Επιστρέφοντας από την επίσκεψη στις ΗΠΑ, όπου συνόδεψε τον πρωθυπουργό και είχε ειδικές συζητήσεις με την αμερικανική πλευρά για θέματα παιδείας (!!!), η υπουργός Παιδείας υποστηρίζει στη Βουλή ένα νομοσχέδιο, το οποίο σε λίγες μέρες θα ψηφιστεί. Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο γίνονται δεκτά τα πτυχία Κολλεγίων για τον διορισμό εκπαιδευτικών στο δημόσιο (άρθρο 50). Καταργείται, δηλαδή, η υποχρεωτικότητα της ακαδημαϊκής ισοτιμίας για να μπορούν οι κάτοχοι πτυχίων από ιδιωτικά κολλέγια να δώσουν εξετάσεις στο ΑΣΕΠ για διορισμό στο δημόσιο και αυτό μπορεί να γίνεται πλέον με την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας!
Η ιστορία δεν είναι καθόλου καινούργια. Ήδη, από το 2005, με την ευρωπαϊκή οδηγία 2005/36/ΕΚ συνιστάται η εξίσωση των πτυχίων των ελληνικών πανεπιστημίων με τα διπλώματα των ιδιωτικών κολλεγίων, κυρίως στο σημείο της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων. Οι έως τώρα κυβερνήσεις προσπαθούσαν να «στήσουν αναχώματα» μέσω της διαφοροποίησης επαγγελματικών δικαιωμάτων και ακαδημαϊκού τίτλου, και, επομένως, να αποφύγουν την πλήρη εξίσωση που θα οδηγούσε στο δικαίωμα συμμετοχής των αποφοίτων των κολλεγίων σε εξετάσεις ΑΣΕΠ για διορισμό στο δημόσιο (και στη δημόσια εκπαίδευση). Βέβαια, τέτοιες άμυνες, όταν παράλληλα προωθείται η άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από όλες τις πρόσφατες κυβερνήσεις, δεν μπορούν να είναι νικηφόρες. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, λοιπόν, ανερυθρίαστα, χωρίς ενοχές και κυρίως χωρίς αντίπαλο εξισώνει τις σπουδές του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου με τα ιδιαίτερα αμφισβητούμενα «χαρτιά» των παραρτημάτων των ξένων πανεπιστημίων.
***
Αν ερευνήσουμε ποια είναι, τέλος πάντων, αυτά τα ιδιωτικά κολλέγια θα βρούμε ότι: «O Σύνδεσμος Ελληνικών Κολλεγίων ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1998 και απαρτίζεται, μέχρι τώρα, από 10 Κολλέγια-Μέλη αναγνωρισμένα από το Υπουργείο Παιδείας, που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, στην πλειοψηφία τους βρετανικά. Τα Κολλέγια-Μέλη του Συνδέσμου είναι ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία συνεργάζονται κατ’ αποκλειστικότητα με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, αναγνωρισμένα από τις αρμόδιες αρχές της χώρας που εδρεύουν. Οι συνεργασίες αυτές βασίζονται σε συμφωνίες πιστοποίησης (validation) και δικαιόχρησης (franchising), οι οποίες οδηγούν σε πρώτο πτυχίο (bachelor) τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών».
Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι η διάταξη με την οποία εξισώνονται τα πτυχία των πανεπιστημίων με τα διπλώματα των παντοειδών κολλεγίων, συμπεριλαμβάνεται σε ένα νομοσχέδιο που έχει ως βασικό του θέμα την «Εθνική Αρχή Ανωτάτης Εκπαίδευσης», η οποία θα αναλάβει ουσιαστικό έλεγχο των Προγραμμάτων Σπουδών και της γενικότερης λειτουργίας των δημόσιων ΑΕΙ. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το 20% της χρηματοδότησης των Τμημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων θα εξαρτάται από την αξιολόγηση αυτής της Αρχής. Δηλαδή, η ήδη ασήμαντη κρατική χρηματοδότηση θα είναι κατά ποσοστό 20% (και έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι στη συνέχεια το ποσοστό θα ανεβεί) εξαρτημένη από την αξιολόγηση αυτής της Αρχής.
Το καλύτερο; Αυτός ο φορέας (η Εθνική Αρχή Ανωτάτης Εκπαίδευσης) δεν έχει δυνατότητα ελέγχου σε άλλες εκπαιδευτικές δομές που λειτουργούν στην Ελλάδα, των οποίων οι απόφοιτοι με το άρθρο 50 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου θα έχουν στην ουσία τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους αποφοίτους των δημοσίων ΑΕΙ!!!
***
Πώς θα μπορούσαμε ψύχραιμα να περιγράψουμε την παραπάνω κατάσταση; Ένα ακόμη βήμα προς τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης με πολλαπλές διαστάσεις:
α) Επιστημονική: Αυτό που καθιστά έναν εκπαιδευτικό θεσμό πανεπιστήμιο είναι η διεξαγωγή έρευνας. Φυσικά ουδείς ιδιώτης και ουδέν παράρτημα που εδρεύει στην πλατεία Κάνιγγος (όμορφη κατά τα άλλα) δεν θα δώσει ούτε ευρώ για έρευνα. Πρόκειται για μεταλυκειακά εκπαιδευτήρια που θα αναμασούν παλαιά γνώση, με κακοπληρωμένους διδάσκοντες και γυαλιστερά περιτυλίγματα για το μητρικό ίδρυμα κάπου στη Βρετανία (συνήθως).
β) Εθνική: Το ελληνικό πανεπιστήμιο θεωρείται ύποπτο και γιαυτό πρέπει διαρκώς να αξιολογείται, ενώ τα αγγλόφωνα παρατήματα θεωρούνται υπεράνω πάσης αξιολόγησης. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί που θα διοριστούν στο δημόσιο σχολείο, αφού έχουν σπουδάσει στα κολλέγια, θα έχουν κάνει μια απροσδιόριστη κατάρτιση χωρίς γείωση στην ελληνική πραγματικότητα, τον ελληνικό πολιτισμό και ταυτότητα.
γ) Κοινωνική: Η απόκτηση πτυχίου θα είναι πλέον καθαρά θέμα εισοδήματος της οικογένειας και θα αγοράζεται ανάλογα με αυτό. Είναι αυτονόητο ότι καμιά βάση εισαγωγής δεν θα τεθεί στα παραμάγαζα. Αλήθεια, όσοι κραυγάζουν για τους αμόρφωτους μαθητές/φοιτητές μας, πώς νιώθουν που οι εκπαιδευτικοί πλέον δεν θα έχουν μπει με εξετάσεις στο “ίδρυμα” που θα τους κάνει εκπαιδευτικούς, αλλά μόνο πληρώνοντας;
Οι παραπάνω βασικές διαστάσεις είναι απολύτως ισότιμες και διαπλέκονται μεταξύ τους με έναν παραδειγματικό τρόπο, που δείχνει ότι μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, προφανώς και δεν μπορεί να ελέγχει τους τίτλους των ανώτερων ιδρυμάτων της.
Ήδη μεγάλοι εκπαιδευτικοί οργανισμοί ετοιμάζονται να νοικιάσουν κτίρια στο κέντρο της Αθήνας. Η οικονομική «πίτα» είναι πολύ μεγάλη, η αγωνία των νέων για δουλειά και μόρφωση ακόμη μεγαλύτερη και οι αντιστάσεις των διοικήσεων των ελληνικών πανεπιστημίων ασήμαντες.
Το φοιτητικό κίνημα και το κίνημα των πανεπιστημιακών δεν μοιάζει να έχει συνέλθει από τον εθισμό στην εύκολη αντιπαράθεση και τη «συνδιαχείριση» των προβλημάτων που διέδωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, οι οιωνοί δεν είναι καλοί.
Η τελευταία μεγάλη στιγμή των κινημάτων αυτών ήταν η υπεράσπιση του άρθρου 16 για το δημόσιο χαρακτήρα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Το άρθρο 16 ισχύει ακόμη, αλλά είναι κενό γράμμα. Δεν χρειάζεται η αναθεώρησή του.
Στην καμμένη γη που άφησαν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις, οι καταπατητές του δημόσιου πανεπιστημίου θέλουν να χτίσουν αυθαίρετα. Συμβαίνει ακριβώς αυτό.
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)