«Όταν φύγω απ’ όλα τα σπίτια και τους ανθρώπους που αγάπησα, θα ήθελα να με θυμούνται σαν Τάσο, σαν άνθρωπο. Σαν έναν άνθρωπο που ασχολήθηκε με πολλά πράγματα που όλα αφορούσαν τον πολιτισμό μας και τη συνέχειά του. Γιατί είμαι φανατικά Έλληνας. Με την έννοια του τόπου και της γλώσσας, όχι της φυλής. Είναι μεγάλο το προνόμιο να μεγαλώσεις σε αυτόν το τόπο». Του Αντώνη Σκλαβενίτη.

Τα ξημερώματα της 4ης Απρίλη έφυγε από τη ζωή ο Τάσος Ζωγράφος. Ένας άνθρωπος με χιλιάδες ώρες δουλειάς στο ελληνικό θέατρο, τον ελληνικό κινηματογράφο και την ελληνική τηλεόραση. Και με μια ιστορία λιγότερη γνωστή που αφορά την πολιτική του δράση στην Κατοχή, στα Δεκεμβριανά και σε όλη τη ματοβαμμένη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη χούντα.

Γεννημένος στη Λιβαδειά το 1926, πρώτος με τέσσερις αδελφούς να τον ακολουθούν, γόνος του Λυσίμαχου και της Άννας. Μεγαλωμένος -όπως και η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού τότε- σε δύσκολες συνθήκες, σταμάτησε στην Α’ γυμνασίου για να μην ενταχθεί στη μεταξική νεολαία που έμπαινε κάθε μαθητής της Β’ γυμνασίου.
Τον Φλεβάρη του ’40 μετακομίζουν στο Παγκράτι και ο Τάσος ξαναρχίζει το σχολείο, καθώς ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα στην Αθήνα όσον αφορά την ένταξη στην ΕΟΝ. Παράλληλα αρχίζει να εργάζεται σε διάφορες δουλειές όπως σερβιτόρος ή μικροπωλητής.
Το 1942 αρχίζει η πρώτη του επαφή με την Αντίσταση, ενώ η ίδρυση της ΕΠΟΝ, το 1943, τον βρίσκει να αξιοποιεί τα ταλέντα του -που είχαν φανεί ήδη στο σχολείο- σχεδιάζοντας στους τοίχους της Καισαριανής το «παρά πέντε». Ένα ρολόι, δηλαδή, που έδειχνε δώδεκα παρά πέντε, εννοώντας πως η ώρα της λευτεριάς πλησιάζει. Από τις πρώτες ένοπλες επιχειρήσεις που έλαβε μέρος ήταν η αρπαγή των πυρομαχικών από τους ιταλικούς στρατώνες στο Γουδί, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του ’43, ενώ λίγους μήνες αργότερα είχε ενεργό ρόλο στην απελευθέρωση των κομμουνιστών φυματικών κρατουμένων από το Σωτηρία.
«Γινόσουν μέλος της ΕΠΟΝ με κατήχηση, ο ένας με τον άλλον, μέσα από τα πατριωτικά, γιατί τότε δεν έπιαναν τα πολιτικά, τα ιδεολογικά. Λειτουργούσε καταρχήν ο πατριωτισμός. Πράγμα το οποίο στήριξε εν πολλοίς την Εθνική Αντίσταση. Η Εθνική Αντίσταση, ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο…
Δεν ήταν τυχαίο που προτάσσαμε αυτή τη λέξη. Ξέρω πολύ καλά πως όταν οι αντάρτες έμπαιναν στα χωριά, ο Άρης ειδικά το είχε καθιερώσει, πήγαινε η σημαία μπροστά κι αμέσως ο παπάς έκανε δοξολογία. Γιατί με αυτό τον τρόπο πλησίαζε στις ανάγκες, τις συνήθειες και τις καταβολές του κοσμάκη. Και το σημαντικότερο όλων ήταν πως ο καθένας μας τότες, πολλές φορές εντελώς αυθόρμητα, λειτουργούσε μεν ατομικά αλλά ένιωθε ως μέρος ενός μεγάλου συνόλου. Πολύ σωστά ο Έλληνας ένιωθε πως δεν ήταν ξεκομμένος από το σύνολο και τον αγώνα.»
Την άνοιξη του ’44, μετά από μια προσπάθεια διαδήλωσης στις γειτονιές του Γκύζη, προδίδεται και συλλαμβάνεται μαζί με τον πατέρα του. Ακολουθούν μήνες φυλάκισης, ξύλου και βασανιστηρίων, προτού τελικά αποφυλακιστεί το Δεκέμβρη του ’44. «Αυτό δεν ήταν ανάκριση, ήταν εκδίκηση. Γιατί μέσα εκεί υπήρχαν συμπολεμιστές του Ψαρρού που διέλυσε ο ΕΛΑΣ και έπνεαν μένεα κατά των αριστερών. Ήταν όλοι τους συνειδητοποιημένοι ασφαλίτες μπάτσοι, που σίγουρα δούλευαν υπό την εποπτεία της ειδικής ασφάλειας που συνέχιζε το έργο του Μανιαδάκη.»
Στην απελευθέρωση συμμετέχει στην περιφρούρηση των νοσοκομείων και άλλων κρατικών κτιρίων, για να μη λεηλατηθούν από Έλληνες αλλά και να μην σαμποταριστούν από τους Γερμανούς που υποχωρούσαν από την Αθήνα. «Η γραμμή για μας ήταν πως δεν έπρεπε να κλαπεί τίποτα, γιατί όλα ανήκαν στο λαό. Και η λέξη λαός τότε είχε μεγάλη σημασία».
Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά όπου ο Τάσος συμμετέχει στη μάχη των Φυλακών Αβέρωφ, όπου οι Εγγλέζοι πήγαν να διασώσουν τους δοσίλογους. «Ήμασταν γύρω-γύρω οι διμοιρίες, αρχίσαμε να πυροβολούμε αλλά δεν γίνεται με λιανοντούφεκα να ρίξεις φυλακή. Ένας συναγωνιστής, ο Στεφανής, εξειδικευμένος μπουρλοτιέρης, αφού δούλευε μιναδόρος στα ανθρακωρυχεία της Καλογρέζας, έτρεξε κάτω από τα πυρά της προκάλυψης, έβαλε το υλικό και το τίναξε μαζί με τη μάντρα. Κι έτσι μπουκάραμε στη φυλακή ενώ πανικόβλητοι οι άλλοι το έσκαγαν από την πίσω πόρτα. Τους έπαιρναν τα εγγλέζικα τανκς που τους προστάτευαν με τα κανόνια τους.»
Κατά την απόπειρα κατάληψης της Σχολής Ευελπίδων τραυματίζεται στο αριστερό χέρι από θραύσματα όλμων που είχαν στήσει οι Άγγλοι στο Λυκαβηττό. Ένα τραύμα του αφήνει κουσούρι στην υπόλοιπη ζωή του. Μεταφέρθηκε σε αναρρωτήριο του ΕΛΑΣ στο Γκύζη, όπου και τον βρήκε η Πρωτοχρονιά. Λίγο μετά ήρθε η εντολή εκκένωσης της Αθήνας.
Ξεκινάει ένα μεγάλο οδοιπορικό προς τη Βόρεια Ελλάδα. «Είμαστε γεμάτοι από την πεποίθηση ότι ο αγώνας δεν τέλειωσε και ότι θα κατέβαινε ο Άρης να τους γαμήσει. Εμείς το πιστεύαμε. Άλλοι δεν το πίστευαν. Γιατί εγώ ακόμα είχα τις απαντοχές μου στον Άρη. Το ΚΚΕ καλά-καλά δεν ήξερα τι είναι. Μέσες-άκρες από το νονό μου άκουγα για το δίκιο του εργάτη, για το σοσιαλισμό και την ισότητα, αλλά τα ήξερα όπως ο Χριστιανός το κήρυγμα του παπά.»
Επιστρέφει στην Αθήνα την άνοιξη του ‘45, τελειώνει το σχολείο και έρχεται σε μια πρώτη επαγγελματική επαφή με το χώρο του θεάτρου. Τον ίδιο καιρό, παραμένει οργανωμένος στην ΕΠΟΝ και συλλαμβάνεται για μια ακόμη φορά τον Φλεβάρη του ’48 για έρανο του παράνομου, πλέον, ΚΚΕ.
Μόλις αποφυλακίστηκε, έκανε τη στρατιωτική του θητεία στο Τάγμα Ανεπιθυμήτων στη Μακρόνησο, όπως χιλιάδες άλλοι αριστεροί νέοι. Εκεί θα κάνει τα πρώτα του σκηνικά στις παραστάσεις που ανέβαζαν οι στρατιώτες-κρατούμενοι και θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον Νίκο Κούνδουρο και τον Θανάση Βέγγο. Με βάση τα βιώματα της Μακρονήσου θα εμπνευστεί και θα ασχοληθεί με το αγαπημένο του θέμα ζωγραφικής, τις γοργόνες. Θέμα που τον στοιχειώνει στα πιο πολλά από τα έργα που θα φτιάξει απ’ όταν ασχολείται με τη ζωγραφική στα τέλη του ‘70.
Η γνωριμία με τον Νίκο Κούνδουρο στο Μακρονήσι θα αποτελέσει και την αφορμή για την κινηματογραφική σκηνογραφική καριέρα του που ξεκινάει με την ταινία-σταθμό του ελληνικού κινηματογράφου  . Για τον ίδιο, πάντως, η ταινία που τον σφράγισε ήταν η Συνοικία το όνειρο σε σκηνοθεσία Αλέκου Αλεξανδράκη, μια ταινία που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Μόσχας και απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Η συνέχεια λίγο-πολύ γνωστή, είχε τη σκηνογραφική επιμέλεια σε πάνω από 200 ταινίες και 150 θεατρικές παραστάσεις, ενώ από τις απαρχές της τηλεόρασης δραστηριοποιήθηκε και στην ανάπτυξη αυτού του Μέσου. Πολυβραβευμένος και διεθνώς καταξιωμένος, δεν σταμάτησε να συμμετέχει στους αγώνες που διεκδικούσαν τα ιδανικά της γενιάς του. Με πολύ μεράκι έφτιαξε τα πανό για την πορεία ειρήνης του ’67, μια πορεία που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Σε όλη τη ζωή του ο Τάσος Ζωγράφος παρέμεινε συνεπής και κοντά στις προοδευτικές ιδέες που τον διακατείχαν, από τον καιρό που ήταν μέλος της ΕΠΟΝ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!