Δυσεπίλυτα προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και παραβιάσεις των ίδιων των συστημικών κανόνων παιχνιδιού
Του Παύλου Δερμενάκη
Το τελευταίο διάστημα αρχίζουν να πυκνώνουν τα σύννεφα ανησυχίας γύρω από το Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Σύστημα και τη φερεγγυότητά του. Επειδή τέτοιες εξελίξεις θα μας επηρεάσουν και μάλιστα πολύ βαθιά ως χώρα, καλό θα είναι να έχουμε μια εικόνα της κατάστασης και των πλέον πρόσφατων εξελίξεων.
Το τελευταίο καμπανάκι το χτύπησε ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο οποίος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην τηλεόραση της Rai την 1η Μαΐου δήλωσε: «Aν ήμουν ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, θα ανησυχούσα για τις γερμανικές τράπεζες» και συνέχισε παρακάτω: «Η περίοδος κατά την οποία μας έδιναν μαθήματα τελείωσε. Ο Γερμανός διοικητής διέθεσε 247 δισεκατομμύρια ευρώ και εύχομαι να είναι αρκετά για τις τράπεζές τους. Ο διοικητής έχει τόσα προβλήματα με τα οποία να ασχοληθεί. Όσο λιγότερο ασχολείται με την Ιταλία, τόσο καλύτερα».
Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν προφανώς απάντηση στα όσα υποστήριξε το μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ και επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank, J. Weidmann σε ομιλία του στη Ρώμη τέσσερις μέρες πριν (27/4). Δύο βασικά σημεία της ομιλίας του ήταν ότι: α) η ΕΚΤ «δεν μπορεί να αντιδρά ξεχωριστά στις ανάγκες της κάθε μεμονωμένης χώρας» και β) «Η στοχευμένη στήριξη από το ευρωσύστημα επιμέρους χωρών, όπως είναι οι αγορές ομολόγων για τις χώρες της Ευρωζώνης που πλήττονται από κρίσεις, είναι προβληματική».
Οι λόγοι της οργισμένης αντίδρασης Ρέντσι, εκ πρώτης απόψεως, είναι προφανείς: σταματήστε να ασχολείστε με τα τραπεζικά προβλήματα της Ιταλίας και κοιτάξτε τα δικά σας, κύριοι της Bundesbank, τα οποία μπορεί να είναι πολύ σημαντικότερα και δυσκολότερα.
Είναι γνωστό ότι το τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης, ένα συνεχώς διευρυνόμενο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το συνολικό ύψος τους ανέρχεται σε 360 δισ. € και από αυτά τα 200 δισ. € και πλέον είναι πολύ δύσκολες υποθέσεις. Το 360 δισ. αντιστοιχούν στο 20% του ΑΕΠ της Ιταλίας και συγκριτικά με τα αντίστοιχα επισφαλή δάνεια στην Ευρωζώνη αντιπροσωπεύουν το 1/3 αυτών. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των δανείων είναι επιχειρηματικά, κυρίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με δεδομένο ότι από 1/1/2016 ισχύει το bail-in, δηλαδή το κόστος πτώχευσης μια τράπεζας το φέρουν κατά σειρά οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και κατόπιν οι καταθέτες, διαμορφώνεται ένα αρκετά δύσκολο τραπεζικό περιβάλλον για την Ιταλία.
Παράλληλα, εντός του 2016 θα τρέξει ξανά διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (stress tests) των συστημικών τραπεζών. Συνεπώς, υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι ανησυχίας για την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος στην Ιταλία.
Ο Ρέντσι, για να αποφύγει λύσεις «κουρέματος» των καταθέσεων και κατ’ επέκταση πολιτικά προβλήματα, προσπαθεί να διαμορφώσει έναν ημι-κρατικό οργανισμό, με τη συμμετοχή των μεγάλων ιταλικών τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιριών, επενδυτών και του ίδιου του κράτους που θα αναλάβει να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κατάστασης των τραπεζών. Το fund που θα συσταθεί θα έχει την επωνυμία «Άτλας» και θα έχει μεταξύ άλλων αρμοδιότητες: α) να αγοράζει «κόκκινα» δάνεια και να καλύπτει κεφαλαιακά ελλείμματα τραπεζών, β) να προχωρά σε αγορές τίτλων από αυτούς που θα προκύψουν από την τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ίδιες τις τράπεζες, ώστε να διαμορφωθούν καλύτερες τιμές στην αγορά έναντι αυτών που θα ήθελαν τα «κοράκια» των αγορών.
Το πώς θα υλοποιηθεί αυτός ο σχεδιασμός από πλευράς Ιταλίας και τι θα γίνει με τις προβλεπόμενες αντιδράσεις επ’ αυτού της Γερμανίας θα είναι ένα από τα επόμενα επεισόδια της τραπεζικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
«Στο κόκκινο» και η Deutsche Bank
Όμως, ας δούμε ποια είναι η κατάσταση στο τραπεζικό της σύστημα της Γερμανίας και πόσο τηρούνται οι κανόνες.
Κατ’ αρχήν να σημειώσουμε ότι η Γερμανία, παρά το σημαντικό μέγεθος των τραπεζών της, επέβαλε να εξαιρεθούν από την εποπτεία της ΕΚΤ το 50% του τραπεζικού της συστήματος. Οι τράπεζες που έχουν εξαιρεθεί και εποπτεύονται από την Bundesbank, κύρια οι περιφερειακές, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας. Εξ ου και το «καρφί» Ρέντσι για τα 247 δισ. € που διέθεσε η Bundesbank για τη σωτηρία τους. Όμως, αυτά τα προβλήματα μάλλον είναι η εύκολη πλευρά της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος της Γερμανίας. Η δύσκολη είναι καλά κρυμμένη στους ισολογισμούς και στους λογαριασμούς παραγώγων κ.λπ. που ανεβάζουν τους κινδύνους στα ύψη έναντι αμφιλεγόμενων στοιχείων κεφαλαιακής επάρκειας και κυρίως αμφιλεγόμενων πρακτικών διαχείρισης και συμμόρφωσης με τους κανόνες.
Ας δούμε τα βασικά μεγέθη της Deutsche Bank (DB) ισολογισμός έτους 2015). Με ενεργητικό 1,63 τρισ. € έχει ίδια κεφάλαια μόλις 67,6 δισ. € και παρουσιάζει έκθεση σε παράγωγα 42 τρισ. € (1), δηλαδή 14 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας (2015). Τα μεγέθη από μόνα τους περιγράφουν το πρόβλημα. Αποτελέσματα, ζημιές 2015 6,8 δισ. € και στο Α΄ τρίμηνο 2016 -58% στα κέρδη (μόλις 236 εκ. €).
Όμως, τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ. Η DB διαχειρίζεται τις υποθέσεις με τεχνικές που παραβιάζουν τη νομοθεσία στα κράτη που δραστηριοποιείται. Δύο παραδείγματα ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο. Στις ΗΠΑ η θυγατρική της το 2015 δεν πέρασε επιτυχώς τα stress test και είχε συνέπειες. Παράλληλα της επιβλήθηκε, μετά από συμβιβασμό, πρόστιμο 1 δισ. δολάρια για σωρεία παραβάσεων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο: α) Έκθεση της τραπεζικής εποπτικής αρχής Βρετανίας αναφέρει παραβιάσεις στις διαδικασίες για το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας β) χειραγώγηση του Libor, για το οποίο έχει ήδη πληρώσει εκατομμύρια ευρώ σε πρόστιμα. Παράλληλα, ερευνώνται συναλλαγές της με τη Ρωσία που παραβιάζουν τους κανόνες εμπάργκο.
Τα θέματα, όμως, με τα τραπεζικά συστήματα Ιταλίας και Γερμανίας δεν σταματούν εδώ. Ένας από τους γνωστούς αναλυτές, ο George Friedman, σε πρόσφατη έκθεσή του (Μάρτιος 2016) αναφέρει ότι η Γερμανία θα μπορούσε να είναι το επόμενο μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης ως αποτέλεσμα των προβλημάτων των ιταλικών τραπεζών, που προβλέπει ότι θα «διοχετευτούν» στην Ολλανδία και από εκεί στη Γερμανία.
«Άλλους έσωσαν» τα μνημονιακά δάνεια
Πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας (ESMT) του Βερολίνου, που δημοσίευσε προχθές η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, αναφέρει συμπερασματικά ότι «Τα μνημονιακά δάνεια έσωσαν τις ευρωπαϊκές τράπεζες και όχι την Ελλάδα». Στη μελέτη αναλύονται όλες οι ροές χρηματοδοτήσεων από το 1ο και το 2ο Μνημόνιο για να βγει το παραπάνω συμπέρασμα. Ειδικότερα, από τα 220 δισ. που δανείστηκε η Ελλάδα μέσω των δύο πρώτων Μνημονίων, μόλις 9,7 δισ. € (λιγότερο από 5%) απευθείας στον κρατικό προϋπολογισμό. Τα υπόλοιπα πήγαν για την εξυπηρέτηση των δανειστών, αρχικά των ευρωπαϊκών τραπεζών και στη συνέχεια των νέων ιδιοκτητών του ελληνικού χρέους, ΕΚΤ, θεσμοί και κράτη-μέλη.
Η Ελλάδα έσωσε την περίοδο 2010-2012 τις ευρωπαϊκές τράπεζες που ήταν εκτεθειμένες στο ελληνικό δημόσιο χρέος (κατείχαν περίπου 180 και πλέον δισ. €). Στην πραγματικότητα, με τα 2 πρώτα Μνημόνια η Ελλάδα έσωσε τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το ομολογούν, πλέον, ανοικτά οι ίδιοι οι Γερμανοί. Τώρα, όμως, φαίνεται ότι το παιγνίδι «χοντραίνει», τα εθνικά και τα τραπεζικά μεγέθη που εμπλέκονται είναι απείρως μεγαλύτερα των ελληνικών. Σίγουρα, θα δούμε στην πορεία ενδιαφέρουσες εξελίξεις.