του Γιάννη Σχίζα

Στο τέρμα σχεδόν της οδού Πατησίων ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των πολυκατοικιών ένα κτίσμα για την επιβλητική εμφάνισή του. Επρόκειτο για τη βίλα Κλωναρίδη, που αποτελούσε μια από τις 500 κατασκευές που άφησε ο γνωστός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλερ (1837-1923). Το κτίσμα κατείχε εξέχουσα θέση σε ένα οικόπεδο που ήταν το σύνολο του τετραγώνου, το οποίο μετά από πολλές περιπέτειες (και αυθαιρεσίες της Δημοτικής Αρχής Αβραμόπουλου….), αποτέλεσε το Πάρκο Φιξ. Το αρχικό κτίσμα της οικογένειας Κλωναρίδη, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1902-03), ήταν διάσημο για τα γλυπτά όπως επίσης για την εσωτερική και εξωτερική διακόσμησή του, στην οποία είχαν συμπράξει πολλοί καλλιτέχνες της εποχής. Η βίλα ήταν χαρακτηριστική μιας νοοτροπίας «εκλεκτικισμού» που βασιζόταν σε κτίσματα «υβριδικά», με τα ελαιόδεντρα και τα εσπεριδοειδή να συνδέονται με ανθρωποποίητα έργα στις εσχατιές της πόλης: Ας μην ξεχνάμε ότι τότε, στην «προ αυτοκινήτου» εποχή, ο πληθυσμός του πληθυσμιακού συγκροτήματος της πρωτεύουσας ανέρχονταν μόνο σε 179 χιλιάδες (απογραφή του 1896) και δεν σκαρφάλωσε παρά στις 453 χιλιάδες, λίγο πριν τη μικρασιατική καταστροφή (1920). (1)

Στις αρχές του 20ού αιώνα η περιοχή των Πατησίων ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένη και γεμάτη κήπους και χωράφια. Η βίλα Κλωναρίδη –που είχε κατοικηθεί μέχρι το 1977, είχε αφεθεί στη συνέχεια άπραγη αλλά μετά κηρύχθηκε διατηρητέα– ενδεχομένως να φιλοξενούσε ένα πληθυσμό άστεγων, γι’ αυτό και ήταν έκθετη στην κάθε αμέλεια με αποτέλεσμα να καεί πρόσφατα, αφήνοντας ένα σοβαρό κενό στα διατηρητέα της Αθήνας: Γιατί μαζί με την κοντινή βίλα Δροσοπούλου και το πάρκο που περιστοίχιζε την τελευταία, αντιπροσώπευε μια σοβαρή προσπάθεια αναβάθμισης της Δυτικής Αθήνας και ανάκτησης του παραδοσιακού «πράσινου» χαρακτήρα, ενός κομματιού της πάλαι ποτέ διοικήσεως πρωτευούσης…

Στην οδό Κυψέλης η παλιά Ιταλική Σχόλη, επιβλητική και μετρίως διατηρημένη, στεγάζει σήμερα το 15ο Λύκειο. Το κτίριο είναι πολύ επιβλητικό ακόμη και σε σχέση με τα σημερινά κτίσματα

Μια επίσης ανάλογη προσπάθεια αντιπροσώπευε η έπαυλη Πάτμου και Καραβία, που ήταν διάσημη τόσο για το εξωτερικό παρουσιαστικό της όσο και για τον εσωτερικό της διάκοσμο (2). Η έπαυλη ήταν ένας συνδυασμός καλαίσθητης αρχιτεκτονικής με έναν κήπο πέραν των δυο στρεμμάτων, στον οποίο κυριαρχούσαν φυτά με παραγωγικό και καλλωπιστικό προορισμό. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το εξοχικό του 19ου-20ού αιώνα διέφερε κατά πολύ από το φανταιζί σημερινό, με το γκαζόν, τις ιτιές τις κλαίουσες, τις τεχνητές βραχώσεις και τα λοιπά στοιχεία της μεταμοντέρνας γκλαμουριάς….

Στην τρέχουσα περίοδο οι «Κτιριακές Υποδομές Α.Ε.» που είναι το διάδοχο σχήμα του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, ζήτησαν την εκκένωση του κτιρίου Πάτμου και Καραβία από τους χρόνιους καταληψίες (31 χρόνια συνολικά!) μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 2019, για να την αναβάλλουν σιωπηρά στη συνέχεια: Δεδομένων των προβλημάτων που εγείρει η διατήρηση του πρασίνου και των άλλων στοιχείων ενός κατά τα άλλα «διατηρητέου κτίσματος»…

Εδώ Κυψέλη

Η περιοχή της Κυψέλης ήταν διάσημη για τα νεοκλασικά της, τα οποία επέμεναν να υπάρχουν μέσα σε έναν σωρό πολυκατοικιών σημερινού στυλ… Μέχρι το 1908, οπότε έγιναν οι πρώτες τοπογραφικές εργασίες, η Κυψέλη ήταν εξοχική περιοχή που κατεχόταν από αγροικίες – δηλαδή από το κράμα οικιστικών δομών και καλλιεργειών φρούτων και λαχανικών, που χαρακτήριζε τα εξοχικά της πρώτης εποχής (3).

Η αστική ανάπτυξη της περιοχής αρχίζει το 1930, οπότε πολλά από τα κτίριά της επηρεάστηκαν από τον Μοντερνισμό και το Μπάουχάους, όπως και από την Art Nouveau. Το 1937 εγκαινιάσθηκε από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά η δημοτική αγορά της Κυψέλης, ενώ αργότερα , στη δεκαετία του 1960, η περιοχή έγινε διάσημη όχι μόνο για την αγοραστική της κίνηση αλλά και για την έντονη νυχτερινή ζωή της, όπως επίσης για τα πολλά θέατρα που ήταν εγκατεστημένα στην περίμετρό της. Στη συνέχεια η περιοχή εποικίζεται από συμβατικές πολυκατοικίες και φτάνει στο σημείο –στη δεκαετία του 1990-2000– να θεωρείται ως η πλέον πολυπληθής γειτονιά της Αθήνας. Τότε κάνει την εμφάνισή του και ο όρος «Πατησιοποίηση» – ως δηλωτικός του μεγάλου πλήθους και των ανθυγιεινών συνθηκών που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Επίσης τότε περίπου παραδίδει τα σκήπτρα στη «γειτονιά» του Κολωνακίου…

Στη γωνία των οδών Κεφαλληνίας και Δροσοπούλου υπάρχει ένα ευμέγεθες νεοκλασικό, που «χάνεται» όμως μέσα στην κυριαρχία των γύρω πολυκατοικιών

Τα νεοκλασικά

Τα νεοκλασικά της Κυψέλης, χαμένα μέσα σε ένα πέλαγος συμβατικών πολυκατοικιών, παραμένουν αψευδείς μάρτυρες της παλιάς πρωτοκαθεδρίας της περιοχής έναντι των σημερινών πόλων έλξης . Αυτό που τα διακρίνει είναι η εξαιρετικά συνεκτική μορφολογία τους και η τάση εσωτερικής διακόσμησης: Είναι ψηλοτάβανα, με μεγάλα παράθυρα, με επιβλητικές εισόδους, με ισχυρά φορμαλιστικά στοιχεία στον περίγυρό τους. Δεν αφήνουν κανένα εξωτερικό στοιχείο στην τύχη του, επιμελούνται σαφώς τις εξωτερικές όψεις, διαθέτουν ενότητα ύφους, έχουν κατά κανόνα ενότητα χρώματος ή συνδυάζουν χρωματισμούς περίτεχνους και χαρούμενους. Τα νεοκλασικά αυτά είναι βέβαια έδρα της άρχουσας τάξης – όμως δεν είναι περίεργο το ότι γύρω απ’ αυτά εκδηλώνεται μια προσπάθεια εξωραϊσμού του χώρου και ιδιωτικής «φιγούρας» του ιδιοκτήτη… Τα φιλμ «Μια Ιταλίδα από τη Κυψέλη», το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» και ο «Γίγας της Κυψέλης » – που είχαν σαν θέμα τα κόμπλεξ κατωτερότητας της ελληνικής κοινωνίας («ξενομανία»)– είδαν το φως τη δεκαετία του ‘60, μια εποχή όπου η Κυψέλη μπορούσε ακόμη να ανταγωνίζεται επιτυχώς το Κολωνάκι.

Ορισμένα από αυτά τα διατηρητέα είναι:

  • Στην οδό Κυψέλης η παλιά Ιταλική Σχόλη, επιβλητική και μετρίως διατηρημένη, στεγάζει σήμερα το 15ο Λύκειο. Το κτίριο είναι πολύ επιβλητικό ακόμη και σε σχέση με τα σημερινά κτίσματα.
  • Στη γωνία των οδών Κεφαλληνίας και Δροσοπούλου υπάρχει ένα ευμέγεθες νεοκλασικό, που «χάνεται» όμως μέσα στην κυριαρχία των γύρω πολυκατοικιών.
  • Στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου και Ιθάκης, όπως και στη διασταύρωση με την οδό Τήνου υπάρχουν δύο κατοικίες που αποτελούν κόσμημα της περιοχής μέσα από την χρωματική πανδαισία που προσφέρουν.
  • Στην οδό Μηθύμνης, αριθμ. 27 και 29.
  • Στην οδό Τενέδου 9.
  • Στην οδό Θήρας και Δροσοπούλου.
  • Στην οδό Φαέθοντος και Πυθίας.
  • Στην οδό Αίγλης και Δάφνιδος.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Μάχης Τράτσα (Βήμα, 14/12/13) τα κτίρια που είναι είτε νεοκλασικά είτε παρουσιάζουν κάποιο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, στο 5ο και 6ο Δημοτικό διαμέρισμα (Κυψέλη, Πλατεία Αμερικής, Άνω και Κάτω Πατήσια, Προμπονάς, Ριζούπολη, Λαμπρινή) ανέρχονται –με βάση εκτίμηση του αρχιτέκτονα και συνεργάτη της οργάνωσης Monumenta Νίκου Καββαδά– περίπου σε 1.500. Τα κτίρια αυτά «δίνουν μια εξαιρετική εικόνα της αρχιτεκτονικής που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1920 και της αρχιτεκτονικής της μετάβασης της δεκαετίας του 1930 στον μοντερνισμό», αναφέρει η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια του προγράμματος της Monumenta.

Γι’ αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τρόπαια «αστικής αρχιτεκτονικής», αν τροποποιούσαμε ελαφρώς την ατάκα του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τα αντίστοιχα τρόπαια της λαϊκής αρχιτεκτονικής: Που σύμφωνα με τον ποιητή, η εξέλιξη «τα διώχνει διαρκώς στην πάνω πόλη» – κοινώς τα αποδιώχνει από την οικιστική πραγματικότητα, σβήνοντάς τα και από τον χώρο των αναμνήσεων: «Σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε στις καρτ ποστάλ – ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας»…

Στην οδό Μηθύμνης, αριθμ. 27 και 29

Γιατί η συντήρηση;

Γιατί διατηρούμε τα νεοκλασικά; Γιατί στον οικιστικό τομέα τα νεοκλασικά εμφανίζονται ως στοιχεία απαραίτητα στον ιστό της πόλης, ως στοιχεία απειλούμενα με εξαφάνιση;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα επιβάλλει την αναδρομή στον πολεοδομικό πλουραλισμό. Ο οποίος είναι και το πρώτο ζητούμενο: Η ανάγκη να βλέπουμε την ιστορία της πόλης «ζώσα», η ανάγκη να υπηρετούμε τη μνημειακή λειτουργία όπως και όσο είναι δυνατόν, επομένως η ανάγκη να κατακρατούμε και να δανειζόμαστε στοιχεία από το παρελθόν. Δεν μπορούμε να αφήνουμε αυτά τα ζωντανά ή ζωντανεμένα μνημεία έρμαιο των εξελίξεων της συγκυρίας. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι βάνδαλοι καραδοκούν να παραμορφώσουν τις όψεις αυτών των σπιτιών….

Η διατήρησή τους είναι ύψιστο καθήκον της οποιασδήποτε Δημοτικής Αρχής, μια που τώρα η μεταφορά του συντελεστή δόμησης προσφέρει ένα ισχυρό όπλο για όσες περιπτώσεις παραμένουν αδιευκρίνιστες κάποιες σχέσεις ιδιοκτησίας ή κληρονομιών…

Σημειώσεις

1) Γιάννη Σχίζα, Αττική, εκδόσεις Σαβάλας, 1996
2) Γιάννη Σχίζα, «Μια κατάληψη που πρέπει να ζήσει», 2.11.2019, Δρόμος της Αριστεράς
3) Γιάννη Σχίζα, «Το κιτς ως αρνητικός πολιτισμός. Η περίπτωση της εξοχικής κατοικίας», Οικολογική εφημερίδα, oikoefimera.blogspot.com/2020/01/blog-post_61.html

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!