Του Δημήτρη Ουλή

 

Είναι πολύ διασκεδαστική η τάση πολλών συνομιλητών μου (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, δυστυχώς, και άνθρωποι τους οποίους εκτιμώ) να αντιδιαστέλλουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις από την κομματική τους έκφραση. Δεν είμαι «Ν.Δ.», σου λένε. Είμαι «φιλελεύθερος». Και ο φιλελευθερισμός, ως συνεκτική οικονομικο-πολιτική θεωρία, δεν πρέπει να συγχέεται με τις χυδαίες κομματικές του πραγματώσεις. Δεν είμαι «ΚΚΕ» – σου ξαναλένε. Είμαι «διεθνιστής». Και η γραφειοκρατία του Περισσού εκφράζει «μονάχα ως έναν βαθμό» το διεθνιστικό μου πνεύμα.

Το μοτίβο γνωρίζει αναρίθμητες παραλλαγές. Δεν είμαι χρυσαυγίτης, είμαι «πατριώτης». Δεν είμαι «αριστερός», είμαι «σοσιαλδημοκράτης». Δεν είμαι «αναρχικός», είμαι «ελευθεριακός». Πάει να πει: είμαι πολύ πιο «ψαγμένος» από τον ιδεότυπο του οπαδού, οι πολιτικές μου αναζητήσεις δεν εξαντλούνται στις κομματικές μου ταυτίσεις, είμαι απείρως πιο «large» από την παράταξη που ψηφίζω, την Εκκλησία της οποίας αποτελώ ποίμνιο, τα συμφέροντα της Εταιρίας που προασπίζω. Ανήκοντας σε αυτές, κάνω «σκόντο»: δεν εκφράζομαι απόλυτα, βάζω νερό στο κρασί μου. Και σε πολλές περιπτώσεις, διατυπώνω ανοιχτά τη διαφωνία μου.

Θεωρώ την τάση διασκεδαστική (και αφελή) για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι συνάδει απόλυτα με τα θέσφατα του μεταμοντερνισμού, βάσει των οποίων δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν τίποτα άλλο πέρα από το «κείμενο», και μόνο το «κείμενο». Σε σχέση με τη Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως και Το Πνεύμα των Νόμων, όλα είναι εκπτώσεις, συμβιβασμοί και παραφερνάλια.

Δεύτερον, διότι υποβάλλει την ιδέα μιας αριστοκρατικής αναδίπλωσης στην «ποιότητα» και την «υψηλή κουλτούρα» της πολιτικής γραμματείας του Διαφωτισμού – σε ένα συγκεκριμένο συμβολικό κεφάλαιο, δηλαδή, το οποίο η πλέμπα δεν μπορεί εξ ορισμού να κατανοήσει. Θα τολμούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι η συγκεκριμένη αναδίπλωση απηχεί ένα ορισμένο φονταμενταλιστικό πνεύμα, στο βαθμό που επιζητά να επαναθεμελιώσει τις καταστατικές αρχές της «γνήσιας» Δεξιάς, του «γνήσιου» Κέντρου ή της «γνήσιας» Αριστεράς.

Και τρίτον, διότι, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, το να θέλουμε να ξαναβρούμε το νόημα της πολιτικής στη θεωρία, αποσιωπώντας υποκριτικά αυτό που η θεωρία έγινε μέσα στην Ιστορία, «σημαίνει πως ισχυριζόμαστε πως η πραγματική Ιστορία δεν μετράει, πως η αλήθεια μιας θεωρίας είναι πάντα και αποκλειστικά “επέκεινα”, και τελικά ότι αντικαθιστούμε την επανάσταση με την αποκάλυψη, και το στοχασμό πάνω στα γεγονότα, με την εξηγητική των κειμένων». (1) Σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι επανακάμπτουμε στη φαντασιακή θέσμιση του ιδεαλιστή, η οποία βλέπει τον κόσμο ταυτισμένο με τη σκέψη, και επομένως πιστεύει ότι όλα τα προβλήματα του κόσμου μπορούν να λυθούν μονάχα με τη σκέψη.

Μιλώ ως φανατικός «ακτιβιστής»; Κάθε άλλο! Μιλώ απλά ως ένας άνθρωπος που αγαπά τα κείμενα υπερβολικά πολύ, για να τα βλέπει να αποσπώνται από το πεδίο της Ιστορίας, προκειμένου να μπουν στη γυάλα του εκάστοτε ατομικού νου. Οσοδήποτε «ψαγμένος» κι αν είναι αυτός.

 

1. Κ. Καστοριάδη, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Ράππας: Αθήνα, 1985, σελ. 21.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!