Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου. Η κυβέρνηση του Μνημονίου αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το πολιτικό της θάρρος και την «αδιαφορία της για το πολιτικό κόστος», προτίθεται να νομοθετήσει για την Ανώτατη Εκπαίδευση «μεσούντος του θέρους».
Έχοντας απέναντί της το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας –όπως άλλωστε και το σύνολο της κοινωνίας για τη γενική πολιτική της– η υπουργός Παιδείας καταθέτει αυτές τις μέρες σχέδιο νόμου με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Οργάνωση Ανώτατης Εκπαίδευσης, Ανεξάρτητη Αρχή για τη Διασφάλιση και Πιστοποίηση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση». Αν και ο πειρασμός είναι μεγάλος για γλωσσολογική ανάλυση της επιλογής των συντακτικών δομών και των λέξεων του εν λόγω κειμένου, σημειώνω απλώς τους συνειρμούς που προκαλεί η δομή «διασφάλιση και πιστοποίηση ποιότητας».
Το νομοσχέδιο είναι όντως «σκούπα». Θέλει να επιτελέσει ταυτοχρόνως: α) τη διάρρηξη των γνωστικών αντικειμένων και την υποβάθμιση της επιστημονικής γνώσης έναντι της «πιστοποιημένης κατάρτισης», β) την ιδιωτικοποίηση των σπουδών και τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε εταιρία, γ) την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων όλων των εργαζομένων σε αυτό, δ) την κατάργηση του δημόσιου δημοκρατικού χαρακτήρα με την επιβολή της ετεροδιοίκησης.
Όλοι οι παραπάνω στόχοι αλληλεξαρτώνται αλλά έχουν ανάγκη επίσης από ιδεολογική νομιμοποίηση. Και αυτή βρέθηκε –για άλλη μια φορά στην ιστορία της ιδεολογίας των ελληνικών ελίτ– στην αναγωγή του «ελληνικού» σε υποδεέστερο και του «διεθνούς» σε ανώτερο. Όλο το κείμενο του νομοσχεδίου έχει ως υπόρρητη προϋπόθεση ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι προβληματικά, διότι δεν είναι επαρκώς διεθνή. Προς επίλυση, επομένως, του προβλήματος προτείνεται η «διεθνοποίησή» τους και ρητά πλέον απαιτείται η εμπλοκή του «εξωτερικού παράγοντα» σε όλες τις διαδικασίες τους, από την υποστήριξη μιας διδακτορικής διατριβής έως την ανάδειξη του πρύτανη.
Έτσι, προβλέπεται ότι ο πρύτανης θα εκλέγεται «ύστερα από διεθνή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος», οι καθηγητές θα πρέπει να κρίνονται από επιτροπές που θα έχουν υποχρεωτικά και μέλη από ΑΕΙ του εξωτερικού, ενώ ακόμα και οι διδακτορικές διατριβές θα κρίνονται πλέον από δύο εξεταστές, ο ένας εκ των οποίων πρέπει να είναι μέλος ΑΕΙ του εξωτερικού. Ειδικά στο τελευταίο σημείο των διατριβών δύνανται να υπάρξουν εξαιρέσεις αλλά μόνο «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική αιτιολόγηση» (sic).
«Πρακτικά» προβλήματα, όπως η χρήση της ελληνικής γλώσσας στις επιστημονικές εργασίες δεν φαίνεται να απασχολούν τους συντάκτες του νόμου, μιας και είναι επίσης αυτονόητο γι’ αυτούς ότι ορίζον χαρακτηριστικό μιας επιστημονικής εργασίας είναι να είναι συνταγμένη στην αγγλική. Άλλωστε, η αγγλική είναι η γλώσσα που πριμοδοτείται και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενώ η γαλλική, η γερμανική, η ιταλική, η ισπανική θεωρούνται «πολυτέλεια» στην εποχή του Μνημονίου, παρ’ όλους τους όρκους στην πολυγλωσσία.
Θα ’ταν, αλήθεια, ενδιαφέρον να ερευνηθεί ποια άλλη χώρα-προτεκτοράτο θέτει τέτοιες νεο-αποικιακές ρήτρες στη νομοθεσία της. Θα ’ταν, αλήθεια, ενδιαφέρον να βρούμε πώς θα μεταφράσουμε στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες τον όρο «ραγιαδισμός». Προς το παρόν φτάνει ο διεθνοποιημένος όρος «σύμπλεγμα / κόμπλεξ κατωτερότητας» για να αποδώσει την ψυχολογία των κυβερνώντων.
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες, οι δάσκαλοι, η κοινωνία που είναι μαζί μας πρέπει να αποδείξουμε ότι διαθέτουμε την αξιοπρέπεια που η κυβέρνηση δεν μπορεί να «πιστοποιήσει».
Το νομοσχέδιο είναι όντως «σκούπα». Θέλει να επιτελέσει ταυτοχρόνως: α) τη διάρρηξη των γνωστικών αντικειμένων και την υποβάθμιση της επιστημονικής γνώσης έναντι της «πιστοποιημένης κατάρτισης», β) την ιδιωτικοποίηση των σπουδών και τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε εταιρία, γ) την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων όλων των εργαζομένων σε αυτό, δ) την κατάργηση του δημόσιου δημοκρατικού χαρακτήρα με την επιβολή της ετεροδιοίκησης.
Όλοι οι παραπάνω στόχοι αλληλεξαρτώνται αλλά έχουν ανάγκη επίσης από ιδεολογική νομιμοποίηση. Και αυτή βρέθηκε –για άλλη μια φορά στην ιστορία της ιδεολογίας των ελληνικών ελίτ– στην αναγωγή του «ελληνικού» σε υποδεέστερο και του «διεθνούς» σε ανώτερο. Όλο το κείμενο του νομοσχεδίου έχει ως υπόρρητη προϋπόθεση ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι προβληματικά, διότι δεν είναι επαρκώς διεθνή. Προς επίλυση, επομένως, του προβλήματος προτείνεται η «διεθνοποίησή» τους και ρητά πλέον απαιτείται η εμπλοκή του «εξωτερικού παράγοντα» σε όλες τις διαδικασίες τους, από την υποστήριξη μιας διδακτορικής διατριβής έως την ανάδειξη του πρύτανη.
Έτσι, προβλέπεται ότι ο πρύτανης θα εκλέγεται «ύστερα από διεθνή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος», οι καθηγητές θα πρέπει να κρίνονται από επιτροπές που θα έχουν υποχρεωτικά και μέλη από ΑΕΙ του εξωτερικού, ενώ ακόμα και οι διδακτορικές διατριβές θα κρίνονται πλέον από δύο εξεταστές, ο ένας εκ των οποίων πρέπει να είναι μέλος ΑΕΙ του εξωτερικού. Ειδικά στο τελευταίο σημείο των διατριβών δύνανται να υπάρξουν εξαιρέσεις αλλά μόνο «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική αιτιολόγηση» (sic).
«Πρακτικά» προβλήματα, όπως η χρήση της ελληνικής γλώσσας στις επιστημονικές εργασίες δεν φαίνεται να απασχολούν τους συντάκτες του νόμου, μιας και είναι επίσης αυτονόητο γι’ αυτούς ότι ορίζον χαρακτηριστικό μιας επιστημονικής εργασίας είναι να είναι συνταγμένη στην αγγλική. Άλλωστε, η αγγλική είναι η γλώσσα που πριμοδοτείται και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενώ η γαλλική, η γερμανική, η ιταλική, η ισπανική θεωρούνται «πολυτέλεια» στην εποχή του Μνημονίου, παρ’ όλους τους όρκους στην πολυγλωσσία.
Θα ’ταν, αλήθεια, ενδιαφέρον να ερευνηθεί ποια άλλη χώρα-προτεκτοράτο θέτει τέτοιες νεο-αποικιακές ρήτρες στη νομοθεσία της. Θα ’ταν, αλήθεια, ενδιαφέρον να βρούμε πώς θα μεταφράσουμε στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες τον όρο «ραγιαδισμός». Προς το παρόν φτάνει ο διεθνοποιημένος όρος «σύμπλεγμα / κόμπλεξ κατωτερότητας» για να αποδώσει την ψυχολογία των κυβερνώντων.
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες, οι δάσκαλοι, η κοινωνία που είναι μαζί μας πρέπει να αποδείξουμε ότι διαθέτουμε την αξιοπρέπεια που η κυβέρνηση δεν μπορεί να «πιστοποιήσει».
Υ.Γ. Η κατάθεση του νομοσχεδίου πήρε μια μικρή αναβολή. Ας την κάνουμε να φτάσει στις «ελληνικές καλένδες».
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι Γλωσσολόγος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σχόλια