Του Σωκράτη Μαντζουράνη. Αριστερά και δεξιά της εισόδου της πολυκατοικίας μας υπάρχουν δυο μικρά παρτέρια.
Στην αρχή του καλοκαιριού αγοράσαμε από τη λαϊκή δυο όμορφα δεντράκια -10 ευρω το ένα- τουλάχιστον να γαληνέψει λίγο το μάτι.
Δεν πέρασαν 2-3 μέρες, άφαντα τα φυτά.
Αφού τέλειωσαν τα σχόλια των γειτόνων, «πού θα φτάσουμε» κ.λπ., ξανά στη λαϊκή με επιμονή εμείς και να πάλι τα δεντράκια.
Με επιμονή όμως και ο δράστης και σε 3-4 μέρες τα δεντράκια έγιναν πάλι δυο άχαροι λάκκοι.
Για τρίτη απόπειρα αγοράς ούτε κουβέντα σε τέτοιους καιρούς, όμως πες-πες συμφωνήσαμε να το επιχειρήσουμε με την προϋπόθεση να αναλάβω την περιφρούρησήτους.
Έτσι κι έγινε.
Φρουρός άγρυπνος εγώ και έτοιμος να αντιμετωπίσω το θρασύ δράστη.
Πέρασαν δυο μέρες και μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, μια σκιά πλησιάζει τα δεντράκια, τα ξεριζώνει, τα χώνει σε μια σακούλα και φεύγει αργά-αργά.
Πετάγομαι και πανέτοιμος για σκληρή μάχη, πάω να συγκρουστώ με τον αδίστακτο κλέφτη.
Μια κοντούλα καλοντυμένη γυναίκα ήταν, που κούτσαινε και λίγο και κράταγε τα δεντράκια με προσοχή στην αγκαλιά της.
Σάστισα, κοντοστάθηκα, μου κόπηκε η φόρα και η λαλιά και ο τσαμπουκάς
-Κυρία μου…
Της έπεσε η σακούλα, με κοιτάζει και φεύγει αμίλητη.
Η κυρία Ειρήνη.
Παλιά εργάτρια στον ιματισμό, ο άντρας της αριστερός, ναυτεργάτης, μετά τον Eμφύλιο δεν τους χωρούσε ο τόπος, έφυγαν για Βέλγιο.
Εργάτης στα ορυχεία αυτός, όμως τα πνευμόνια του δεν άντεξαν, γύρισαν πίσω και σε λίγο πέθανε.
-Και τώρα κυρία Ειρήνη;
-Τώρα παιδί μου ήρθε ο πάτος. Μια σύνταξη που κατάφερα να πάρω, δεν φτάνει ούτε για τα μισά από αυτά που μου ζητάνε να πληρώσω.
Το σπιτάκι είναι υποθηκευμένο, για το φαΐ μου μένουν 35 ευρώ το μήνα. Τα φάρμακα τα κατάργησα και χρέωσα τη ζωή μου στο Θεό.
– Και τα δεντράκια…
-Συγγνώμη παιδί μου. Η απόγνωση… καταλαβαίνεις…Εννιά ευρώ πήρα… Βρήκα το κουράγιο να ψελλίσω κάτι για την Αριστερά και για την ανάγκη να το παλέψουμε και….
-Από λόγια και σχέδια παιδί μου, χόρτασα. Τους ανθρώπους να νοιαστούνε, γιατί έρχονται πιο δύσκολα. Αυτό να τους μηνύσεις .Αν θέλεις, πάρε τα δεντράκια.
Ούτε που το διανοήθηκα.
Μετάνιωσα όμως.
Θα μπορούσα να τα πάω στο Μαξίμου, προσφορά της κυρίας Ειρήνης στα ισοδύναμα που ψάχνουν.
Θα μπορούσα να τα πάω πεσκέσι στον αριστερό Κουβέλη να τα έχει σαν ατού, στη διαπραγμάτευσή του με την τρόικα.
Σκέφτηκα να τα φυτέψω και στον Περισσό, μήπως και καταλάβουν πως η κυρία Ειρήνη δεν θα προλάβει την υλοποίηση των αποφάσεων της Κ.Ε. για τον Σοσιαλισμό.
Θα μπορούσα επίσης να τα πάω και σε μια συνεδρίαση της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ και να τους πω ότι η κυρία Ειρήνη χόρτασε από σχέδια και λόγια και μάλλον δεν θα γραφτεί στις λίστες, του «ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ».
Όταν γύρισα, είπα τα καθέκαστα στη πολυκατοικία.
Την άλλη μέρα η κυρία Άννα του 3ου, μου έφερε μια όμορφη γλάστρα.
-Για την κυρία Ειρήνη, μου είπε.
Καλό καλοκαίρι να έχετε και καλά μυαλά, όλοι μας!
Δεν πέρασαν 2-3 μέρες, άφαντα τα φυτά.
Αφού τέλειωσαν τα σχόλια των γειτόνων, «πού θα φτάσουμε» κ.λπ., ξανά στη λαϊκή με επιμονή εμείς και να πάλι τα δεντράκια.
Με επιμονή όμως και ο δράστης και σε 3-4 μέρες τα δεντράκια έγιναν πάλι δυο άχαροι λάκκοι.
Για τρίτη απόπειρα αγοράς ούτε κουβέντα σε τέτοιους καιρούς, όμως πες-πες συμφωνήσαμε να το επιχειρήσουμε με την προϋπόθεση να αναλάβω την περιφρούρησήτους.
Έτσι κι έγινε.
Φρουρός άγρυπνος εγώ και έτοιμος να αντιμετωπίσω το θρασύ δράστη.
Πέρασαν δυο μέρες και μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, μια σκιά πλησιάζει τα δεντράκια, τα ξεριζώνει, τα χώνει σε μια σακούλα και φεύγει αργά-αργά.
Πετάγομαι και πανέτοιμος για σκληρή μάχη, πάω να συγκρουστώ με τον αδίστακτο κλέφτη.
Μια κοντούλα καλοντυμένη γυναίκα ήταν, που κούτσαινε και λίγο και κράταγε τα δεντράκια με προσοχή στην αγκαλιά της.
Σάστισα, κοντοστάθηκα, μου κόπηκε η φόρα και η λαλιά και ο τσαμπουκάς
-Κυρία μου…
Της έπεσε η σακούλα, με κοιτάζει και φεύγει αμίλητη.
Η κυρία Ειρήνη.
Παλιά εργάτρια στον ιματισμό, ο άντρας της αριστερός, ναυτεργάτης, μετά τον Eμφύλιο δεν τους χωρούσε ο τόπος, έφυγαν για Βέλγιο.
Εργάτης στα ορυχεία αυτός, όμως τα πνευμόνια του δεν άντεξαν, γύρισαν πίσω και σε λίγο πέθανε.
-Και τώρα κυρία Ειρήνη;
-Τώρα παιδί μου ήρθε ο πάτος. Μια σύνταξη που κατάφερα να πάρω, δεν φτάνει ούτε για τα μισά από αυτά που μου ζητάνε να πληρώσω.
Το σπιτάκι είναι υποθηκευμένο, για το φαΐ μου μένουν 35 ευρώ το μήνα. Τα φάρμακα τα κατάργησα και χρέωσα τη ζωή μου στο Θεό.
– Και τα δεντράκια…
-Συγγνώμη παιδί μου. Η απόγνωση… καταλαβαίνεις…Εννιά ευρώ πήρα… Βρήκα το κουράγιο να ψελλίσω κάτι για την Αριστερά και για την ανάγκη να το παλέψουμε και….
-Από λόγια και σχέδια παιδί μου, χόρτασα. Τους ανθρώπους να νοιαστούνε, γιατί έρχονται πιο δύσκολα. Αυτό να τους μηνύσεις .Αν θέλεις, πάρε τα δεντράκια.
Ούτε που το διανοήθηκα.
Μετάνιωσα όμως.
Θα μπορούσα να τα πάω στο Μαξίμου, προσφορά της κυρίας Ειρήνης στα ισοδύναμα που ψάχνουν.
Θα μπορούσα να τα πάω πεσκέσι στον αριστερό Κουβέλη να τα έχει σαν ατού, στη διαπραγμάτευσή του με την τρόικα.
Σκέφτηκα να τα φυτέψω και στον Περισσό, μήπως και καταλάβουν πως η κυρία Ειρήνη δεν θα προλάβει την υλοποίηση των αποφάσεων της Κ.Ε. για τον Σοσιαλισμό.
Θα μπορούσα επίσης να τα πάω και σε μια συνεδρίαση της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ και να τους πω ότι η κυρία Ειρήνη χόρτασε από σχέδια και λόγια και μάλλον δεν θα γραφτεί στις λίστες, του «ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ».
Όταν γύρισα, είπα τα καθέκαστα στη πολυκατοικία.
Την άλλη μέρα η κυρία Άννα του 3ου, μου έφερε μια όμορφη γλάστρα.
-Για την κυρία Ειρήνη, μου είπε.
Καλό καλοκαίρι να έχετε και καλά μυαλά, όλοι μας!
Σχόλια