρα.

Η ωρίμανση και η συγκρότηση αυτής της κοινωνικής δυναμικής (που δεν υπάρχει δια παντός, αλλά προς ώρας δείχνει σημάδια ανθεκτικότητας), μαζί με την απαίτηση για εκδημοκρατισμό και δικαιοσύνη σε όλες τις πτυχές της πολιτείας και της κοινωνικής ζωής, είναι απαραίτητος όρος για να αποκατασταθεί μια κάποια ισορροπία και αίσθηση δικαίου στη χώρα μας. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να στραφούν όλες οι προσπάθειες όσων αγωνιούν για τη δικαίωση στην υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!