Υπάρχουν κάποια θεμελιώδη, δηλαδή πιο σκληρά, ερωτήματα. Εντελώς ενδεικτικά: Τι θα κάνει ένας βαριά αυτιστικός όταν πεθάνουν οι γονείς του; Γιατί μερικά παιδιά στα ειδικά σχολεία, στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, μυρίζουν; Πού και πώς θα κολυμπήσει το καλοκαίρι ένα παιδί σε καροτσάκι; Τι σημαίνει για τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ένα σχολείο-πάρκινγκ; Πόσο κοστίζει η παρέμβαση και η υποστήριξη κάθε είδους σε όσους τις χρειάζονται; Πόσα χρόνια έχει δικαίωμα κάποιος μαθητής να φοιτά σε ειδικό σχολείο και τι κάνει αφότου το τελειώσει; Τι κοινωνία είναι αυτή που καθιστά την αναπηρία ευκαιρία για μπίζνες; Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Πρώτον, η σχετικοποίηση της αναπηρίας δεν είναι ούτε αθώα, ούτε σωστή. Το «όλοι είμαστε άνθρωποι» είναι καλό και χρήσιμο όταν συνοδεύεται από δια ταύτα. Το ότι είσαι παράλυτος δεν είναι το ίδιο με το να σου πονάει το αυτί και το ότι είσαι αυτιστικός δεν έχει μεγάλη σχέση με το «όλοι μας είμαστε στον κόσμο μας», «όλοι έχουμε ιδιαιτερότητες». Προφανή πράγματα. Όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι το να προωθείται ένας τυπικός σεβασμός στην διαφορετικότητα, μια αποδοχή της που ελάχιστη σχέση έχει με την αναγκαία υποστήριξή της. Χαριτωμένες οι φράσεις τύπου «παιδιά με ειδικές ικανότητες», καμιά ικανότητα όμως δεν υπάρχει αφ’ εαυτής. Ωραία τα σχέδια για «ένα σχολείο», «συμπερίληψη», «ενσωμάτωση» κ.ο.κ. αλλά αυτά έχουν προϋποθέσεις. Αλλιώς πρόκειται για τσουβάλιασμα και υποβάθμιση με τον μανδύα της ισότητας. Και όταν η απόσταση ανάμεσα στο δυνάμει και το υπαρκτό είναι τεράστια, πρόκειται πια για καθαρή κοροϊδία.

Δεύτερον, ο σεβασμός δεν μπορεί να αποτελεί σκέτα διαπροσωπική απαίτηση. Είναι κι αυτή μια πλευρά που εντέχνως προωθείται. Σαν να μην υπάρχει κοινωνία, πολιτεία, θεσμοί, νόμοι, παρά μόνο διαπροσωπικές σχέσεις. Το παρκάρισμα σε θέση που εμποδίζει τη διέλευση κάποιου ανάπηρου είναι προφανώς εξοργιστικό. Το παρκάρισμα παιδιών σε σχολεία κοντεύει να γίνει αυτονόητο. Το ίδιο και με τον εθελοντισμό. Πραγματικά χιλιάδες συγκινούνται και βοηθούν με κάθε τρόπο ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Κι αυτό το φορτίο είναι πολύτιμο, όχι μόνο για τους ανθρώπους με προβλήματα. Σε πολλές περιπτώσεις άλλωστε, δίχως αυτές τις βοήθειες, το πρόβλημα θα ήταν τεράστιο. Δεν μπορεί όμως αυτό να γίνεται ο κανόνας.

Τρίτον, κάπως πρέπει να διαχωριστούμε από το πρότυπο «αυτού που τα καταφέρνει σε πείσμα όλων των δυσκολιών». Υπάρχουν άπειρα βιντεάκια στο διαδίκτυο με ανθρώπους που δεν λύγισαν μπροστά στο όποιο τους πρόβλημα. Σπουδαίο ως παράδειγμα. Ψυχοκινητικό. Αυτό πρέπει να προβάλεις σε ένα παιδί (συνήθως βέβαια εσύ το μαθαίνεις από αυτό). Να παλέψει να βγάλει άκρη. Όμως για τους «μεγάλους», τα πράγματα οφείλουν να τεθούν διαφορετικά. Δεν μάς χρειάζεται άλλο μια τέτοιου τύπου αποφασιστικότητα και ψυχολογία. Περισσότερο μάς λείπει ένα «μαζί» που πρέπει να εφευρεθεί εκ νέου. Να δούμε τη συντριπτική πλειοψηφία που δεν τα καταφέρνει και έπειτα τους «ήρωες» ή αυτούς που «ξεχώρισαν».

Τέταρτον, μεγάλη συζήτηση για τη γνώση, την επιστήμη, την ειδική παιδαγωγική, και δώστου μεταπτυχιακά και σεμινάρια παντός είδους. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι πρόχειρα. Περισσότερο καλύπτουν άρον-άρον και με το αζημίωτο τη «ζήτηση» παρά προσφέρουν κάποια σοβαρή γνώση. Όμως αλλού είναι το ζήτημα. Όταν κάτι λειτουργεί πρωτίστως ως τυπικό προσόν για να βρεις δουλειά, ως «χαρτί», και όχι ως πραγματικό εργαλείο ενόσω δουλεύεις, τότε η αξία του εντός του σχολικού περιβάλλοντος είναι μικρή. Η «γενική ατμόσφαιρα» είναι αυτή που συνήθως κρίνει τα πράγματα.

Αυτά τα αρχικά ερωτήματα προσπαθώ να μην ξεχνώ όταν μιλάω με τους γονείς των μαθητών μου. Κι αυτές τις πρόχειρες σκέψεις όταν συζητώ με τους «κανονικούς». Γιατί ως γνωστόν με τα παιδιά τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!