Συνέντευξη στον Ζαχαρία Ρουστάνη
«Πρέπει η Αριστερά να ανασυνδεθεί με την πρόοδο. Να πάψει να νομίζει ότι το πολιτικό σύστημα αποτελεί το ταυτολογικό ισοδύναμο του κράτους και να εξαγγείλει την ανασύνδεσή του με την κοινωνία των πολιτών», λέει στον Δρόμο της Αριστεράς ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Γιώργος Κοντογιώργης. Επίσης, αξιολογεί το εκλογικό αποτέλεσμα και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους καλείται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει πολιτικές υπέρβασης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η μαζική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, η κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε κόντρα στην «αριθμολαγνεία» των προεκλογικών αντιπαραθέσεων, άφησε άραγε πίσω της γενικότερα την «πολιτική» όπως τη γνωρίζαμε ως σήμερα;
Να είμαστε ακριβείς. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν πρόκειται για μαζική υπερψήφιση, αλλά για σημαντική μεν αλλά αναγκαστική μετατόπιση του εκλογικού σώματος. Εάν συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία διέρχεται μια πρωτοφανή καταστροφή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είχε συγκεντρώσει πάνω από 60%. Μια άλλη επισήμανση έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερψηφίσθηκε για την αριστερή του ιδεολογία ή γιατί εμπνέει το παρελθόν του. Πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι είναι γέννημα της κρίσης και πιο συγκεκριμένα της άρνησης των κομμάτων που κυβέρνησαν και κατέστρεψαν τη χώρα να αντλήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα και, κυρίως, να σημάνουν αλλαγή πορείας. Έχει σημασία επομένως να συγκρατήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία δεν θέλησε να γίνει χορηγός πολιτικής ηγεμονίας στον ΣΥΡΙΖΑ. Τον ψήφισε με φειδώ ώστε να δοκιμάσει μια άλλη επιλογή, με επίκεντρο τις διακηρύξεις του για την αναδιάταξη της χώρας και την ανάκτηση της αξιοπρέπειάς της. Κατά τούτο, η στάση αυτή της κοινωνίας, αποτελεί μια πρόκληση για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν αντλήσει από το εκλογικό αποτέλεσμα τα σωστά συμπεράσματα, μπορεί πολύ σύντομα να αλλάξει άρδην το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα και, κατ’ επέκταση, η διεθνής θέση της χώρας. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει πρωταρχικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αφήσει πίσω της το κόμμα και τις νοοτροπίες του 3%, να πολιτευθεί στη βάση πολιτικών υπέρβασης του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αντί να καταγίνεται με συνθέσεις συμφερόντων που πολύ σύντομα θα τις βρει μπροστά της και θα την προσγειώσουν. Το διακύβευμα της προόδου συνδέεται με μια νέα σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, όχι με αντιλήψεις για το κράτος του 18ου-19ου αιώνα. Το δίλημμα αυτό αποτελεί το κλειδί για να αλλάξει ο πολιτικός χάρτης της χώρας και να αφεθεί πίσω της η δυναστική κομματοκρατία που κατατρώγει τις σάρκες του ελληνισμού δύο αιώνες τώρα.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα δύο-τρία κεντρικά ζητήματα στα οποία «καλείται να δώσει εξετάσεις» και να κριθεί αυστηρά η νέα κυβέρνηση;
Το εξής ένα: το κράτος, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του πολιτικού συστήματος, που το ενσαρκώνει. Με λυπεί όταν βλέπω να μετατίθεται κατά τρόπο μονοσήμαντο το ελληνικό πρόβλημα στο χρέος και στην ανάπτυξη. Όχι διότι δεν είναι αυτά που σηματοδοτούν την έννοια της κρίσης. Εννοώ ότι στην ελληνική περίπτωση το κράτος γέννησε το χρέος και εμποδίζει την ανάπτυξη. Αυτό δημιουργεί τα ελλείμματα, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, που κατατρώει τις σάρκες της ελληνικής κοινωνίας. Το κράτος αυτό εμποδίζει τις επενδύσεις, διώχνει μακριά τα ελληνικά παιδιά και τα ελληνικά κεφάλαια. Έχω επισημάνει από την αρχή της κρίσης ότι η δύναμη της Ελλάδας, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι καταλυτική. Για να φέρει αποτέλεσμα όμως, για να γίνει αξιόπιστος διαπραγματευτής, πρέπει να «έχει πρόσωπο», να ανασυγκροτηθεί, ώστε να αποτινάξει τον απεχθές έρμα του πολιτικού συστήματος/κράτους. Το ερώτημα είναι εάν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει συνείδηση του γεγονότος αυτού και, προφανώς, τη βούληση να διαπράξει το αυτονόητο. Διότι σε συνθήκες καταστροφής απαιτείται να ματώσει το πολιτικό προσωπικό και το κράτος σε όλα τα επίπεδα, μέχρι τον τελευταίο κλητήρα. Εκ βάθρων και τώρα. Όσοι ισχυρίζονται ότι αυτό απαιτεί χρόνο ή ότι δεν είναι εύκολο, απλώς αφήνουν να εννοηθεί ότι έχουν ήδη αποδεχθεί να κινηθούν στο περιβάλλον του παλαιού καθεστώτος. Μια τέτοια ανασυγκρότηση προϋποθέτει ο υπάλληλος να υπέχει προσωπική ευθύνη έναντι του πολίτη και ο πολίτης να διαθέτει δικαίωμα εννόμου συμφέροντος να αξιώνει άμεση ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων του. Διατυπώσεις όπως «όποιος θέλει να επενδύσει να απευθυνθεί στον υπουργό» φανερώνουν είτε πελατειακή παλαιάς κοπής συναντίληψη είτε άγνοια των πραγμάτων. Το επιχειρείν πρέπει να εγγραφεί σε μια καθημερινή διοικητική λειτουργία, την οποία το κράτος ελέγχει εάν τοποθετείται στο πλαίσιο της κανονιστικής και κοινωνικής συλλογικότητας. Από την άλλη, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι πατάσσεται η διαπλοκή και η διαφθορά στην κορυφή, το πρόβλημα της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης (και της δικαιοσύνης) θα παραμένει. Πρέπει να πάψουμε να θεωρούμε ότι η εφαρμογή του νόμου αποτελεί αυταρχική υπόθεση. Ότι η αρμοδιότητα του πολιτικού συστήματος και του κράτους τελειώνει με την ψήφιση του νόμου. Και ότι εάν τα πράγματα εκτροχιασθούν η λύση θα είναι να ψηφίσουμε έναν νέο νόμο. Ο πολίτης θα λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο που θα του υποδείξει ή επιβάλει το σύστημα. Το έθος και το ήθος του πολίτη είναι αυτό που διδάσκει το πολιτικό σύστημα. Οι Έλληνες απανταχού της γης διαθέτουν τεράστια κεφάλαια τα οποία ούτε διανοούνται να επενδύσουν στη χώρα. Διότι θα δεινοπαθήσουν και θα απαιτηθεί να μετέλθουν τη διαπλοκή. Οι Έλληνες της χώρας δραπετεύουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό επειδή απειλούνται από το κράτος, όχι γιατί αυτό τους συμφέρει περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ελληνικός εφοπλισμός είναι πρώτος στον κόσμο αλλά η χώρα δεν διαθέτει ούτε ένα ναυπηγείο. Ο ελληνικός κόσμος στενάζει κάτω από τη δυναστική πολιτική πραγματικότητα και όταν έρχεται η στιγμή του απολογισμού σπεύδουμε να ενοχοποιήσουμε τα θύματά της. Αρκεί να δούμε τι συμβαίνει στην ύπαιθρο χώρα: στο όνομα μιας παγκόσμιας πρωτοτυπίας, που έχει το όνομα «δασική έκταση», έχει υποθηκευθεί το σύνολο σχεδόν της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ενώ την ίδια στιγμή, τα δάση αφήνονται βορά στους καταπατητές. Η μεταφυσική προσέγγιση του περιβάλλοντος υπονοεί ότι η Ελλάδα πρέπει να μην ξανακατοικηθεί. Με τον τρόπο αυτόν, το μεν πουρνάρι έχει μεταβληθεί σε ιερό δέντρο, ενώ οι ελαιώνες, οι πορτοκαλεώνες κ.λπ. έγιναν μπετόν. Όμοια θα έλεγα για την πολιτισμική κληρονομιά. Αντί να ενταχθεί οργανικά στον παραγωγικό ιστό της χώρας, με τη δημιουργία αρχαιολογικών πάρκων κ.λπ., έχουν αφεθεί βορά στην αρχαιοκαπηλία και στην κάθε είδους καπηλεία. Σε όλα αυτά, η διέξοδος μπορεί να αναζητηθεί στην κοινωνική επιχειρηματικότητα που θα ενέτασσε το άτομο στη σύνολη παραγωγική διαδικασία. Εάν λ.χ. προωθηθεί από το κράτος η καθετοποίηση της παραγωγής και η διασύνδεσή της με τις αγορές. Είναι τραγικό να παράγουμε λάδι, αλλά να αντλούν την υπεραξία του οι Ιταλοί, επειδή η χώρα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Θα μπορούσα να απαριθμήσω σειρά από πολιτικές για να καταδειχθεί πόσο δίπλα μας είναι η δυνατότητα της ανάπτυξης και η συνάντησή της με την κοινωνία, αλλά και πόσο είμαστε βαθιά εμποτισμένοι με το ιδεολογικό όπιο του παρελθόντος. Είναι όντως μείζον να ανατραπεί η πελατειακή προσέγγιση του δημόσιου τομέα και των πολιτικών του ή να διασφαλισθεί η κοινωνική -και όχι η κρατική- λειτουργία των θεμελιωδών υποδομών. Όμως, η ανάπτυξη θα έρθει και θα είναι διαρκής εάν απελευθερωθούν οι δυνατότητες της κοινωνίας, εάν διασφαλισθεί ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης του κράτους προς την κοινωνία. Είναι εξίσου μείζον να διαρραγεί η οργανική σχέση της πολιτικής με το παρασιτικό μέρος της αστικής τάξης που νέμεται το δημόσιο αγαθό. Όμως αυτό, για να μην είναι προσωρινό, πρέπει να συνοδευθεί με τη δημιουργία μιας υγιούς ως προς τη φύση της αστικής τάξης. Το κράτος οφείλει να νομοθετεί όχι για να χειραγωγήσει τον πολίτη, αλλά για τον απελευθερώσει, και θα έλεγα για να εντάξει τη λειτουργία του στο πλαίσιο της κοινωνικής συλλογικότητας. Δεν απελευθερώνεται ο πολίτης όταν το κράτος αξιώνει να έχει λόγο για το πώς αυτός θα οργανώσει τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού του για να ικανοποιεί τις εξελισσόμενες ανάγκες του, παρακάμπτοντας την ευθύνη του για τη χωροταξία. Ή παγιδεύοντάς τον σε ατέρμονες «πονηριές» που συνέχονται με την ιδιοκτησία του ή με το επιχειρείν, επειδή αναζητεί με αυτόν τον τρόπο να βρει παρασιτικούς ρόλους να παίξει. Είναι τραγικό να διαπιστώνει κανείς ότι αυτή η κοινωνία ανακάλυψε και ιστορικά διαχειρίσθηκε το επιχειρείν, τη νομισματική οικονομία, μέχρι τη νεότερη εποχή, το κράτος της όμως το έχει αναγάγει σε πρωταρχικό του αντίπαλο. Για να γίνει όμως η στροφή αυτή, πρέπει η Αριστερά να ανασυνδεθεί με την πρόοδο. Να πάψει να νομίζει ότι το πολιτικό σύστημα αποτελεί το ταυτολογικό ισοδύναμο του κράτους και να εξαγγείλει την ανασύνδεσή του με την κοινωνία των πολιτών. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι η παιδεία. Εκτιμώ ότι οι επιλογές που έγιναν εκεί -σε επίπεδο προσώπων και πρώτων εξαγγελιών- απέχουν πολύ από μια σύγχρονη όσο και προοδευτική προσέγγιση της παιδείας.
Ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη, η βέλτιστη στάση της ενισχυμένης Αριστεράς, απέναντι σε αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός γύρισε την πλάτη;
Ακούω ότι ορισμένοι στην κυβέρνηση προβάλλουν το δημοψήφισμα ως μείζονα επιλογή προς μια προοδευτική και μάλιστα «αμεσοδημοκρατική» κατεύθυνση. Μου θυμίζει εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο λαός ανέβηκε στην εξουσία επειδή τον εξουσιάζουν αυτοί και όχι κάποιοι άλλοι. Οι απόψεις αυτές εκτός του ότι είναι αναχρονιστικές και ιδιοτελείς, δεν μεταβάλλουν τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Το διακύβευμα δεν είναι πια να λειτουργεί ο πολιτικός ως καθοδηγητής, αλλά να μεταβληθεί σε εντολοδόχο. Η πρόοδος συνδέεται με την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ της κοινωνίας και με την πρόταξη στο πλαίσιο αυτό της ελευθερίας, της χειραφέτησης όχι της κηδεμονίας. Για να ξαναγίνει η κοινωνία σκοπός της πολιτικής δεν αρκεί να δηλώνει κάποιος ότι εάν του εμπιστευθεί τη διακυβέρνηση η κοινωνία θα είναι πιο ηθικός και συνεπής από ό,τι οι άλλοι. Η αιτία της διαπλοκής, της διαφθοράς, της πολιτικής αδυναμίας της κοινωνίας, της παντοδυναμίας των αγορών είναι ο εγκιβωτισμός της έξω από την πολιτεία. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή οφείλει να γίνει με την ανασυγκρότηση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Την οποία ως εκ της φύσεώς του δεν δύναται να αποκαταστήσει το δημοψήφισμα. Η υπαγωγή του πολιτικού προσωπικού στο κράτος δικαίου, η υποχρεωτική διασύνδεση της σκέψης του με το κοινό συμφέρον, η αξιολόγηση των πολιτικών του με γνώμονα το όφελος για τη χώρα, αποτελούν το πρόκριμα. Για να γίνουν όμως αυτά και κυρίως για να έχουν διάρκεια, πρέπει η κοινωνία των πολιτών να γίνει θεσμικός άμεσος και καθημερινός συντελεστής της πολιτικής διαδικασίας. Μια μεταβατική λύση, αμέσου αποτελέσματος, προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η εισαγωγή του δημοσκοπικού δήμου.
Η κοινωνία, ο κόσμος πιέζει για περισσότερη δημοκρατία και συμμετοχή. Πώς μπορεί να το υπηρετήσουν αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση, με ποιες διαδικασίες και πρωτοβουλίες;
Εάν οι άρχοντες του ΣΥΡΙΖΑ εμπιστευθούν την κοινωνία, θα βρουν τον τρόπο. Η κοινωνία σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου δηλώνει ότι απορρίπτει συλλήβδην το πολιτικό σύστημα σε ποσοστό 91%. Μόνο το άκουσμα αυτό θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει σεισμό προβληματισμού στο πολιτικό προσωπικό. Αποσιωπήθηκε… Είναι προφανές ότι για την ώρα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε κάποια άλλη πολιτική δύναμη ουδέ καν η διανόηση είναι έτοιμες να διαλεχθούν με την κοινωνία με όρους υπέρβασης του συστήματος. Γι’ αυτό και επανέρχομαι στην επισήμανση ότι η πολιτική δύναμη που θα υιοθετήσει την προοπτική έστω μιας σχετικής προσομοίωσης του πολιτικού συστήματος προς την αντιπροσώπευση θα ηγεμονεύσει. Είναι ο μόνος τρόπος να εμπνευσθεί η κοινωνία από τον λόγο ενός ηγέτη. Μου προκαλεί εντύπωση ότι η Αριστερά αρθρώνει τον ίδιο φοβικό και δη ολιγαρχικό λόγο, με τη δεξιά, στο ζήτημα μιας άλλης προσέγγισης της σχέσης της πολιτικής με την κοινωνία. «Δεν πολιτεύομαι με βάση τις δημοσκοπήσεις» ακούγονται συχνά να λένε, χωρίς να αναλογίζονται τη σημασία της δήλωσής τους. Ότι δηλαδή δεν αποδέχονται να εναρμονίσουν τις πολιτικές τους με τη βούληση της κοινωνίας. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η έννοια του πολιτικού κόστους δεν συνδέεται με τη στάση της κοινωνίας αλλά με τις αντιδράσεις των παρακοιμώμενων της εξουσίας και των συγκατανευσιφάγων.
Συμπέρασμα: Απαιτείται μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, του κράτους και η άρση των αγκυλώσεων που εγκαθιστά η μονοθεσία για να καλλιεργεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Εάν αυτό συμβεί, η κυβέρνηση θα προικισθεί με ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη για το χρέος και θα επιτρέψει στη χώρα να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης με τις δικές της δυνάμεις.