Δεν λένε ακριβώς ψέματα οι εκπρόσωποι της Ν.Δ. όταν δηλώνουν ότι δεν περίμεναν τόσο μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, κι ότι τους ξάφνιασε κι αυτούς το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικό, δηλαδή λογικό και εξηγήσιμο, άσχετα αν δεν ήταν ορατό από πριν και κανείς δεν το είχε προβλέψει στις διαστάσεις που αυτό ήρθε. Άρα δεν επιτρέπεται να κλείνουμε τα μάτια, να μην πιστεύουμε ότι αυτό έχει συντελεστεί, και κυρίως να μην ψάχνουμε να ερμηνεύσουμε γιατί έγινε. Τώρα βέβαια όλοι ρίχνονται στη μάχη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης. Ακόμα κι αν στις 25 Ιουνίου διορθωθεί κάπως η «υπερβολή» του εκλογικού αποτελέσματος, είτε με πιθανή μείωση της διαφοράς ανάμεσα σε Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, είτε με είσοδο μικρότερων κομμάτων που δεν τα κατάφεραν στις πρώτες εκλογές, η ουσία του νέου συσχετισμού, του νέου πολιτικού σκηνικού που έχει διαμορφωθεί δεν θα διαταραχθεί. Η Ν.Δ. θα έχει μια πολιτική ηγεμονία για ένα διάστημα, ο κεντροαριστερός χώρος θα κονταροχτυπιέται, ο ΣΥΡΙΖΑ θα περάσει μια κρίση, οι όροι για μια άλλη πορεία, ξεμπλοκαρίσματος της κοινωνίας και της χώρας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολοι.
Μπροστά σε μια πολιτική συντηρητικοποίηση, και η ερμηνεία της
Παρόλο που φαινόταν αρκετά πιθανή η εκδήλωση μιας ψήφου τιμωρίας προς τα συστημικά κόμματα, αυτή υπήρξε ανεπαίσθητη πολιτικά – όχι όμως ανύπαρκτη, εάν μετρηθεί το εύρος των ψήφων προς μικρά κόμματα, του άκυρου και της αποχής. Στο επίπεδο των τριών συστημικών κομμάτων, τιμωρήθηκε ένα και βαριά (ο ΣΥΡΙΖΑ), και ενισχύθηκαν πολύ η Ν.Δ. (εντυπωσιακά, λόγω της διαφοράς με τον ΣΥΡΙΖΑ) και σχετικά το ΠΑΣΟΚ.
Για να ερμηνευθεί η νέα κατάσταση που έχει προκύψει και αποτυπωθεί στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, οφείλουμε να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ των βαθύτερων κοινωνικο-ιδεολογικών διεργασιών που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, και των πολιτικών διακυβευμάτων των τελευταίων μηνών και της προεκλογικής περιόδου – τα οποία έπαιξαν ρόλο στην τελική διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Προχωρώντας σε αυτήν την πίστα ανάλυσης, όσον αφορά τις βαθύτερες πολιτικοκοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες θα μπορούσαμε να σταθούμε στα ακόλουθα:
- Κλείνει με πολύ πιο εμφατικό τρόπο ο αντιμνημονιακός κύκλος αγώνων και αντιπαραθέσεων και όλων όσων είχε παράξει σε επίπεδο πολιτικών μορφωμάτων, ιδεολογίας, κίνησης κ.λπ. Η ίδια η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας έχει εισέλθει σε μια άλλη τροχιά, γεγονός που δεν συνειδητοποιείται όσο και όπως θα έπρεπε, ιδιαίτερα από όσους εντάχθηκαν και αγωνίστηκαν σε μια αντιμνημονιακή τροχιά.
- Η ήττα αυτού του κύκλου οδήγησε σε μια νέα πολιτική κατάσταση, που ναι μεν είχε καταγραφεί αρκετά φανερά και το 2019 με την αυτοδυναμία της Ν.Δ., αλλά δεν είχε διαφανεί το βάθος των διεργασιών που ακολούθησαν και η οξύτητα που πήραν ορισμένα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα στη συνέχεια. Εννοώ την πανδημία και τη διαχείρισή της, τη λειτουργία του φόβου και της αβεβαιότητας (ιδιαίτερα μέσα από τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και αποστασιοποίησης), στη συνέχεια τον πόλεμο στην Ουκρανία, την τουρκική απειλή και τη γεωπολιτική αστάθεια. Όλα αυτά επέδρασαν σημαντικά στην εμφάνιση μιας πολιτικής συντηρητικοποίησης που εκφράστηκε εκλογικά στις κάλπες της 21ης Μαΐου.
- Όμως οφείλουμε να κάνουμε μνεία σε κάτι το οποίο «καταπίνει» όλη η αντιπολίτευση που κινείται στην τροχιά ενός ρηχού και καταγγελτικού αντιμητσοτακισμού: με πρωτοβουλία του μητσοτακικού «επιτελικού κράτους» επιχειρήθηκε και εμπεδώθηκε ένας τύπος ανασυγκρότησης του αστισμού – τόσο οικονομικά (με τη διαχείριση τεράστιων ροών κονδυλίων, την εξαγορά και έντονο έλεγχο των ΜΜΕ, την επιδοματική πολιτική), όσο και πολιτικά και ιδεολογικά (μέσα από την κατάλληλη χρήση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και του γιγαντισμού των μεθόδων χειραγώγησης, και φυσικά μέσα από τη συστηματική επίθεση και διάλυση της κοινωνικής συνείδησης, την καλλιέργεια του ακραίου ατομισμού και τον υπερτονισμό της διαφορετικότητας).
Ο υπό ανασυγκρότηση αστισμός δεν κινείται στις ράγες του κλασικού «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», αλλά είναι παγκοσμιοποιητικός και δικαιωματικός. Ο σχεδιασμός του στηρίζεται σε ένα ευρύ σχέδιο βαθιών δομικών αλλαγών…
- Τα βασικά δόγματα της δυτικής παγκοσμιοποίησης δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν. Κυριάρχησαν στον λόγο και των 3 συστημικών κομμάτων, όπως και έλειψε κραυγαλέα οποιαδήποτε αντιπαράθεση για τους γενικότερους προσανατολισμούς της χώρας μέσα σε έναν ταραγμένο κόσμο. Ο υπό ανασυγκρότηση αστισμός δεν κινείται στις ράγες του κλασικού «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», αλλά είναι παγκοσμιοποιητικός και δικαιωματικός. Ο σχεδιασμός του στηρίζεται σε ένα ευρύ σχέδιο βαθιών δομικών αλλαγών:
– Το «επιτελικό κράτος» ξεπερνά τον κλασικό υπουργοκεντρικό χαρακτήρα των μέχρι τώρα κυβερνήσεων, δεν δίνει πολλή σημασία στη διαφάνεια και τη νομιμότητα, η οικονομική πολιτική προωθεί συστηματικά και οργανωμένα μια διοχέτευση πόρων στους ημετέρους (και είναι πολλά τα λεφτά…), δηλαδή τις ελίτ και ανώτερα μεσαία στρώματα, ενώ για τους «κάτω» εφαρμόζεται μια καθιέρωση των επιδομάτων και των e-pass.
– Επιπροσθέτως, σημειώνεται μια έντονη χρησιμοποίηση κράτους και διοίκησης για τη διοχέτευση πόρων από τον δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα. Το ευρωπαϊκό «Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» είναι ο πιλότος που στη βάση του δημιουργείται ένας μόνιμος μηχανισμός με πολλές παροχές και διοχετεύσεις σε κοινωνικά στρώματα που έχουν κάθε συμφέρον από αυτά. Δεν είναι απλά μια παραλλαγή του «πελατειακού κράτους», αλλά μια ανασυγκρότηση υπό τις ελίτ ενός κοινωνικού μπλοκ μεσαίων αλλά και μικροαστικών τμημάτων που επωφελούνται από το μοντέλο που εφαρμόζεται.
– Η Ν.Δ. και ο Μητσοτάκης (που συχνά υποτιμούνταν) εφάρμοσαν και προχώρησαν αυτόν τον σχεδιασμό σχεδόν ανενόχλητοι, επιδεικνύοντας μάλιστα κυνισμό και χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Οι αναφορές για «παράγκα» και «παρακράτος» δεν είναι εξωπραγματικές. Αλλά οι ροές των πόρων συνεχίζονταν, και η αφλογιστία και αναξιοπιστία της αντιπολίτευσης δεν δημιουργούσαν κανένα ουσιαστικό ανάχωμα. Το βρίσιμο του Μητσοτάκη, οι διαρκείς καταγγελίας για το Μαξίμου Α.Ε., δεν ακουμπούσαν ουσιαστικά το σύστημα εξουσίας, αφού δεν συνδέονταν με μια εναλλακτική πρόταση και δεν ασκούσαν καμία κριτική στα δομικά ζητήματα αυτής της πολιτικής.
– Το να συναγωνίζεσαι στο ποιος δίνει περισσότερα επιδόματα, ποιος θα κάνει περισσότερες παροχές κ.ο.κ. δεν αγγίζει καθόλου τη δομή του μοντέλου, δεν θίγει διόλου βασικά θέματα πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος. Ακόμα και η μεγάλη μπούρδα του ΣΥΡΙΖΑ «εμείς βγάλαμε την Ελλάδα από τα μνημόνια», μαζί με τις 3ωρες συζητήσεις με τον κ. Στουρνάρα, δείχνουν πλήρη αποδοχή του μεταπρατικού μοντέλου «ανάπτυξης» της χώρας. Και φυσικά η κριτική προς τις «υπερβολές» Μητσοτάκη δεν είναι πειστική χωρίς την προβολή ενός άλλου πραγματικού σχεδίου. Ακόμα περισσότερο όταν το σχήμα που πρόβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά ήταν μια αμφίβολης επιτευξιμότητας κυβέρνηση συνεργασίας με ΠΑΣΟΚ και Βαρουφάκη, ή ακόμα και μια «κυβέρνηση ανοχής», ή «κυβέρνηση ειδικού σκοπού για να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι των υποκλοπών». Απέναντι σε αυτά, η «αυτοδυναμία» και η «σταθερότητα» που διακήρυξε η Ν.Δ. έμοιαζε καλύτερη και ισχυρότερη επιλογή.
Αποπροσανατολιστική ρητορική, αλλά και κοινό δόγμα
H αντιδεξιά ρητορική με τις έντονες αντιμητσοτακικές αιχμές ήταν και παραμένει μέρος του προβλήματος, κι όχι μέρος της λύσης: συγκαλύπτει την προθυμία και τη δέσμευση να υπηρετηθεί ένα συναινετικό (γεωπολιτικά και οικονομικά) πλαίσιο, και αποκρύπτει τις πραγματικές διαχωριστικές που πρέπει να χαραχθούν απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Η γραμμή της παγκοσμιοποίησης για την Ελλάδα σημαίνει: νεοφιλελευθερισμός + αποδόμηση κυριαρχίας + άκρατος «δικαιωματισμός», συστράτευση στους πολέμους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, μεταφορά όπλων στην Ουκρανία. Κοινωνικά σήμαινε και σημαίνει διάλυση της κοινωνίας, των υποδομών, αποβιομηχάνιση και αφελληνισμό της οικονομίας, καταστροφή μεγάλου μέρους των μεσαίων στρωμάτων (και εξαγορά ενός άλλου μέρους, που μετατρέπεται σε στήριγμα του καθεστώτος) λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος μέσω της φοροκλοπής, της ακρίβειας και των καθηλωμένων μισθών και συντάξεων.
Το κοινό δόγμα των συστημικών κομμάτων είναι τα «επιδόματα», τα funds, τα πλεονάσματα, ο τουρισμός, ο μεταπρατισμός και η άγρια λιτότητα. Τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ υπηρετούν τη Δυτική παγκοσμιοποίηση, τον νεοφιλελευθερισμό, την «πράσινη μετάβαση» κι ό,τι αυτή σημαίνει για τη χώρα μας, τις «Πρέσπες του Αιγαίου» και τη «Χάγη». Στα πλαίσια των σχέσεων τους, άλλαξαν οι συσχετισμοί υπέρ της Ν.Δ. κυρίως, και λίγο του ΠΑΣΟΚ, και καταποντίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι ήταν πολιτικά δισυπόστατος: έκανε άνοιγμα προς το Κέντρο και τα μεσοστρώματα, υπόσχονταν πράγματα που και στο παρελθόν αθέτησε, μιλούσε μια ρηχή αντιδεξιά γλώσσα και προσπάθησε να μιμηθεί τον Α. Παπανδρέου σε λάθος εποχή, και χωρίς σημαντικά κοινωνικά ερείσματα, αφού τα φτωχά στρώματα, οι λαϊκές τάξεις είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο του 2015… Το όποιο αριστερό «πανωφόρι» δεν μπορούσε να κρύψει την προγραμματική σύμπτωση στα ευρωενωσιακά-ευρωατλαντικά-μεταπρατικά πλαίσια, τα οποία μπορούσε τώρα να εκφράσει καλύτερα η Ν.Δ.
Κι όμως, όλα αυτά δεν ερμηνεύουν επαρκώς το τι έγινε, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα των πρώτων 5 μηνών του 2023.
Όλοι αυτοί δεν ενδιαφέρονται για την πραγματική κατάσταση της συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων, για την κοινωνική διαθεσιμότητα, για την έλλειψη μια σοβαρής εναλλακτικής, για όσα λείπουν (και λείπουν κραυγαλέα!) τόσο καιρό…
Ο ρόλος της πολιτικής
Δεν είναι εκτός πραγματικότητας όλοι οι ισχυρισμοί πως μέσα στους τελευταίους μήνες υπήρξαν μεγάλες μετατοπίσεις, οι οποίες δεν εξηγούνται μόνο με μεγάλες οικονομικο-κοινωνικές διεργασίες σαν αυτές που αναφέραμε προηγουμένως. Παίχθηκαν έως την τελευταία στιγμή μεγάλοι εκλογικοί όγκοι και μετακινήσεις, που διαμόρφωσαν τελικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Και αυτό το γεγονός είναι προϊόν της πολιτικής που πρόβαλαν και άσκησαν τα κόμματα, ιδιαίτερα τα συστημικά. Ο τελικός συσχετισμός διαμορφώθηκε διά της πολιτικής, και αυτό είναι πιο εμφατικό, αφού το συναινετικό πλαίσιο προς τη Δυτική παγκοσμιοποίηση και την ελλαδική εκδοχή της ήταν κοινό και για τα τρία συστημικά κόμματα – κι άρα μπορούσε να υπηρετηθεί από πολλούς συνδυασμούς και ποικιλίες αναμεταξύ τους συσχετισμού.
Λίγους μήνες πριν τις εκλογές οι διεργασίες για κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν σε εξέλιξη και εξέφραζαν αναζητήσεις και ανησυχίες στους κύκλους του βαθέος συστήματος. Ήταν μάλιστα τόσο έντονες που ανάγκασαν και τα τρία συστημικά κόμματα να προσαρμοστούν σε αυτήν την προοπτική, και η λύση των κυβερνήσεων συνεργασίας να τεθεί στην ημερήσια διάταξη. Ιδιαίτερα δε μετά τα Τέμπη καταγράφηκε μια σημαντική πτώση της Ν.Δ., αλλά και μια συνδυασμένη προσπάθεια όλων (μα όλων) των κομμάτων της Βουλής να καταλαγιάσει η κατάσταση, να μην ξεφύγει η αντίδραση, και η κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα να μην πάρει διαστάσεις. Συνένοχοι όλοι οι υπόλοιποι στο φιλί ζωής που έδωσαν εκείνη τη στιγμή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, νομίζοντας ότι θα εισπράξουν οφέλη στις προσεχείς εκλογές…
Ο Κανένας έκανε πάλι την εμφάνισή του στις μετρήσεις, και όλοι ανησυχούσαν για την αποκαλούμενη «γκρίζα ζώνη». Πολλοί μιλούσαν για μια περιοχή περίπου 2 εκατομμυρίων ψηφοφόρων, των οποίων η εκλογική συμπεριφορά δεν μπορεί να προκαθοριστεί. Πάνω σε αυτή τη βάση στήθηκε ένα σκηνικό και ορισμένα διλήμματα προς τους πολίτες:
– Η Ν.Δ. πρόκρινε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια όμως αυτό φάνηκε ανέφικτο (π.χ. υποκλοπές και στάση Ανδρουλάκη).
– Ο Τσίπρας μίλησε για κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, αλλά με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
– Το ΠΑΣΟΚ έκανε λόγο αρχικά για συνεργασία με το πρώτο κόμμα, όποιο κι είναι αυτό, και μετά πρόσθεσε το «χωρίς τον Μητσοτάκη και χωρίς τον Τσίπρα».
Τότε, κι αφού είχαν καταλαγιάσει κάπως τα Τέμπη, ο Μητσοτάκης μίλησε για «αυτοδυναμία της Ν.Δ.». Ο Τσίπρας προχώρησε σε προτάσεις για κυβερνήσεις ανοχής ή και ειδικού σκοπού, και φάνηκε πως άρχισε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, παρόλο που διαβεβαίωνε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγει πρώτο κόμμα, και υποστήριζε ότι οι δημοσκοπικές λένε ψέματα. Σωρεία συμβάντων του τελευταίου διαστήματος, όπως η υπόθεση Πολάκη, η υπόθεση Γεωργούλη, οι δηλώσεις Τσακαλώτου για τοπικά νομίσματα, η προβολή του σχεδίου «Δήμητρα» από τον Βαρουφάκη (που μέχρι τότε καλούνταν να στηρίξει μια κυβέρνηση συνεργασίας μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ), η χρησιμοποίηση από τη Ν.Δ. της πρότασης αυτής σαν «επιστροφή στην περιπέτεια του 2015», το κάλεσμα του Τσίπρα σε ψηφοφόρους της Χ.Α. την τελευταία στιγμή, και βεβαίως το κτύπημα Κατρούγκαλου για επαναφορά της φορολόγησης στους ελεύθερους επαγγελματίες, όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από τον Μητσοτάκη και τη Ν.Δ. και οδήγησαν στο αποτέλεσμα.
Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, η βουβαμάρα που υπήρχε προ των εκλογών δεν είχε αντιμητσοτακικό ή αντικυβερνητικό χαρακτήρα, έκφραζε τον σκεπτικισμό ευρύτατων στρωμάτων να μην μπούμε σε μια περίοδο αστάθειας και περιπετειών σε πολιτικό επίπεδο, επέλεξε μια σταθερότητα υπό τη Ν.Δ. και την αυτοδυναμία της. Τελικά, προτίμησε να υπάρχει ένας «διαχειριστής» από το να υπάρχει ένα μικρό χάος και μάλιστα συριζαϊκού χαρακτήρα. Έτσι είδαμε μετατοπίσεις και μετακινήσεις μεγάλων όγκων ψηφοφόρων π.χ. σε λαϊκές συνοικίες προς τη Ν.Δ., και στην ύπαιθρο επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ δυνάμεων που είχαν προσανατολιστεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά ερμηνεύουν σε πολιτικό επίπεδο το 40,8% της Ν.Δ., το 20% του ΣΥΡΙΖΑ και τη μικρή άνοδο του ΠΑΣΟΚ στο 11,4%.
Και τώρα; Σκέτο «ανάχωμα» στην παντοδυναμία;
Μπροστά στη νέα εκλογική αναμέτρηση όλοι λένε ότι το κοντέρ μηδενίστηκε και οι κάλπες είναι άδειες. Η Ν.Δ. πρέπει να δημιουργήσει κίνητρο για την ξαναψηφίσουν. Και τώρα ο κίνδυνος της αστάθειας δεν υπάρχει, κάτι θα της προσφέρουν οι αντίπαλοι, και έχει την ηγεμονία. Θα κάνει λοιπόν τα πάντα να κατοχυρώσει όσα κέρδισε στις 21 Μαΐου. Ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει να μην μονιμοποιηθεί η πτώση του και λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, να πάει λίγο πιο πάνω. Το ΠΑΣΟΚ θέλει να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση και να πάρει τα ηνία από τον ΣΥΡΙΖΑ. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ θα τσακωθούν μέχρι αηδίας για το ποιος ασκεί πιο καλή αντιπολίτευση στη Δεξιά. Το ΚΚΕ ζητά να γίνει ακόμα πιο ισχυρό, και βλέπουμε… Η Ελληνική Λύση τα βάζει με τα μικρότερα κόμματα (κομματίδια τα λέει): θα προσπαθήσει να κρατηθεί και να μην πλευροκοπηθεί από την εμφάνιση δεξιών κομμάτων που είχαν απορριφθεί στις προηγούμενες, ή πιθανόν από το ΝΙΚΗ. Το ΜέΡΑ25 και η Πλεύση Ελευθερίας θα υποστηρίξουν ότι η ψήφος σε αυτά είναι το καλύτερο ανάχωμα στη Ν.Δ. και τον Μητσοτάκη, αφού η είσοδός τους στη Βουλή κόβει βουλευτές από τη Ν.Δ.: πάνω σε αυτή την «αντιμητσοτακική» βάση θα επιχειρήσουν να εισέλθουν στην Βουλή.
Από όλες τις πλευρές αναδεικνύεται ξανά η αντιδεξιά συσπείρωση ως βασική άγουσα σε κάτι καλύτερο. Κι αυτό γίνεται ενώ ολόκληρη η πραγματικότητα της Δυτικής παγκοσμιοποίησης καταπίνεται, αποκρύβεται, ξεχνιέται στα αζήτητα. Κι ακόμα, γίνεται όταν δεν ενδιαφέρονται όλοι αυτοί για την πραγματική κατάσταση της συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων, για την κοινωνική διαθεσιμότητα, για την έλλειψη μια σοβαρής εναλλακτικής, για όσα λείπουν (και λείπουν κραυγαλέα!) τόσο καιρό. Όπως με μεγάλη ευκολία βρίζουν τον λαό για το αποτέλεσμα και μιλούν με θράσος για «ορμπανοποίηση» και «ερντογανοποίηση» της κοινωνίας… Είπαμε: ο ρηχός αντιμητσοτακισμός, η απλή αντιδεξιά ρητορική, παραμένει μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης. Χρειάζονται πιο βαθιές αναδιατάξεις και μεταστροφές σε ιδεολογικό, πολιτικό, πνευματικό επίπεδο. Όσο πιο γρήγορα κατανοηθεί (και σε βάθος) αυτή η ανάγκη, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουμε να καλύψουμε τις μεγάλες ελλείψεις, αυτό που λείπει…