του Ειδικού Ανταποκριτή
Συνεχίζονται οι αφόρητες πιέσεις της ευρωκρατίας προς την ιταλική κυβέρνηση, με στόχο όχι έναν… προωθητικό συμβιβασμό, αλλά την άνευ όρων υποχώρησή της και την απόλυτη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις των Βρυξελλών. Την ίδια στιγμή, τόσο η Λέγκα του Σαλβίνι όσο και οι 5 Αστέρες του Ντι Μάιο επιμένουν στην έτσω κουτσουρεμένη εφαρμογή βασικών προεκλογικών τους υποσχέσεων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω όξυνση των σχέσεων με την Ε.Ε. και την ανταλλαγή πρωτοφανών κοσμητικών επιθέτων με τους εκπροσώπους της. Και φυσικά συνεχίζονται τα υπόγεια αλλά και δημόσια παζάρια, καθώς και οι ενδοκυβερνητικές διαφοροποιήσεις: ο… εγκεκριμένος από τις αγορές υπουργός Οικονομικών Τζιοβάνι Τρία συμμορφώνεται εν μέρει με την επίσημη κυβερνητική γραμμή, και ταυτόχρονα «συζητά τα πάντα» στη σύνοδο του ΔΝΤ που πραγματοποιείται στην Ινδονησία, ενώ και ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε «συνεννοείται καλά» με τον ευρωπαϊστή πρόεδρο Ματαρέλα…
Αιτία του καβγά δεν είναι μονάχα το μεταναστευτικό. Ούτε ο προϋπολογισμός, παρόλο που εξοργίζει τις Βρυξέλλες, αφού προβλέπει αύξηση των κοινωνικών δαπανών αντί για τη γερμανικής έμπνευσης «δημοσιονομική πειθαρχία». Αιτία δεν είναι ίσως ούτε το μεγαλύτερο πρόβλημα, δηλαδή το γεγονός ότι, πράγματι, με τους ισχύοντες κανόνες το ιταλικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Ό,τι συντηρεί τη διελκυστίνδα είναι μάλλον αυτή καθαυτή η απειθαρχία της ιταλικής κυβέρνησης, η άρνησή της να υποταχθεί πλήρως στην «ευρωπαϊκή» πολιτική. Εξ ου και οι απειλές ότι θα αντιμετωπιστεί όπως η Ελλάδα, παρόλο που όλοι γνωρίζουν ότι ούτε η γερμανική Ε.Ε. είναι σήμερα αυτό που ήταν μέχρι πριν λίγα χρόνια, ούτε η Ιταλία είναι Ελλάδα. Κι ακόμη περισσότερο, σήμερα το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» έχει αποσαθρωθεί σε βαθμό τέτοιο ώστε ακόμη κι ένα ιταλικό αεράκι (διότι μάλλον αεράκι είναι αυτό που φυσά από τη Ρώμη, παρά τυφώνας) μπορεί να το ταρακουνήσει για τα καλά. Ιδίως όταν παράλληλα φυσούν κι άλλοι άνεμοι, π.χ. από τη Μάγχη.
Έτσι τα παζάρια συνεχίζονται και τα σπρεντ των ιταλικών ομολόγων ανεβοκατεβαίνουν, αλλά πάντα γύρω στις 300 μονάδες. Ακόμη δηλαδή οι «αγορές» δεν έχουν προβεί σε μια αποφασιστική κίνηση που θα δείχνει ότι θέλουν να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τη σημερινή ιταλική κυβέρνηση – όπως είχαν κάνει παλιότερα με τον Μπερλουσκόνι, διώχνοντάς τον για να ανοίξουν το δρόμο στις ακόμη πιο… εξυπηρετικές «τεχνοκρατικές» και «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Ταυτόχρονα ακούγονται και δημόσια πια φωνές, ότι αυτό που χρειάζεται η Ιταλία είναι ένα «ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας». Δηλαδή… τρόικα. Αν και οι ψυχραιμότεροι ευρωπαϊστές αναρωτιούνται τι ύψος θα είχε μια «βοήθεια» προς την Ιταλία και πού θα βρίσκονταν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που θα απαιτούνταν. Διότι η Ιταλία μπορεί να αποκαλείται «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει», αλλά είναι και πολύ μεγάλη για να… «σωθεί».
Πολιτικό το πρόβλημα της ευρωκρατίας
Στα μάτια της ιταλικής κοινωνίας, οι χειρότερες, οι πιο «ακροδεξιές» κυβερνήσεις ήταν αυτές του παρελθόντος: δηλαδή οι δήθεν κεντροαριστερές κυβερνήσεις των Λέτα, Ρέντσι και Τζεντιλόνι, που κυριολεκτικά ανατίναξαν το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και επέβαλαν τα πιο αντιδραστικά νομοθετήματα
Όλα αυτά προϋποθέτουν βέβαια να βρεθούν πρώτα οι πρόθυμοι, και προπάντων να μπορούν να επιβιώσουν… Διότι πολιτικό κυρίως, και λιγότερο οικονομικό, είναι το μεγάλο πρόβλημα της ευρωκρατίας: η σημερινή κυβέρνηση, με όλες τις ανακολουθίες και τους συμβιβασμούς της, παραμένει τόσο δημοφιλής, όσο αντιδημοφιλής είναι η αμαρτωλή αντιπολίτευση – είτε μπερλουσκονική είτε «προοδευτική». Εκεί είναι που την πατά και το μεγαλύτερο μέρος των ρευμάτων που αναφέρονται στην Αριστερά: όταν κηρύττουν τον πόλεμο στον ακροδεξιό Σαλβίνι (ο Ντι Μάιο είναι… σκέτος λαϊκιστής) δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι, στα μάτια της ιταλικής κοινωνίας, οι χειρότερες, οι πιο «ακροδεξιές» κυβερνήσεις ήταν αυτές του παρελθόντος: δηλαδή οι δήθεν κεντροαριστερές κυβερνήσεις των Λέτα, Ρέντσι και Τζεντιλόνι, που κυριολεκτικά ανατίναξαν το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και επέβαλαν τα πιο αντιδραστικά νομοθετήματα. Με τα σημερινά δεδομένα, είτε οι τεχνοκράτες είτε οι παραδοσιακοί πολιτικοί εκπρόσωποι, αυτοί δηλαδή που βολεύουν την ευρωκρατία, δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν για πολύ στην εξουσία.
Οπότε, κανείς δεν κάνει μέχρι τώρα το μεγάλο βήμα. Ακόμη κι ο Σαλβίνι στα μουλωχτά καταπίνει πολλά, παρόλο που όλο και συχνότερα διανθίζει τις τοποθετήσεις του με τσιτάτα του… Μουσολίνι (αλλά είναι τέτοια η απαιδεψιά των «προοδευτικών» ώστε δεν τα αναγνωρίζουν – αυτήν την εβδομάδα η εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος σε τηλεοπτική συζήτηση είπε ότι της αρέσει η φράση «όποιος σταματά χάνεται», την οποία είχε μόλις χρησιμοποιήσει ο Σαλβίνι!). Για παράδειγμα, παρά τους λεονταρισμούς ότι θα κλείσει τα αεροδρόμια για τα αεροπλάνα που «επαναπροωθούν» πρόσφυγες στην Ιταλία, τα αεροσκάφη της γερμανικής κυβέρνησης εξακολουθούν να προσγειώνονται και να αδειάζουν σε ιταλικό έδαφος το «φορτίο» τους… Όμως οι υποχωρήσεις της κυβέρνησης Σαλβιμάιο (εκ του Σαλβίνι και Ντι Μάιο) δεν καθησυχάζουν το αντίπαλο στρατόπεδο. Διαρκώς αποκαλύπτεται ο τελικός στόχος του, όσο κι αν μοιάζει ουτοπικός: ή να τα πάρει όλα, ή να ρίξει τη σημερινή κυβέρνηση.
Το win-win πέθανε
Στην προσπάθεια να βρεθεί ένας προσωρινός έστω συμβιβασμός, συνεχώς πέφτουν στο τραπέζι νέες φαεινές ιδέες: η τελευταία είναι να μετατεθεί η εφαρμογή των φιλολαϊκών μέτρων του πλαισίου του νέου προϋπολογισμού από τον Ιανουάριο στον Απρίλιο, ή τέλος πάντων κοντά στις ευρωεκλογές. Αυτό το σενάριο, που προτάθηκε πρώτα από αντιπάλους της κυβέρνησης, μοιάζει να ελκύει τη συμπάθεια και κυβερνητικών στελεχών – τα οποία ποντάρουν στην ανάσα που θα τους δώσει μια ενδεχόμενη μεγάλη εκλογική ήττα των πολιτικών εκπροσώπων της ευρωκρατίας. Για την ώρα, πάντως, το προσχέδιο του προϋπολογισμού εγκρίθηκε τόσο από τη Βουλή όσο και από τη Γερουσία, αλλά παραμένει ένα γενικόλογο πλαίσιο: θα χρειαστούν 12 εφαρμοστικοί νόμοι για να συγκεκριμενοποιηθεί, και μέχρι τότε όλα παραμένουν στον αέρα.
Από την πλευρά του ο Ντι Μάιο, ο οποίος προσπαθεί να ανακτήσει τα πρωτεία που του έχει κλέψει ο δυναμικότερος Σαλβίνι, καυχάται ότι με την υλοποίηση του ελάχιστου εθνικού εισοδήματος «καταργούμε τη φτώχεια». Πρόκειται φυσικά για λεκτική υπερβολή: τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ που προβλέπονται για την υλοποίηση του μέτρου, ακόμη κι αν δεν περικοπούν στην πορεία, δεν αρκούν για να βγάλουν από τη φτώχεια τα 6,5 εκατομμύρια Ιταλών που ζουν κάτω από το όριό της. Θα χρειαζόντουσαν τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια για ένα τέτοιο στόχο… Από την άλλη, 10 δισεκατομμύρια είναι πάντα το πενταπλάσιο ποσό από τα φιλανθρωπικά φιλοδωρήματα που επέτρεπε το αντίστοιχο κονδύλι της «κεντροαριστερής» κυβέρνησης Τζεντιλόνι. Τέτοιου είδους είναι η σύγκριση που κάνουν οι πληβείοι, κι έτσι εξηγείται η συντριπτική υποστήριξη της κυβέρνησης από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού – όπως και το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα που έχουν οι αντίπαλοί της εντός και εκτός Ιταλίας.
Όσον αφορά τη (μερική, τελικά…) κατάργηση του συνταξιοκτόνου νόμου Φορνέρο –άλλο ένα κατόρθωμα της Κεντροαριστεράς!– τα κονδύλια που προβλέπονται για το 2019 είναι ανεπαρκή. Και ακόμη πιο πενιχρά τα κονδύλια για φοροελαφρύνσεις: μόλις 600 εκατομμύρια ευρώ, με την υπόσχεση το ποσό να τετραπλασιαστεί το 2020. Είναι κι αυτά δείγματα των επιδιωκόμενων συμβιβασμών, που όμως δεν αρκούν ούτε στις Βρυξέλλες, ούτε στο ΔΝΤ: από την Ινδονησία, ο μεν Μοσκοβισί δήλωσε ότι ο ιταλικός προϋπολογισμός «δεν είναι καλός για τους πολίτες» (καλός θα ήταν, προφανώς, αν οι φτωχοί γίνονταν και φτωχότεροι και περισσότεροι…), η δε Λαγκάρντ τόνισε ότι «η Ιταλία οφείλει να σεβαστεί τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας». Κάπως έτσι όλα παραμένουν μέχρι στιγμής ανοιχτά, με αμοιβαίους εκβιασμούς, επιθέσεις και αντεπιθέσεις. Αυτού του είδους η «στασιμότητα» δεν θα κρατήσει για πάντα, καθώς κάποιος πρέπει να κερδίσει. Το win-win πέθανε…