Όταν τα πράγματα στη Γερμανία πάνε καλά, πολιτικά και οικονομικά, και η γερμανική ελίτ αισθάνεται ισχυρή επιβάλλει το δικό της σε όλη την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά και οι γερμανικές κυβερνήσεις αισθάνονται ασταθείς, η γερμανική ελίτ πάλι επιβάλλει το δικό της σε όλη την Ε.Ε. Αυτός είναι ο ιδιότυπος κανόνας που έχει διαμορφωθεί στη διάρκεια των αλλεπάλληλων θητειών της καγκελαρίου Μέρκελ, ο οποίος έχει καταστήσει την Ευρωζώνη αυθεντικά γερμανική, ακόμη και όταν ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης στα διάφορα fora της Ε.Ε. εμφανίζεται μόνος εναντίον όλων. Κι αυτός ο κανόνας επιβεβαιώθηκε και στην τελευταία απόφαση του Eurogroup που σηματοδοτεί την τυπική έξοδο της Ελλάδας από τη μνημονιακή περίοδο και τη μετάβασή της στη μεταμνημονιακή επιτήρηση.

Η εξαφάνιση του «γαλλικού κλειδιού»

Αν ακολουθήσει κανείς τη λογική «ό, τι πάρουμε καλόν είναι», η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει για την απόφαση και τον πολιτικό- επικοινωνιακό της αντίκτυπο. Η συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους (για τα οποία αναλυτικά γράφει ο Π. Δερμενάκης στις σελίδες 8-9) δίνει κάποια μεσοπρόθεσμη ανάσα και επιτρέπει έναν επιφυλακτικό βηματισμό επιστροφής στις αγορές, με την εγγύηση ενός μαξιλαριού διαθεσίμων 24 δισ. που καλύπτει τις ανάγκες περίπου δύο ετών. Κι αυτό αποτιμάται ήδη θετικά –αν και όχι και με έξαλλο ενθουσιασμό– από τις αγορές ομολόγων. Ωστόσο, ως αυθεντικά «γερμανική» η απόφαση του Eurogroup, αναβάλλει για το απροσδιόριστο μέλλον μια ριζική αντιμετώπιση του χρέους. Το περίφημο «γαλλικό κλειδί», δηλαδή ο μόνιμος αυτόματος μηχανισμός ελάφρυνσης αντιστρόφως ανάλογα με την ανάπτυξη, που επί σχεδόν έξι μήνες υποτίθεται ότι ήταν το βασικό αντικείμενο διαπραγμάτευσης των δανειστών, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε. Ούτε λέξη. Η γερμανική επιμονή να έχει αυτός ο μηχανισμός ημιαυτόματο χαρακτήρα, δηλαδή να συνδέεται με προαπαιτούμενα και να τελεί υπό ετήσιο έλεγχο από τα εθνικά κοινοβούλια, πέτυχε τον υπόρρητο στόχο της, δηλαδή να φύγει εντελώς από το τραπέζι. Υποκαθίσταται από την χαλαρή δέσμευση επανεξέτασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους μετά το 2023.

Προφανώς, η εξαφάνιση του «γαλλικού κλειδιού» ήταν προϊόν της ευρύτερης συναλλαγής Μέρκελ-Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Το ελληνικό χρέος θυσιάστηκε εν μέρει για να διασωθεί η πρόταση για έναν κοινό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, το περιεχόμενο της οποίας θα διαπιστώσουμε στην επικείμενη σύνοδο κορυφής, για το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και την τραπεζική ένωση, με την προώθηση ενός ευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων, αλλά πάλι με «γερμανικό κόφτη»: για να συγκροτηθεί, κατά την Μέρκελ, οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν δραστικά τα κόκκινα δάνεια.

Το προσφυγικό στη μεγάλη εικόνα

Και το «γαλλικό κλειδί» δεν είναι το μόνο θύμα του «γερμανικού κόφτη», που αυτή τη φορά επιβλήθηκε εν ονόματι της σταθερότητας της γερμανικής κυβέρνησης. Για τη διαμόρφωση της μεγάλης εικόνας θα πρέπει να αναμένει κανείς όχι μόνο τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. την ερχόμενη εβδομάδα, όπου θα διαπιστωθεί τι επιβιώνει, αν πράγματι επιβιώνει, από το φιλόδοξο σχέδιο μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης Μακρόν και Κομισιόν. Αλλά και τα deal που θα προκύψουν από τη μίνι Σύνοδο Κορυφής που συγκαλείται –με πρωτοβουλία Γιούνκερ και όχι Τουσκ– την Κυριακή για το προσφυγικό, με τη συμμετοχή της Ελλάδας και 15 ακόμη χωρών. Εκεί θα διαπιστωθεί η σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής, η επιδείνωση της πολιτικής ασύλου εις βάρος των χωρών πρώτης εισόδου, αλλά και η αδυναμία σύγκλισης σε ένα κοινό σύστημα η οποία θα δώσει το άλλοθι στη Μέρκελ να επιδιώξει διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες επιστροφής προσφύγων, στον ακροδεξιό Κουρτς να στείλει τα προσφυγικά «σκουπίδια» του στα Βαλκάνια και σε όλη την ευρωπαϊκή ηγεσία να κρατήσει τις προσφυγικές πιέσεις έξω από τα σύνορά της. Κατά κάποιο τρόπο, η γερμανική ελίτ και η Μέρκελ έχει ήδη θέσει το προσφυγικό και στη συνάρτηση του ελληνικού χρέους, ως αντάλλαγμα για τη «γενναιοδωρία» της.

Ως αυθεντικά «γερμανική» η απόφαση του Eurogroup, αναβάλλει για το απροσδιόριστο μέλλον μια ριζική αντιμετώπιση του χρέους. Το περίφημο «γαλλικό κλειδί», δηλαδή ο μόνιμος αυτόματος μηχανισμός ελάφρυνσης αντιστρόφως ανάλογα με την ανάπτυξη, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε

Οι «μακροπρόθεσμες» αποστάσεις ΔΝΤ και ΕΚΤ

Η σημαντικότερη παρενέργεια του «γερμανικού κόφτη» στο Eurogroup είναι ο τρόπος που αξιολογείται το χρέος από κάθε «παίκτη». Το ΔΝΤ, που επίσημα τίθεται εκτός προγράμματος, παρά τη διατύπωση της απόφασης ότι μένει «ενεργό», περιορίζεται σε ρόλο τεχνικού συμβούλου στη μεταμνημονιακή επιτήρηση, αλλά με «ανεξαρτησία γνώμης» στο θέμα του χρέους. Για το ΔΝΤ το ελληνικό χρέος μετά την απόφαση του Eurogroup (δεκαετής επιμήκυνση δανείου EFSF, σταθεροποίηση επιτοκίου, επιστροφή κερδών από ελληνικά ομόλογα) καθίσταται «μεσοπρόθεσμα βιώσιμο», παρότι η Λαγκάρντ έσπευσε να σημειώσει ότι «πρέπει να σκεφτούμε τη βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα, και εκεί έχουμε επιφυλάξεις. Αλλά λαμβάνουμε υπόψη τις δεσμεύσεις των εταίρων μας ότι θα ληφθούν περαιτέρω μέτρα εάν χρειαστεί». Με το τρικ αυτό έχει τη δυνατότητα στην έκθεση βιωσιμότητας να καθησυχάζει τις αγορές ότι για περίπου μια δεκαετία μπορούν να «μπαίνουν» προσεκτικά στο ελληνικό χρέος, αλλά κρατά το δικαίωμα να επανέρχεται με πιέσεις στους Ευρωπαίους δανειστές να πράξουν ό,τι οφείλουν. Πανομοιότυπα αντέδρασε η ΕΚΤ, δια του Ντράγκι, που μίλησε για μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Για την έκθεση που και η ΕΚΤ πρόκειται να συντάξει λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η «ετοιμότητα του Eurogroup να εξετάσει περαιτέρω μέτρα για το χρέος σε μακροπρόθεσμο επίπεδο σε περίπτωση αρνητικών οικονομικών εξελίξεων». Φυσικά, η αξία της δέσμευσης αυτής είναι τόσο ισχυρή όσο και οι αντίστοιχες που είχαν δοθεί το 2012 και το 2016, χωρίς να υλοποιηθούν.

Το σημαντικότερο είναι ότι η αόριστη αυτή δέσμευση συνδέεται ευθέως με το αυστηρό πλαίσιο μεταμνημονιακής επιτήρησης, ο οποία θα ασκείται με τριμηνιαία «κανονικότητα» και με συγκεκριμένα ορόσημα και προαπαιτούμενα μέχρι το 2023. Δημοσιονομικά, τράπεζες, ιδιωτικοποιήσεις, αγορές εργασίας και προϊόντων, κοινωνική πρόνοια και δημόσια διοίκηση είναι οι άξονες της επιτήρησης. Φυσικά μαζί με τις νομοθετημένες δεσμεύσεις για τις περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο. Οι ελευθερίες άσκησης πολιτικών που θα έχει αυτή ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής κανονικότητας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σε ορισμένες πτυχές, μάλιστα, όπως η –σε δόσεις και με αιρεσιμότητες– επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια, μπαίνουν σε μια τελετουργία επιτήρησης που θυμίζει την εκταμίευση των μνημονιακών δόσεων και εκτείνεται σε βάθος τεσσάρων ετών.

Η Ευρωζώνη στη γκρίζα ζώνη

Παρότι ο «γερμανικός κόφτης» δεν επέτρεψε να βελτιωθεί ριζικά και μακροπρόθεσμα το προφίλ του ελληνικού χρέους, μεταθέτοντας στο μέλλον και στον ενδεχόμενο νέο ρόλο του ESM ως «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» μια νέα παρέμβαση, η συμφωνία του Eurogroup επιτρέπει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να διαχειριστεί πολιτικά και επικοινωνιακά το κλείσιμο του μνημονιακού κύκλου, και να αντλήσει κάποια βραχυπρόθεσμα οφέλη απ’ αυτό. Έστω και στο συμβολικό μόνο επίπεδο, έστω κι αν ελάχιστοι πιστεύουν ότι η μετάβαση στη μεταμνημονιακή εποχή σημαίνει το τέλος της λιτότητας. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι να δούμε πώς θα «κουμπώσει» η υβριδική μεταμνημονιακή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας με την επιχειρούμενη νέα αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Την οποία ο «γερμανικός κόφτης» μέχρι στιγμής την κρατάει σε γκρίζα ζώνη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!