Του Σπύρου Παναγιώτου

 

 Αναζωπυρώνεται η στρατιωτική αντιπαράθεση στην περιοχή του Ντονέτσκ – Εντείνονται οι τουρκικές προκλήσεις κατά της χώρας μας

Εικοσιένα χρόνια μετά από τα δραματικά γεγονότα του 1996 η ιστορία επαναλαμβάνεται, δυστυχώς όχι ως φάρσα.

Η τουρκική επιθετικότητα έχει από τότε τροφοδοτηθεί και ενταθεί υπό το βάρος σημαντικών γεωπολιτικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων με αποτέλεσμα τα Ίμια να αποτελούν το σημείο αιχμής μιας συνολικότερης αμφισβήτησης των συνόρων του Αιγαίου που τώρα εξαπλώνονται σε ολόκληρο τον άξονα από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο.

Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Πολεμικά πλοία της Τουρκίας με επιβαίνοντα τον αρχηγό του Γενικού της Επιτελείου έκοβαν βόλτες γύρω από τα Ίμια και έβγαζαν φωτογραφίες προκαλώντας ανοικτά κάθε έννοια δικαίου και την ίδια την ειρήνη στην περιοχή. Το φωτογραφικό υλικό αναρτήθηκε στην επίσημε ιστοσελίδα του τουρκικού στρατού, όχι μόνο για εσωτερικούς λόγους, αλλά κυρίως ως μια επίσημη διακοίνωση, σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ε.Ε., ότι το «καθεστώς γκρίζου» στο Αιγαίο έχει παγιωθεί και στη βάση αυτή θα γίνει όποια συζήτηση αφορά το Κυπριακό, τα σύνορα, τις μεταναστευτικές ροές, την ΑΟΖ και ό,τι άλλο θεωρεί η Τουρκία σημαντικό για τα συμφέροντά της.

Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε ως συνήθως. Άκρα σιγή για τα μεγάλα επίδικα, «αυτοσυγκράτηση» για την προκλητική παράβαση του Διεθνούς Δικαίου και υψηλές δόσεις επικοινωνιακής πολιτικής. Ελικόπτερο με τον Π. Καμμένο πέταξε στην περιοχή των Ιμίων, για να ρίξει στεφάνι προς τιμή των νεκρών αξιωματικών του ΄96, «συνοδευόμενος» από τουρκικά μαχητικά που παραβίασαν τον ελληνικό εναέριο χώρο καμιά εκατοστή φορές.

Είχε προηγηθεί επίσκεψη Καμμένου στον Αμερικανό πρέσβη, όπου σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή παρουσιάστηκαν στοιχεία για τους σχεδιασμούς της Άγκυρας στον Έβρο που έδωσαν οι 8 Τούρκοι αξιωματικοί, και είχε ανακοινωθεί επίσημα διαταγή προς τον στρατό για χρήση «των εθνικών κανόνων εμπλοκής», δηλαδή τη δυνατότητα των διοικητών μονάδων να χρησιμοποιούν όπλα χωρίς κυβερνητική εντολή σε κάθε κρίσιμη εμπλοκή.

Όσοι νομίζουν ότι αυτά είναι προσωπική πολιτική του προέδρου των ΑΝΕΛ κάνουν λάθος. Οι λεονταρισμοί Βίτσα που ακολούθησαν πιστοποιούν ότι πρόκειται για κυβερνητικό σχέδιο. Σχέδιο καταφανώς για «εσωτερική κατανάλωση» τη στιγμή που σε όλα τα επίπεδα, (διαπραγμάτευση, νέα μέτρα, δημοσκοπήσεις) αναδεικνύονται αξεπέραστα αδιέξοδα.

 

Συνεχιστές της ίδιας πολιτικής

Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, σε όλες του τις εκδοχές, έχει ένα σταθερό προσανατολισμό απέναντι στην επιθετικότητα της γείτονος χώρας. Οπισθοχωρεί συστηματικά εκλιπαρώντας τον Δυτικό παράγοντα να αποτρέψει ή να περιορίσει μια εθνική καταστροφή.

Η κυβέρνηση Σημίτη του 1996 απάντησε στην τουρκική απόβαση στα Ίμια με το γνωστό

«Ευχαριστούμε τους Αμερικανούς». Αργότερα στη Μαδρίτη (1997) και το Ελσίνκι (1999) αναγνώρισε «τα νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο» δίνοντας έκτοτε νομικό έρεισμα στην επιθετικότητά της.

Ακολούθησε ο Γ. Παπανδρέου και η διατεταγμένη πολιτική φιλίας με την Τουρκία που έφθασε μέχρι τη δήλωση – στα Νέα 23/10/2000 «Θα μου φαινόταν περίεργο να πετάξει μια σοβαρή χώρα μια ολόκληρη πολιτική στον κάλαθο των αχρήστων… για κάποιες βραχονησίδες».

Για να φθάσουμε στον Αλ. Τσίπρα που συμφώνησε στην παρουσία της ΝΑΤΟϊκής αρμάδας στο Αιγαίο. Στην πράξη αποδέχθηκε το πραγματικό ρόλο της παρουσίας του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο – παρακολούθηση των Ρώσων στον πόλεμο της Συρίας – και νομιμοποίησε τις τουρκικές βλέψεις για μοίρασμα του Αιγαίου στον 25ο μεσημβρινό.

Έτσι οδηγηθήκαμε σταδιακά στη σημερινή κατάσταση όπου ο πρωθυπουργός της Τουρκίας δήλωσε ότι η χώρα του διεκδικεί 130 νησίδες στο Αιγαίο, ο Β. Καϊνάκ, αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, προειδοποιεί ότι «δεν θα επιτραπεί στην Ελλάδα» η εκμετάλλευση των νησίδων του Αιγαίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας να απειλεί με πόλεμο καθώς προειδοποίησε στη Χουριέτ (2/2/17) «θα προκληθεί κάποιο δυστύχημα μη αποκαταστάσιμο» και τον ίδιο τον Ερντογάν να αναφέρεται σε «προληπτικούς πολέμους έξω από τα σύνορα της Τουρκίας» εκεί όπου ο ίδιος νομίζει ότι απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα. Η σημερινή κατάσταση σε Κύπρο, Θράκη και Αιγαίο συνιστούν «απειλές» για την Τουρκία νομιμοποιημένες με την υπογραφή και τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων.

Η Τουρκία δεν παίζει σε Αιγαίο και Κύπρο. Έχει πολιτικό σχέδιο, θέληση, αποφασιστικότητα και δύναμη να υλοποίηση τις απειλές της. Η συνάντηση του Ερντογάν  με την πρωθυπουργό της Αγγλίας Τερέζα Μέι και αργότερα με την καγκελάριο Μέρκελ  πιστοποιούν ότι η Τουρκία, λόγω θέσης και δύναμης συνεχίζει να διαδραματίζει ρόλο στην ευρύτερη περιοχή και τα Βαλκάνια και άρα να είναι σε θέση να διεκδικεί παραχωρήσεις.

Στον αντίποδα η Ελλάδα θεωρείται από όλους προβλέψιμη και δεδομένη, ενώ το δίδυμο Τσίπρα – Μητσοτάκη παραδομένο στη μοίρα μιας αποικίας χρέους.

Είναι αυτό που κάνει τη διαφορά. Και τις εξελίξεις επικίνδυνες…

 

Καθόλου τυχαία η νέα ανάφλεξη στην Ουκρανία

Μέσα σε έναν ορυμαγδό αντικρουόμενων πληροφοριών μια νέα επικίνδυνη ανάφλεξη στο μέτωπο της Ουκρανίας εξελίσσεται την τελευταία βδομάδα . Ο δυτικός Τύπος αναπαράγει τις καταγγελίες του καθεστώτος της Ουκρανίας ότι οι «αυτονομιστικές δυνάμεις» του Ντονέτσκ είναι υπεύθυνοι της παραβίασης της εκεχειρίας του Μινσκ. Οι ιθύνοντες της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ έσπευσαν να υιοθετήσουν τις καταγγελίες και να απευθύνουν νέα απειλητικά μηνύματα κατά της Ρωσίας.

Από την πλευρά του το πρακτορείo Russia Today ανέφερε ότι οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν όταν παραστρατιωτικές οργανώσεις που ελέγχονται από την κυβέρνηση του Κιέβου, με τη βοήθεια του τακτικού στρατού της Ουκρανίας, επιτέθηκαν εναντίον πολιτών που εργάζονταν σε ορυχεία κάρβουνου κοντά στην πόλη Avdeevka, στην περιοχή του Ντονέτσκ, διακόπτοντας την παροχή ενέργειας τη στιγμή που 200 εργαζόμενοι βρίσκονταν κάτω από τη γη. Αυτή η επιθετική συμπεριφορά των παραστρατιωτικών ανάγκασε την πολιτοφυλακή  να ανταποδώσει τα πυρά και να επανακαταλάβει την περιοχή.

Το τελευταίο διάστημα έχουν πολλαπλασιασθεί οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην περιοχή. Μόνο την τελευταία βδομάδα έχουν χτυπηθεί πάνω από 3.200 στόχοι σε περιοχές γύρω από το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ με θύματα κυρίως άμαχο πληθυσμό.

 

ΝΑΤΟϊκά παιχνίδια πολέμου

Η ένταση στην περιοχή δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην Ανατ. Ουκρανία. ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα συνεχίζουν να συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ρωσίας ενώ ο Γ.Γ του ΝΑΤΟ δήλωσε ότι σε πρόσφατη συνομιλία του με τον Τραμπ συμφωνήθηκε ότι ο διάλογος με τη Ρωσία πρέπει να γίνει «από θέση ισχύος». Την ίδια στιγμή στη Βαρσοβία παρουσιάσθηκε ένα «παιχνίδι πολέμου» που διοργάνωσαν το Potomac Foundation (ΗΠΑ) και το Ίδρυμα Casimir Pulaski (Πολωνία).

Στο παιχνίδι χρησιμοποιήθηκε η πλατφόρμα HEGEMON, του αμερικανικού ιδρύματος,

που χρησιμοποιείται ήδη από τις χώρες της Βαλτικής και τη Σουηδία για στρατιωτικούς σχεδιασμούς σε βάρος της Ρωσίας. Σκοπός του «παιχνιδιού» ήταν να βοηθήσει στη κατανόηση της ρωσικής στρατιωτικής απειλής προς τις χώρες της Βαλτικής και της Πολωνίας και περιελάμβανε αποστολή αναλυτικής αναφοράς στο πολωνικό υπουργείο Άμυνας.

Τα πραγματικά ή εικονικά παιχνίδια πολέμου κοντά στα σύνορα της Ρωσίας εντείνονται σε μια όχι τυχαία στιγμή. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, παρά τις διακηρύξεις του για άμβλυνση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και περιορισμό των πυρηνικών όπλων, δεν έχει καταστήσει ακόμα σαφές το σχέδιό του. Ήδη όμως στην αρχή της εβδομάδας, μιλώντας στη Γερουσία, κατηγόρησε ευθέως του γερουσιαστές Τζον Μακ Κέιν και Λίντσεϊ Γκράχαμ ότι επιδιώκουν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο με τη στάση τους απέναντι στη Ρωσία.

Η απάντηση του αμερικανικού κατεστημένου ήρθε με την έκκληση Ομπάμα προς τους Αμερικανούς πολίτες να «συνεχίσουν να εξεγείρονται για την προάσπιση της δημοκρατίας» και από τη συμμαχία των τεχνολογικών «γιγάντων» της Silikon Valley (Google, Apple, Microsoft) ενάντια στο προεδρικό διάταγμα για τη μετανάστευση.

Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο των ΗΠΑ θα επιχειρήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα στις περιοχές των μεγάλων εντάσεων για να παγιδεύσει ή και να αποτρέψει τις προθέσεις Τραμπ. Η πολιτική Τραμπ, εσωτερική και εξωτερική, δεν είναι αποδεκτή από τις κυρίαρχες δυνάμεις των ΗΠΑ και η αντιπαράθεση είναι οξύτατη. Ο ανταγωνισμός και η περικύκλωση της Ρωσίας αποτελεί θεμελιώδη επιδίωξη του στρατιωτιοβιομηχανικού συμπλέγματος και των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης γεγονός που προδικάζει ότι η αντιπαράθεση με την πολιτική Τραμπ θα είναι βαθιά και θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για την ακύρωση ή την επίτευξη κάποιου συμβιβασμού. Η δημιουργία τετελεσμένων είναι παλιά και δοκιμασμένη μέθοδος.

Αυτός ο πρωτόγνωρος διχασμός στο εσωτερικό των ΗΠΑ που διαχέεται στις σχέσεις της χώρας με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. καθιστούν την περίοδο κρίσιμη αν όχι εξαιρετικά εύφλεκτη.

 

 

Ανταγωνιστικοί σχεδιασμοί σε εύθραυστο περιβάλλον

Επαφές Μέι και Μέρκελ με Ερντογάν

 

Τι ανάγκασε τη Βρετανίδα πρωθυπουργό και τη Γερμανίδα καγκελάριο, για τρίτη φορά από το 2016, να επισκεφτούν τον Ερντογάν στην Τουρκία την ίδια κιόλας βδομάδα;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν έχει αναδειχθεί σε μεγάλο πονοκέφαλο για το Δυτικό κόσμο με τα ανοίγματά του στη Ρωσία και την εμμονή του για την προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων της χώρας του σε Μ. Ανατολή και Αιγαίο.

Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται την Τουρκία σαν μια μεγάλη, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στην περιοχή που η ιδιαίτερη γεωπολιτική της θέση την καθιστούν κρίσιμη για τους υπό διαμόρφωση συσχετισμούς. Κατά συνέπεια οι «εμμονές» Ερντογάν δεν καθορίζουν τη στάση τους απέναντι στην Τουρκία. Μέλημά τους παραμένει η παραμονή της Τουρκίας στους σχεδιασμούς και την επιρροή τους και η διαπραγμάτευση ή αποδοχή των απαιτήσεών τους χωρίς να «δίνουν δεκάρα» για το Διεθνές Δίκαιο και τα σχετικά. Συμπεριφέρονται δηλαδή στην Τουρκία με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο από ό,τι στην «παραδομένη» στις ορέξεις τους Ελλάδα.

Οι επισκέψεις Μέι και Μέρκελ δεν ήταν λοιπόν απόπειρα συνετισμού ενός απρόβλεπτου ηγέτη. Πολύ περισσότερο όταν το Δυτικό στρατόπεδο είναι βαθιά διχασμένο όσο αναζητούνται νέες ισορροπίες και επαναδιαμορφώνονται οι πολιτικές των ΗΠΑ σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή και τη Ρωσία.

Η Μέρκελ, πέρα από τα χωρίς πρακτική σημασία λογίδρια περί δημοκρατίας, είχε «επιχειρησιακού τύπου» συνομιλίες με τον Ερντογάν με θέμα τις προσφυγικές ροές, τις εμπορικές σχέσεις αλλά και το Κυπριακό. Συνομίλησαν ακόμα για τη συνεργασία στα στρατιωτικά μέτωπα Συρίας και Ιράκ και, παρά τις επίσημες ανακοινώσεις, αναμφισβήτητα αναζητήθηκαν ρόλοι και συνεργασίες στο παλιό γερμανικό σχέδιο διαχείρισης των εξελίξεων στα Βαλκάνια. Ατζέντα καθόλου ευκαταφρόνητη.

Στον αντίποδα κινήθηκε η συνάντηση Μέι – Ερντογάν. Η υπογραφή μια τεράστιας στρατιωτικής συμφωνίας και άλλες οικονομικές συνεργασίες ήταν απλά τα φανερά αποτελέσματα. Η συνάντησή τους έγινε αμέσως μετά από τις συζητήσεις της με τον Τραμπ – όπου ανακοίνωσαν την ανάληψη πρωτοβουλιών ανάδειξής τους σε παγκόσμιο ηγετικό πόλο – και το θέμα αυτό δεν έλειψε από την ατζέντα. Η στήριξη της Αγγλίας στις κοινές τους επιδιώξεις στο Κυπριακό (και οι αντίστοιχη προσπάθεια να πεισθεί η νέα αμερικανική κυβέρνηση) ήταν το απαραίτητο κερασάκι σε μια προσπάθεια να διευθετηθούν διαφορές για το Κουρδικό, την κατάσταση στη Συρία και τις εγγυήσεις για τη σταθερότητα του Ερντογάν. Υπό αυτούς τους όρους, και κάτω από τους νέους αμερικανικούς σχεδιασμούς, συζητήθηκαν οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. και τη Ρωσία και εξετάσθηκαν οι δυνατότητες συνεργασιών.

Ο προσεταιρισμός της Τουρκίας σε μια εποχή διχασμού και ανταγωνιστικών σχεδίων δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τι δεν είναι κατανοητό;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!