από τον Δημήτρη Ουλή
Θέλοντας και μη, σου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι εδώ και τρεις τουλάχιστον εβδομάδες, όλος ο κόσμος βρίσκεται στο κρεβάτι – είτε με γρίπη, είτε με γαστρεντερίτιδα. Της ταπεινότητάς μου συμπεριλαμβανομένης. Αρχές Φλεβάρη, ύστερα από την παρακολούθηση μιας εξαιρετικής παράστασης του Lohengrin στο Μέγαρο Μουσικής, επιστρέφω στο σπίτι τρεκλίζοντας. Λίγο πριν πέσω για ύπνο, αισθάνομαι να ριγώ από τον πυρετό. Το επόμενο πρωί, η αδιαθεσία μου «γυρνάει» σε καταρροή και παροξυσμικό βήχα – να πονάνε τα μηνίγγια σου από την αναταραχή, να νομίζεις ότι πεθαίνεις από ασφυξία μετά των αλλοφύλων. Και λίγες μέρες αργότερα, να παίρνει από σένα τη σκυτάλη η οικογένεια. Αφόρητοι πονοκέφαλοι, ιγμορίτιδα και ατονία η γυναίκα. Υψηλός πυρετός και βρογχίτιδα η μικρή.
Οι γιατροί πάλι, τα τζάντζαλα και τα μάντζαλα. «Ίωση», ισχυρίζεται ο ένας. «Γρίπη», αποφαίνεται ο άλλος. Μα γιατρέ μου, κάναμε οικογενειακώς το αντιγριπικό εμβόλιο. «Ναι μεν. Ομως το εμβόλιο αυτό δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο» απαντά. «Εξάλλου, το εμβόλιο που κάνατε αφορούσε σε συγκεκριμένα στελέχη της γρίπης. Τούτη εδώ η γρίπη είναι διαφορετική, έχει εμφανίσει άλλα στελέχη». Είτε με τα Α, είτε με τα Β στελέχη, τα σώματά μας πάντως εξακολουθούν να παραπέμπουν σε βιοχημικά εργαστήρια, λόγω φαρμάκων. Και φως στο τούνελ δεν βλέπω από πουθενά. Οπου σταθώ κι όπου βρεθώ, ακούω να ανακυκλώνονται οι ίδιες πάντοτε αφηγήσεις. Δυσίατες γρίπες, ιώσεις που υποτροπιάζουν με τρόπο αιφνίδιο και βασανιστικό, ολόκληρες εβδομάδες αργόσυρτες και καταθλιπτικές από τη μονοτονία της κλεισούρας, τον κακό ύπνο, τους εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς ανάρρωσης. Πολλοί είναι εκείνοι που βιάζονται να ενοχοποιήσουν τον καιρό. «Είχαμε βαρύ χειμώνα φέτος». Λες και ενέσκυψε στην Ελλάδα κάποιο κύμα πολικού ψύχους, και δεν το πήραμε είδηση. Λες και δεν έχουμε να θυμηθούμε παλαιότερους χειμώνες, πολύ βαρύτερους από τον φετεινό. Λες και δεν φυλάξαμε σκοπιά «γερμανικό» επί δύο μήνες στο Μαυροδέντρι με –8ο C, χωρίς να μας βρει ούτε ένα σινάχι. Τόσες εβδομάδες συνεχόμενα άρρωστος, τόσο παρεμφερή συμπτώματα σε μία τεράστια μερίδα του αθηναϊκού πληθυσμού – δεν μπορεί, κάτι ύποπτο συμβαίνει. Το πράγμα μυρίζει από χιλιόμετρα.
Δεν γνωρίζω αν μας ψεκάζουν, όπως διατείνονται οι Λιακοπούλειοι κύκλοι. Σας εξομολογούμαι ωστόσο με το χέρι στην καρδιά, ότι όσο περνούν οι μέρες, αισθάνομαι ολοένα και περισσότερο σαν τον Γκάνταλφ, που προσπαθεί απεγνωσμένα να περάσει με τη συντροφιά του Δαχτυλιδιού το βουνό Καράντρας και δεν το μπορεί, διότι ο Σάρουμαν έχει δηλητηριάσει τον αέρα με την αποτρόπαια φωνή του. Αισθάνομαι ότι κάποια κακιά ξόρκια αντηχούν μέσα στον μολυσμένο αέρα της πόλης που ανασαίνουμε, ότι κάποιος βυσσοδομεί με φρικτές μαγγανείες πάνω στη ζωτικότητα και την ευεξία μας.
Εξ ου και ελπίζω η ανανεωτική πνοή της Άνοιξης να λύσει τα μάγια και να διαλύσει μεμιάς όλες αυτές τις αναπνευστικές τοξίνες – αρχής γενομένης από την Καθαρά Δευτέρα. Καλή Σαρακοστή να έχουμε, σύντροφοι.