Πιστός στην κοινωνική ευαισθησία της νεορεαλιστικής παράδοσης, που δημιούργησε ένα λαϊκό σινεμά με ήρωες τους μεταπολεμικούς προλετάριους, ο 55χρονος Ιταλός σκηνοθέτης Ματτέο Γκαρρόνε, με τη νέα του συνταρακτική ταινία «Εγώ, Καπετάνιος» (Αργυρός Λέοντας Βενετίας), επιστρέφει στο σκληρό ρεαλισμό του «Γόμμορα» (2008), επεκτείνοντας το σκοτεινό λυρισμό από το «Παραμύθι των παραμυθιών» (2015), για να φτιάξει ένα σύγχρονο παραμύθι με έφηβους μετανάστες, τους σημερινούς κολασμένους της γης. Στοχεύοντας να ευαισθητοποιήσει τα δυτικά ακροατήρια απέναντι στην αυξανόμενη ξενοφοβία της τελευταίας δεκαετίας, με τον πολλαπλασιασμό των μεταναστευτικών ροών, ο Γκαρρόνε υπογράφει ένα σενάριο που βασίστηκε σε πραγματικές ιστορίες, αναφερόμενος στα άγνωστα δεινά των μεταναστών, πριν φτάσουν -αν τα καταφέρουν ποτέ- στην Ευρώπη.
Στο Ντακάρ της Σενεγάλης, δυο ξαδέρφια, ο Σεϋντού (Σεϋντού Σαρ) και ο Μούσσα (Μουσταφά Φαλ), ονειρεύονται να γίνουν μουσικοί αστέρες στην Ευρώπη, ξεφεύγοντας από τη φτώχεια. Μάταια προσπαθούν οι μεγαλύτεροι να τους πείσουν ότι «η Ευρώπη δεν είναι ό,τι βλέπουν στην τηλεόραση», αναφερόμενοι στους χιλιάδες πνιγμένους Αφρικανούς στη Μεσόγειο. Τα δυο ξαδέρφια δουλεύουν σκληρά σε οικοδομές, προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για το ταξίδι.
Το γεμάτο περιπέτειες μακρύ ταξίδι τους, από Σενεγάλη, Μάλι, Νίγηρα και Λιβύη μέχρι τη Μεσόγειο και από εκεί στην Ευρώπη, παρουσιάζεται ως μια κατάβαση προς την κόλαση. Γεμάτη χρώματα, νιάτα, χαμόγελα και μουσικές, η ταινία αρχικά μεταφέρει την έννοια της πατρίδας, με τις παραδόσεις και την οικογένεια που κάθε μετανάστης αφήνει πίσω, για να δώσει έμφαση στις αγριότητες που ακολουθούν. Η οικεία αίσθηση της πατρίδας υπογραμμίζεται απ’ το παραδοσιακό στοιχείο στα τελετουργικά ξόρκια εξαγνισμού του σαμάνου, που ξεπροβοδίζει τους νεαρούς, όπως και η βραδινή υπαίθρια γιορτή, όπου τα δυο ξαδέρφια παίζουν παραδοσιακά τύμπανα σε πρωτόγονους ρυθμούς, για να χορέψουν οι γυναίκες κάθε ηλικίας της γειτονιάς, κάθε μια με τη δική της κίνηση. Αντίστοιχα λειτουργεί και η σκηνή όπου μια απλή φράση τούς εμπνέει να σκαρώσουν τραγούδι, συνδέοντας εφηβική ανεμελιά με την ασφάλεια της πατρίδας.
Οι λυρικές σκηνές των οραμάτων του Σεϋντού ντύνουν τον ωμό ρεαλισμό με ποιητική διάθεση. Μαζί με την αναφορά στις αφρικανικές παραδόσεις, τοποθετούν αυτή την οδύσσεια στη σφαίρα του παραμυθιού. Η λιποθυμισμένη γυναίκα στην ατέλειωτη πεζοπορία στην έρημο, που ο Σεϋντού φαντάζεται πως κρατάει από το χέρι, αιωρείται στον αέρα, ανάλαφρη σαν πούπουλο, με το πράσινο μαντήλι της να ανεμίζει, θυμίζοντας Σαγκάλ, συμβολική εικόνα στην αφίσα της ταινίας. Μαζί με το όραμα του βασανισμένου Σεϋντού στη φυλακή, με τον σαμάνο και τον άγγελο, ανακαλούν το μαγικό ρεαλισμό του Κουστουρίτσα. Μετά τον «Πινόκιο» (2019), ο Γκαρρόνε συνεχίζει την παραμυθένια διάσταση, διερευνώντας μέσα από τα μάτια των ευαίσθητων παιδιών το σκληρό κόσμο των μεγάλων, στα χνάρια των Ντίκενς και Ντοστογιέφσκι.
Όπως και στο «Mediterranea» (2015/Τζόνας Καρπινιάνο), μια εξίσου ρεαλιστική ταινία για την οδύσσεια ενός Αφρικανού, που καταλήγει εργάτης γης στην Ιταλία, και ο Γκαρρόνε στιγματίζει στην ταινία του τις νέες συνθήκες σκλαβιάς στην Ευρώπη, με την ιστορία των δυο αγοριών, που όπως και στο «Γόμορρα», αναζητώντας πλούτη και δόξα, καταλήγουν άλλο ένα γρανάζι στο βωμό της εκμετάλλευσης, με την παράνομη διακίνηση μεταναστών να γίνεται επικερδής επιχείρηση, σε Αφρική και Ευρώπη. Ο Γκαρρόνε αποκαλύπτει διεξοδικά όλη την αλυσίδα εκμετάλλευσης, παρουσιάζοντας την έκταση της εγκληματικής δράσης, σε ένα ταξίδι γεμάτο λαδώματα, με διαφορετική ταρίφα σε κάθε σταθμό, από τον παραχαράκτη πλαστών διαβατηρίων, τους συνοριοφύλακες, ληστές και διακινητές, με αποκορύφωμα τις σκληρές εικόνες βασανιστηρίων στις φυλακές, όπου όσοι δεν έχουν λεφτά, γίνονται αναλώσιμοι εργάτες στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα.
Τα δυο ξαδέρφια γίνονται εργάτες τόσο για να πληρώσουν το ταξίδι, όσο και για να επιβιώσουν, αδυνατώντας να αλλάξουν το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους, επιβεβαιώνοντας πως αποτελούν το σύγχρονο προλεταριάτο, το οποίο αποτυπώνει γλαφυρά ο Γκαρρόνε, με ωραίες εικόνες εργατικής αλληλεγγύης.
Η αποτύπωση της μετακίνησης των πρωταγωνιστών από την υποσαχάρια Δυτική Αφρική προς στις βόρειες Αραβικές χώρες, εκτός από χρωματική παλέτα, αλλάζει και τρόπο κινηματογράφησης. Στο Ντακάρ πριμοδοτούνται τα κοντινά πλάνα, με μια αεικίνητη κάμερα να ακολουθεί τους πρωταγωνιστές, σε συνεχόμενες λήψεις, καθώς περπατούν στα παζάρια και στις φτωχογειτονιές, θυμίζοντας τις βραζιλιάνικες φαβέλες στην «Πόλη του Θεού» (2002/Φερνάντο Μεϊρέγιες). Μόλις ξεκινήσουν το ταξίδι, το κάδρο ανοίγεται εντυπωσιακά στις ερημικές εκτάσεις, με αποκορύφωμα το πέρασμά τους από τη Σαχάρα, όπου συνδυάζονται εναέριες λήψεις και πλάνα κάτοψης για να εντάξουν τις μικροσκοπικές φιγούρες του ανθρώπινου καραβανιού, στις αχανείς εκτάσεις ολόγυρα, ενσωματώνοντας την περιπέτεια των εφήβων στο ευρύτερο δράμα χιλιάδων άλλων μεταναστών. Τα έντονα χρώματα υποχωρούν μπρος στο μπεζ της άμμου που πλημμυρίζει την οθόνη, τοποθετώντας τον ορίζοντα ψηλά, με σκονισμένες φιγούρες να θυμίζουν αμυδρά τον «Λόρενς της Αραβίας» (1962/Ντέιβιντ Λιν). Εντυπωσιακά και τα πλάνα με τις ανθρώπινες φιγούρες να ξεχωρίζουν κόντρα φως, καθώς περπατούν η μια πίσω από την άλλη, στις κορυφογραμμές των αμμόλοφων. Στα πλάνα στη Μεσόγειο, για να τονιστεί η ανθρώπινη απελπισία μπρος στην απεραντοσύνη του θαλάσσιου όγκου, το μικρό πλοιάριο γεμάτο ταλαίπωρους μετανάστες φαίνεται στα διαδοχικά πλάνα κάτοψης μια ανεπαίσθητη κουκίδα.
Ο Γκαρρόνε διαλέγει νεαρούς Αφρικανούς, εκμαιεύοντας δυνατές ερμηνείες, με τον Σεϋντού Σαρ να κερδίζει βραβείο ερμηνείας στη Βενετία. Δίνοντας έμφαση στη σαρκική διάσταση, τα ισχνά εφηβικά κορμιά έρχονται σε αντίθεση με την πληθωρική μητρική φιγούρα, ενώ σοκάρει η διάσταση της μάζας των αμέτρητων μεταναστών, στοιβαγμένων αδιακρίτως σαν σαρδέλες, σε φορτηγά, κελιά φυλακών και σκουριασμένα πλοιάρια, με την ανθρώπινη ζωή να μην έχει αξία.
Το δράμα των μεταναστών εκφράζεται απ’ την ατμοσφαιρική πρωτότυπη μουσική του Αντρέα Φάρι, σε σκηνές στην έρημο, που αποκαμωμένοι προσπερνούν μισοθαμμένα πτώματα ή όταν βρίσκονται σε κατάσταση παράκρουσης, στοιβαγμένοι στο καράβι. Αυτές οι διακριτικές συνθέσεις άμπιεντ ήχων εντείνουν δέος και μυστήρια ατμόσφαιρα, στις υπνωτιστικές βραδινές σκηνές, όταν το πλοιάριο περνάει δίπλα από τις τεράστιες φωτισμένες πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου. Ωστόσο, η ταινία χαρακτηρίζεται από μια αξιόλογη συλλογή των λεγόμενων αφρικανικών μπλουζ της ερήμου, μελαγχολικά τραγούδια που συνδυάζουν παραδοσιακά όργανα και ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής, με μπλουζ ηλεκτρικές κιθάρες και βραχνές φωνές σύγχρονων Αφρικανών καλλιτεχνών από Μάλι, Σενεγάλη και Νίγηρα, όπως Σάμπα Τουρέ, Μπομπινό και Αμπλάγε Σισόκο, αλλά και συγκροτήματα όπως Tinariwen και Tamikrest, πότε κατά την επίπονη εργασία των πρωταγωνιστών και πότε στις μετακινήσεις τους, καθώς διασχίζουν την έρημο.
Όπως αποκαλύπτουν και οι ταινίες «Man at sea» (2011/Κωνσταντίνου Γιάνναρη) και «Styx» (2018/Βόλφγκανγκ Φίσερ), ο Γκαρρόνε καταδικάζει την απάνθρωπη εγκληματική τακτική των Ευρωπαϊκών κρατών να αφήνουν σκόπιμα τους μετανάστες να πνίγονται στα ανοιχτά, με το συνταρακτικό κλείσιμό του, που υπογραμμίζεται από τον εκκωφαντικό θόρυβο των ελικοπτέρων εκτός κάδρου και την κάμερα να παραμένει για αρκετή ώρα καρφωμένη στο συγκλονισμένο πρόσωπο του Σεϋντού, σφραγίζοντας με το δακρυσμένο βλέμμα του την ελπίδα.
Το ντοκιμαντέρ «142 χρόνια» του Στέλιου Κούλογλου, με τον ακτιβιστή διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλο, που παρουσιάστηκε μόλις την προηγούμενη βδομάδα στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, θα μπορούσε να θεωρηθεί επίλογος της ταινίας, καθώς αποκαλύπτει τις παραδειγματικές βαριές νομικές ποινές που αντιμετωπίζουν όσοι βρίσκονται σε αντίστοιχη δυσχερή θέση με τον πρωταγωνιστή του Γκαρρόνε.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
- Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος διεξάγεται «αφιέρωμα στο Νέο Φινλανδικό Κινηματογράφο (21-27/3/2024)». Περισσότερα στο www.tainiothiki.gr
- Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) οργανώνει στις 26/3/2024 «Ημέρα γιορτής για το ελληνικό σινεμά», με προβολή ελληνικών ταινιών των τελευταίων τεσσάρων ετών. Τιμή εισιτηρίου 3€.