Ξεδιπλώνοντας για μια ακόμη φορά το αφήγημα της «αριστείας» και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που ανοίγει τον δρόμο προς το μέλλον, το Υπουργείο Παιδείας και το Ίδρυμα Ωνάση ανακοίνωσαν τη δημιουργία των πρώτων Δημόσιων Ωνάσειων Σχολείων (ΔΗΜΩΣ). Το δίκτυο των 22 ΔΗΜΩΣ σύμφωνα με τους εμπνευστές του έρχεται να απαντήσει «στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση για Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία στην Ελλάδα», προσφέροντας «σε περισσότερους από 6.000 μαθητές την εμπειρία του δημόσιου σχολείου του μέλλοντος». Στην πράξη το κράτος παραχωρεί 22 σχολικές μονάδες (11 γυμνάσια και 11 λύκεια), που μετατρέπονται σε πρότυπα Γυμνάσια και Λύκεια, στο Ίδρυμα Ωνάση, το οποίο αναλαμβάνει σε αντάλλαγμα μέρος του λειτουργικού τους κόστους (βελτίωση υποδομών, στήριξη δραστηριοτήτων), μέσω δωρεάς συνολικού ύψους 160 εκατ. ευρώ για 12 σχολικά έτη.

Το παραπάνω εμφανίζεται ως κομβικής σημασίας γεγονός κατά την προσφιλή επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης. Ένα ακόμη πυροτέχνημα πλάι σε αυτό της καμπάνιας για τον περιορισμό της χρήσης κινητών τηλεφώνων και κοινωνικών δικτύων, της ίδρυσης πρότυπων σχολείων κ.ά. που αδυνατούν (ή συνειδητά αδιαφορούν) να αναμετρηθούν με τα ουσιώδη προβλήματα του δημόσιου σχολείου, που αφορούν την εγκατάλειψη των υποδομών, την υποστελέχωση, τα γνωσιακά κενά που όλο μεγαλώνουν κ.ο.κ. Προβλήματα, η αντιμετώπιση των οποίων θα έθετε στο επίκεντρο την ουσιαστική ενίσχυση του Δημόσιου Σχολείου και όχι την άλωση αυτού από τη λογική του ανταγωνισμού (εξετάσεις φιλτραρίσματος για εισαγωγή στα πρότυπα σχολεία) και του κέρδους (χορηγοί και τώρα ιδρύματα).

Απόσυρση του κράτους με «κοινωνική ευαισθησία»

Η συντήρηση, η λειτουργία και ο εκσυγχρονισμός των σχολικών μονάδων είναι (ή θα έπρεπε να είναι) υποχρέωση του κράτους. Η μεταφορά αυτής της ευθύνης στην αρχή στους δήμους και από εκεί σε ένα δίκτυο εργολάβων και χορηγών, σήμανε την de facto απαξίωση του δημόσιου σχολείου. Τώρα πάμε ένα βήμα παρακάτω, αναθέτοντας το κόστος λειτουργίας ορισμένων πρότυπων μάλιστα σχολείων σε ένα ιδιωτικό ίδρυμα. Επιλέγονται μάλιστα, ως περιοχές εφαρμογής του προγράμματος αυτού, γειτονιές «που αντιμετωπίζουν κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις» ‒ έτσι ονομάζονται οι πάγια αντιμετωπιζόμενες ως δεύτερης κατηγορίας εργατογειτονιές των μεγάλων πόλεων, με την «κοινωνική ευαισθησία» να λειτουργεί ως προκάλυμμα για μια πολιτική ακραίου αποκλεισμού και νέων κατηγοριοποιήσεων. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την εμπειρία των πρότυπων σχολείων, όπου μόλις το 20% των αιτούντων κατάφερνε να εισαχθεί σε αυτά, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε μπροστά μας τον κίνδυνο μαζικής απόρριψης των παιδιών των λαϊκών οικογενειών από το σχολείο τους.

Πίσω από τις «ίσες ευκαιρίες» που διαφημίζει το Ίδρυμα Ωνάση και η κυβέρνηση κρύβεται η μετατροπή του καθολικού δικαιώματος της πρόσβασης σε ποιοτική δημόσια εκπαίδευση σε προνόμιο για λίγους, κατ’ όνομα «άριστους» και «ικανούς» καθώς τα διάφορα «αντικειμενικά» φίλτρα των εξετάσεων φέρουν σαφώς στο πυρήνα τους το κοινωνικό / ταξικό κριτήριο. Οι μαθητές εκπαιδεύονται στη λογική του ανταγωνισμού και της προσαρμογής (υπό την απειλή της απόρριψης) στα επιβαλλόμενα πρότυπα, εις βάρος της ουσιαστικής εκπαίδευσης και παιδαγωγικής. Οι γονείς καλούνται να προσαρμοστούν και αυτοί, απαιτώντας από το σχολείο όχι την καθολική διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση των παιδιών, αλλά την πρόσβαση σε project και λοιπές δραστηριότητες που ενισχύουν το προφίλ του μαθητή. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του ιδρύματος Ωνάση στην αιτιολόγηση της σημασίας των ΔΗΜΩΣ στο γεγονός πως «μόνο το 2024 κατατέθηκαν περισσότερες από 20.300 αιτήσεις για περίπου 4.800 διαθέσιμες θέσεις σε Πειραματικά και Πρότυπα Σχολεία».

Ποια εκπαίδευση;

Στο όνομα της ανεξαρτησίας και της αποκέντρωσης θολώνει μεθοδικά η ενιαία και καθολική εκπαίδευση, ανοίγοντας δρόμους για τη λογική και τις επιδιώξεις του ιδιωτικού να κυριαρχήσουν και στο δημόσιο σχολείο. Στο όνομα των ιδιαιτεροτήτων αλλά και της εισαγωγής νέων θεματικών, απαξιώνεται η βασική εκπαίδευση, τινάζεται στον αέρα ο ελάχιστος κοινός τόπος δηλαδή στη διαδικασία της μάθησης και τη θέση του παίρνει ένα τοπίο κατακερματισμού και πολλαπλών ταχυτήτων. Οι βασικές γνώσεις και δεξιότητες απαξιώνονται (μπορείς να ρωτήσεις το CHAT-GPT γι’ αυτές άλλωστε) και στη θέση τους έρχεται η ικανότητα προσαρμογής σε κάθε τι που φαντάζει καινοτόμο. Κάπως έτσι χρήσιμα πεδία όπως οι ψηφιακές δεξιότητες, η ρομποτική, οι τέχνες, ξεκομμένα από τη γενική εκπαιδευτική διαδικασία, γίνονται εργαλείο για τη διαμόρφωση ενός σχολείου που θα κυνηγάει (χωρίς ποτέ να μπορεί να ανταποκριθεί) την καινοτομία, προσαρμοζόμενο διαρκώς σε μια εικόνα για το μέλλον που του έχει επιβληθεί (χωρίς ουσιαστικό επιστημονικό και κοινωνικό διάλογο), κόντρα στις πραγματικές ανάγκες της σχολικής κοινότητας και της κοινωνίας ευρύτερα.


Τα «ιδρύματα» ως αποικιοκρατικοί μηχανισμοί

Στην υγεία, τον πολιτισμό, την παιδεία, τα «Ιδρύματα» έρχονται να καλύψουν το κενό που αφήνει η εγκατάλειψη του κράτους. Το ζήσαμε με τις δομές υγείας όπου το κράτος έβαζε λουκέτα σε περιφερειακά νοσοκομεία, άφηνε υποστελεχωμένο το ΕΣΥ, την ίδια στιγμή που διαφήμιζε τις δωρεές των ιδρυμάτων Στ. Νιάρχος και Ωνάση για την ίδρυση νέων νοσοκομείων (Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή κ.ά.) και την αναβάθμιση υποδομών σε υπάρχοντα. Το ζούμε στον πολιτισμό όπου από τη μία μεριά η Στέγη και από την άλλη το Κέντρο Πολιτισμού έχουν υποκαταστήσει στην πράξη το Υπουργείο Πολιτισμού, ελέγχοντας τη ροή χρηματοδοτήσεων, την καλλιτεχνική παραγωγή και την πολιτισμική φυσιογνωμία στη χώρα μας. Και έρχονται τώρα να βάλλουν χέρι και στην εκπαίδευση, προσοχή, όχι ιδρύοντας ένα ιδιωτικό σχολείο όπως τόσα άλλα, αλλά διεκδικώντας χώρο από το δημόσιο σχολείο, με την ίδρυση των ΔΗΜΩΣ να προβάλλεται όχι ως σχεδιασμός αλλά ως «κοινωνική ανάγκη».

Θα αντιτείνει κανείς ότι οι δωρεές «ευεργετών» ήταν διαχρονικά (από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους) ένας τρόπος εκσυγχρονισμού των δημόσιων υποδομών, όμως αυτό που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας πολύ απέχει από αυτή την πραγματικότητα. Στην πράξη τα «ιδρύματα» λειτουργούν ως αποικιοκρατικοί και χωροκατακτητικοί οργανισμοί. Χτίζοντας θεσμικές δικτυώσεις παρά το κράτος και με την ενθάρρυνση και διευκόλυνση αυτού, έρχονται να προωθήσουν μια ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα, λειτουργώντας (και αυτό το δηλώνουν ρητά στους στόχους τους) ως μοχλός αναδιαμόρφωσης συνολικά του τοπίου στη χώρα μας.

Η ανεξέλεγκτη μεγέθυνση της παρουσίας των «ιδρυμάτων» αυτών, της αδιαμεσολάβητης δηλαδή προώθησης των επιδιώξεων του μεγάλου κεφαλαίου σε κρατικές και κοινωνικές δομές, και ειδικότερα η εκχώρηση του πεδίου της καινοτομίας και του εκσυγχρονισμού (της εικόνας δηλαδή που διαμορφώνουμε ως κοινωνία για το επιδιωκόμενο μέλλον μας), είναι μια άκρως επικίνδυνη εξέλιξη, όχι άσχετη με τον γενικότερο κατακερματισμό σε ζώνες ειδικού ελέγχου που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να προωθείται στη χώρα μας.


Το σχολείο της γειτονιάς μας

Φαντάζεσαι τη γειτονιά σου χωρίς σχολείο; Ε, αυτό καταφέρνουν οι «φωστήρες» της «αριστείας», με την ανακοίνωση των ΔΗΜΩΣ, και μάλιστα ‒στο όνομα μια κάποιας «κοινωνικής ευαισθησίας»‒ με επίκεντρο τις μόνιμα παραμελημένες από την κάθε λογής διοίκηση γειτονιές. Εμφατικό παράδειγμα η Ξηροκρήνη της Θεσσαλονίκης (αντίστοιχα προβλήματα δημιουργούνται και στις υπόλοιπες περιοχές), που μένει στην πράξη χωρίς σχολείο, αφού το 12ο Γυμνάσιο και το 16ο Γενικό Λύκειο που βρίσκονται στην περιοχή, μετατρέπονται σε «Ωνάσεια», προσελκύοντας μαθητές και από άλλες γειτονιές. Και τα παιδιά της περιοχής αυτής, όσα τουλάχιστον δεν περάσουν το φιλτράρισμα των εξετάσεων εισαγωγής στα πρότυπα σχολεία, θα πρέπει να αναζητήσουν σχολική στέγη σε κάποια άλλη γειτονιά (με δικά τους έξοδα) ή διέξοδο σε κάποιο ΕΠΑΛ. Και αυτό έχουν το θράσος να το ονομάζουν «αναβάθμιση».

Τι αναχρονιστικό, αυτό το σχολείο της γειτονιάς μας! Ούτε αριστεία, ούτε εκσυγχρονισμός.  Προσκόλληση σε μια κοινότητα, που τείνει να εξαφανιστεί. Το δημόσιο σχολείο, παρ’ όλα όσα, αποτέλεσε διαχρονικά σημαντικό τόπο κοινωνικοποίησης για τους νέους ανθρώπους κάθε γειτονιάς. Στοιχείο της ταυτότητας και της διαμόρφωσης γενιών και γενιών, ειδικά εκεί που καθηγητές με μεράκι βρήκαν (ή έφτιαξαν) χώρο για πραγματική παιδαγωγική. Αν το σχολείο χάσει αυτή την πτυχή, χάνει την ψυχή του, μένοντας μόνο ως χώρος τυπικής αξιολόγησης προσόντων και ως δομή προσέλκυσης χορηγών για τη συντήρηση των υποδομών και διευθυντών μάνατζερ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!