Του Ιάσονα Κωστόπουλου
Η αναστάτωση των υποψηφίων που δεν κατάφεραν να μπουν φέτος στη σχολή της επιλογής τους, είναι δικαιολογημένη, ασχέτως των επιδόσεων τους. Είναι παράλογο, έπειτα από δύο σχεδόν χρόνια με τα σχολεία να είναι κλειστά και τη στιγμή που η τηλεκπαίδευση δεν είναι δυνατό να καλύψει αυτό το κενό, να προωθείται ένα νέο σύστημα εισαγωγής εξαιρετικά πολύπλοκο και με πολλές δικλείδες αποκλεισμών, ενώ παράλληλα ανεβαίνουν οι βάσεις σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Οδηγώντας έτσι, ακόμη και σε περιπτώσεις υποψηφίων που ενώ αρίστευσαν (18.000 με 20.000 μόρια), δεν θα καταφέρουν να μπουν στη σχολή της επιλογής τους και είναι αναγκασμένοι είτε να δώσουν ξανά είτε να διαλέξουν κάποια άλλη σχολή.
Η καθιέρωση της ΕΒΕ (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής), ήταν αναμενόμενο να αποτελέσει φραγμό για μια μεγάλη μερίδα των υποψηφίων αλλά και μοχλό για να κλείσουν πολλά τμήματα με χαμηλότερη ζήτηση. Έτσι φτάνουμε στο σημείο, να αποκλείονται 15.000 με 20.000 υποψήφιοι, δηλαδή το 15-20% επί του συνόλου των υποψηφίων, οι οποίοι ειδικά για ορισμένες σχολές όπως η Αρχιτεκτονική, στις οποίες η εισαγωγή εξαρτάται από ειδικά μαθήματα, να κινδυνεύουν να μείνουν εκτός σχολής ακόμη και αν αρίστευσαν! Με αποτέλεσμα, όχι απλά η ΕΒΕ να αποτελεί φραγμό για τους υποψηφίους με υψηλές επιδόσεις, αλλά μάλιστα η αποτυχία/επιτυχία τους σε ορισμένες περιπτώσεις να εξαρτάται από μαθήματα που δεν διδάσκονται καν στο σχολείο.
Την ίδια στιγμή χιλιάδες μαθητές, με χαμηλότερες επιδόσεις, για τους οποίους η φοίτηση στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία για να υλοποιήσουν τους στόχους τους, μένουν εκτός και σε πολλές περιπτώσεις δεν θα μπορέσουν καν να καταθέσουν μηχανογραφικό. Με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένοι να ακολουθήσουν «εναλλακτικές» εκπαιδευτικές διαδρομές, κάτι που αν δεν μπορεί να καλυφθεί από ένα δημόσιο ΙΕΚ οδηγεί αυτόματα στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Αντίστοιχα, πολλοί υποψήφιοι δεν θα καταφέρουν να περάσουν στα «περιζήτητα» τμήματα, τα οποία επέλεξαν να ανεβάσουν τη δική τους βάση εισαγωγής στα ύψη, με αποτέλεσμα να πρέπει να κινηθούν προς ιδρύματα της περιφέρειας, αν αυτό είναι εφικτό, καθώς κάτι τέτοιο θα αυξήσει σημαντικά κόστος της φοίτησής τους.
Όλα αυτά, συμβαίνουν τη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που τα σχολεία έχουν παραμείνει κλειστά. Πράγμα που έχει οδηγήσει σε πολλαπλά προβλήματα που αφορούν την εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και την κατάσταση των μαθητών γνωστικά, ψυχολογικά και κοινωνικά. Έτσι, ενώ κανονικά οποιαδήποτε κυβέρνηση θα έπρεπε να διευκολύνει την εισαγωγή στην τριτοβάθμια για όσους μαθητές το επιθυμούν, ακόμη και να την απελευθερώσει, η σημερινή κυβέρνηση επιλέγει να χρησιμοποιήσει για μια ακόμη φορά την πανδημία, προχωρώντας σε σχεδιασμούς που δεν θα ήταν εφικτό να περάσουν αλλιώς. Από τη μια, υλοποιεί τα κυβερνητικά σχέδια για πλήρη αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, όπως ακριβώς προέβλεπαν και οι μνημονιακές δεσμεύσεις πριν κάποια χρόνια – για να μην ξεχνιόμαστε. Από την άλλη, ενισχύει την παραπαιδεία, τα ιδιωτικά ΙΕΚ και τα κολέγια με όλους τους δυνατούς τρόπους, αφού έπειτα από την πλήρη εξίσωσή τους με τα δημόσια ΑΕΙ, το νέο σύστημα εισαγωγής αλλά και η θέσπιση πολλαπλών πανελλαδικού τύπου εξετάσεων σε όλο το Λύκειο, καθιστά για πολλούς μαθητές μοναδική αλλά και οικονομικότερη επιλογή τη φοίτηση σε ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Με τον τρόπο αυτό, μπαίνουν σκληροί ταξικοί φραγμοί, που κινούνται σε κατεύθυνση μείωσης της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση και συρρίκνωσης του αριθμού των μαθητών στα Γενικά Λύκεια, που πλέον θα αφορά εκείνους που μπορούν να αντέξουν οικονομικά τη φοίτηση στα πανεπιστήμια αλλά και την προετοιμασία των παιδιών για τις εξετάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του Λυκείου.
Επιπρόσθετα, ο αποκλεισμός από την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει και μια ειδική χροιά για τη φετινή χρονιά, καθώς αφορά ακόμη πιο έντονα εκείνους που πιθανότατα δύο χρόνια τώρα δεν τα κατάφεραν ακόμη και λόγω τεχνικών ελλείψεων. Εκείνων, που έχουν πιο μικρά σπίτια, πολλά αδέρφια, λίγα λάπτοπ και κινητά ή που δεν μπόρεσαν να πληρώσουν στη ζούλα καραντινο-ιδιαίτερα και η πολιτική που ασκείται σήμερα τους αποκλείει λίγο-λίγο από όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής ζωής, καθιστώντας τους αόρατους. Με έναν τρόπο η φετινή χρονιά αποτελεί σημείο τομής και εκκίνησης για την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, ξεκινώντας με ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα χιλιάδων μαθητών, που δεν «χωράνε» να είναι στα πανεπιστήμια.
Συνολική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης εν μέσω σιωπής
Το νέο μοντέλο εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, δεν είναι παρά μονάχα μια μικρή γεύση από τη συνολική αναδιάρθρωση της δημόσιας εκπαίδευσης που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση. Δεν πρόκειται απλά για τη μείωση των υποψηφίων ή τη συγχώνευση μερικών τμημάτων, αλλά για τη ριζική αλλαγή του σχολείου και του πανεπιστημίου, όπως αυτά υπήρξαν και λειτούργησαν στη χώρα από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Όλα σχεδιασμένα και περασμένα εν κρυπτώ, μέσα στην πανδημία, με τα παιδιά κλεισμένα σπίτια τους, τους φοιτητές στα πατρικά τους –αφού πρώτα ξενοίκιασαν στην πόλη που φοιτούσαν– και τους εκπαιδευτικούς να παλεύουν να σώσουν ότι μπορούν από το webex. Έπειτα από δύο χρόνια με την εκπαίδευση της χώρας να λειτουργεί υβριδικά και κυρίως εξ αποστάσεως, η επόμενη χρονιά, αν και εφόσον ανοίξουμε έστω και αποσπασματικά, αναμένεται να είναι σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο.
Αρχικά, οι φοιτητές θα είναι κατά ένα τρίτο λιγότεροι, με πολλά πανεπιστήμια να έχουν ρεκόρ κενών θέσεων, που βέβαια θα είναι άνισα κατανεμημένες, με αποτέλεσμα ορισμένα τμήματα να γνωρίσουν μέχρι και 80% μείωση εισακτέων. Εν συνεχεία, μαζί με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που δεν θα οδηγήσει σε απολύσεις –το πρώτο εξάμηνο;–, έρχεται και η συγχώνευση σχολείων αλλά και σχολών. Σε μια χώρα όπου οι αναπληρωτές που απασχολούνται στην εκπαίδευση αγγίζουν τους 50.000, οι προκηρύξεις που αναγγέλθηκαν δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια. Στην πραγματικότητα, οι πάγιες ανάγκες δεν θα καλυφθούν, απλά θα μειωθούν δια της συγχώνευσης. Αντίστοιχα, στα πανεπιστήμια σύμφωνα με την κυβέρνηση υπάρχει υπερπληθώρα σχολών, που έπειτα από τις φετινές αλλαγές θα είναι και σχεδόν άδειες, οπότε ποιός ο λόγος να λειτουργούν; Βέβαια, δεν πρέπει κανείς να σταθεί μονάχα στη συρρίκνωση των εκπαιδευτικών υποδομών και του προσωπικού, που βάζει τέλος στη μαζική δημόσια εκπαίδευση.
Ιδιαίτερο θα είναι και το πλαίσιο επαναλειτουργίας των πανεπιστημίων, που θα κάνουν πρεμιέρα, έπειτα από δύο χρόνια, σε συνθήκες πλήρους αποδιοργάνωσης και ελέγχου. Με το νέο εξάμηνο να ξεκινά, έχοντας τρία έτη φοιτητών που ουσιαστικά είτε σπούδασαν από το σπίτι τους, είτε τώρα έρχονται σε πρώτη επαφή με το πανεπιστήμιο και αποτελούν «παρθένο» έδαφος για τις προωθούμενες αλλαγές. Σε έναν χώρο, στον οποίο η πρόσβαση ή η παρακολούθηση –όπως όλα δείχνουν–, θα γίνεται με πιστοποιητικό εμβολιασμού, πράγμα που επανανοηματοδοτεί τον ρόλο και το αντίκτυπο της παρουσίας ειδικού σώματος της αστυνομίας, αφού πλέον πέρα από τον έλεγχο της «ανομίας», θα έχει ρόλο στην καθημερινή ζωή του πανεπιστημίου, ελέγχοντας τους φοιτητές για τον εμβολιασμό τους και εμπεδώνοντας έτσι ένα καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου. Ενώ παράλληλα, θα γίνει προσπάθεια να λειτουργήσουν πειθαρχικά για τον κάθε λογής αντιρρησία. Όσο δε για όσες σχολές δεν συμμορφώνονται, η χρηματοδότηση από το κράτος θα σταματά, με αποτέλεσμα τον πλήρη οικονομικό στραγγαλισμό και έπειτα τον καταναγκασμό τους.
Έτσι, αποστειρώνεται ολοκληρωτικά, ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά το πανεπιστήμιο, που τόσο πολύ είχε ενοχλήσει όλες τις κυβερνήσεις. Με αποτέλεσμα να φτάνουμε σε μια κατάσταση όπου δημιουργούνται πολλαπλές ταχύτητες στην εκπαίδευση, με πανεπιστήμια «ελίτ» και άλλα υποστελεχωμένα, έτοιμα για κλείσιμο, πράγμα που σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα δημιουργεί ένα πλαίσιο που θα ευνοεί σταθερά την ιδιωτική εκπαίδευση. Όλα αυτά βέβαια, είναι μάλλον αδιάφορα, για την αντιπολίτευση και για τους συνδικαλιστικούς φορείς, που φρόντισαν όλη την προηγούμενη περίοδο να ρίξουν τα πυρά τους μονάχα προς την πανεπιστημιακή αστυνομία. Ενώ παράλληλα, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να δώσει τη μάχη ώστε οι σημερινοί υποψήφιοι να γυρίσουν στην τάξη, έστω και με βάρδιες, για να μην χαθεί μια ακόμη κρίσιμη χρονιά.
«Μαχαίρι» σε σχολές και εισακτέους
Οι αλλαγές που προωθεί στην Παιδεία η κυβέρνηση της Ν.Δ., αναμένεται να αλλάξουν το τοπίο σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Ωστόσο, αν και η αντιπολίτευση, είναι στα μαχαίρια με την κυβέρνηση, ανταλλάσσοντας «σκληρές» κουβέντες και κατηγορώντας τη Ν. Κεραμέως ότι είναι η χειρότερη υπουργός Παιδείας που έχει υπάρξει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους –πράγμα πολύ πιθανό–, η αλήθεια είναι ότι όσα σήμερα προωθούνται είναι ευρωπαϊκές και μνημονιακές επιταγές που στον ένα ή τον άλλο βαθμό έχουν προσπαθήσει να υλοποιήσουν όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας. Ξεκινώντας από την κ. Διαμαντοπούλου και φτάνοντας ως την κ. Κεραμέως δεν έχει υπάρξει υπουργός Παιδείας που να μην ευθυγραμμίστηκε με τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών.
Από την εξίσωση των κολεγίων μέχρι και τις συγχωνεύσεις τμημάτων, η κατεύθυνση για ένα τρίτο λιγότερες σχολές και ένα τρίτο λιγότερους φοιτητές στα δημόσια πανεπιστήμια, υπηρετήθηκε πιστά από όλους. Όλοι όσοι «δεν χωράνε» πλέον στο δημόσιο πανεπιστήμιο, θα οδηγούνται μέσα από διάφορα κανάλια, σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, διαφόρων ταχυτήτων και ποιοτήτων, ανάλογα με το βαλάντιο του καθενός. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορέσει να στηθεί και η ιδιωτική παιδεία, με αξιώσεις, αφού πρώτα «εκπαιδεύσει» μερικούς χιλιάδες νέους, που κάπως θα πρέπει να εισέλθουν και αυτοί στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, θα καταφέρουν να τελειώσουν με το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης που πέρα από εστία ριζοσπαστικοποίησης σε κρίσιμες πολιτικές στιγμές έχει αποτελέσει και πεδίο ευκαιριών για κοινωνική κινητικότητα.
Τι άλλαξε όμως σήμερα και όλα περνάνε έτσι, ξεδιάντροπα και μονομιάς; Από τη μια η μνημονιακή περίοδος, πέρα από μεγάλη κούραση και ματαίωση, οδήγησε και στην απόλυτη σύμπλευση όλου του πολιτικού συστήματος, απέναντι στα «συμφωνημένα» και τα «προαπαιτούμενα». Από την άλλη, η πανδημία έχει δώσει το τέλειο υπόστρωμα για την καθήλωση ολόκληρης της κοινωνίας.