Μετά την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου πέρσι και τη βράβευση το Νοέμβρη του 2024, στο 65ο ΦΚΘ (Βραβείο FIPRESCI και Βραβείο Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου), η νέα ταινία «Αρκάντια», του Γιώργου Ζώη, με πρωταγωνιστές τους εξαιρετικούς ηθοποιούς Βαγγέλη Μουρίκη, Αγγελική Παπούλια και Έλενα Τοπαλίδου, «στοιχειώνει» από αυτή τη βδομάδα και τις ελληνικές αίθουσες.

Ένας γιατρός φτάνει με μια συνάδελφό του στον τόπο ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, για να αναγνωρίσει τη σορό της συζύγου του, οπότε ανακαλύπτει συντετριμμένος μια άγνωστη πτυχή της ζωής της.

Διερευνώντας το οδυνηρό διάστημα του πένθους, μέχρι την αποδοχή της αβάσταχτης απώλειας ενός αγαπημένου, ο σκηνοθέτης σκαρώνει μια συναισθηματική μακάβρια ιστορία μεταφυσικών αποχρώσεων, όπου τα φαντάσματα, ως σκιές της μνήμης των ανθρώπων με τους οποίους άφησαν ανοιχτούς λογαριασμούς, βολοδέρνουν ανάμεσα στους ζωντανούς, πασχίζοντας να αποκτήσουν συνείδηση μέσα από την ηδονή.

Παραθέτουμε τη θερμή συνομιλία μας με τον σκηνοθέτη, όπου μας αναπτύσσει την επιδέξια κινηματογραφική ματιά του.

Στη νέα σου ταινία διερευνάς θέματα όπως η απώλεια και το πένθος. Πώς προέκυψε αυτό και σε τι αναφέρεται ο τίτλος;

Η ταινία δεν είναι μόνο για όσους έχουν φύγει από τη ζωή. Ένας χωρισμός μπορεί επίσης να είναι σαν μικρός θάνατος. Σύνδεσα την απώλεια μιας αγάπης με τη γέννηση ενός φαντάσματος. Το προσωπικό γίνεται συλλογικό, όταν με αυτό που σου έχει συμβεί μπορούν να συνδεθούν0 και άλλοι. Όλες οι απώλειες δημιουργούν κάποια στοιχειώματα, αλλά πιστεύω ότι η ταινία πάει ένα βήμα παραπέρα. Δεν είναι μόνο ότι σε στοιχειώνουν, μπορεί κι εσύ να στοιχειώνεις άλλους και να μην τους αφήνεις να φύγουν. Με αυτό παίζει η ταινία και με τη σχέση μεταξύ ορατού και αόρατου, γιατί συχνά στη ζωή μας τελικά κυριαρχεί το αόρατο.
Δίχως να γίνω αποκαλυπτικός, η αρχαία Αρκαδία ήταν ένας ενδιάμεσος χωροχρόνος, όπου συνυπήρχαν πνεύματα, ζώα και άνθρωποι, όπως και στην ταινία, ενώ θα μπορούσε να είναι και το όνομα κάποιου επαρχιακού καφέ-μπαρ.

Πού γυρίστηκε η ταινία; Οι τοποθεσίες που επέλεξες, όπως το φράγμα, έχουν συμβολικό ρόλο;

Τα γυρίσματα έγιναν σε Νέα Μάκρη, Μαραθώνα, Σχοινιά. Το φράγμα ενώνει γη και νερό. Στην αρχική σκηνή, τα αμάξια των πρωταγωνιστών περνάνε το φράγμα, υποδηλώνοντας πως περνάνε τη γραμμή δυο διαφορετικών κόσμων. Επηρεασμένος από τον Ρομπέρ Μπρεσόν, θεωρώ σημαντικό ότι πριν μιλήσουν οι ηθοποιοί σε μια ταινία, θα πρέπει να έχουν ήδη ειπωθεί τα πάντα από το ίδιο το πλάνο.

Έχεις εντυπωσιακούς χειμερινούς φωτισμούς. Υπάρχουν συγκεκριμένες εικαστικές αναφορές; Επίσης, ποιες ταινίες σε έχουν εμπνεύσει να φτιάξεις μια ιστορία με φαντάσματα;

Εικόνα, άκτινγκ, κινηματογράφηση, σκηνογραφία, φως, όλα αυτά αποτελούν την ταινία και πρέπει να γίνουν ένα ενιαίο σύνολο, σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Επειδή η ταινία μιλάει για το στοίχειωμα, ήθελα και την ίδια την εικόνα να είναι στοιχειωτική. Δεν χαρακτηρίζεται μόνο από το μπλε και το ψυχρό, αλλά σε σκηνές που οι ήρωες έρχονται πολύ κοντά μεταξύ τους, κυριαρχεί και θερμή παλέτα, στοιχειώνοντας εξίσου τον θεατή. Σε αυτή την ταινία έβαλα μπροστά το συναίσθημα, τη συγκίνηση, τους ανθρώπους. Δεν είναι μια ταινία κλινική και ψυχρά αποστασιοποιημένη, όπως στο γουίρντ γουέιβ. Όντως, έχω πολλές αναφορές, από πίνακες, μουσική, άλλες ταινίες, λογοτεχνία, είναι πολλά τα οποία ζυμώνονται μέσα σου και δημιουργείς κάτι. Ταυτόχρονα είναι και το φως από το παράθυρό μου, οι δρόμοι που περπατάω στην Αθήνα και βλέπω εγκαταλελειμμένα παπούτσια, αλλά και πράγματα τελείως αντίθετα από αυτά που ανήκουν στο σύμπαν της ταινίας. Ακόμα όμως και ένα ξένο κομμάτι μέσα της, μπορεί να μεταμορφωθεί, σαν μπόλιασμα. 

Πώς επέλεξες τους πρωταγωνιστές;

Όταν πρόκειται για διεθνούς βεληνεκούς ηθοποιούς, όπως η Αγγελική Παπούλια και ο Βαγγέλης Μουρίκης, τα πράγματα είναι αμφίδρομα. Δεν επιλέγει μόνο ο σκηνοθέτης, επιλέγουν και αυτοί σκηνοθέτη, γιατί επιλέγουν και το σενάριο, τον κόσμο που θες να δημιουργήσεις. Πετύχαμε ένα πολύ δημιουργικό τρίγωνο μεταξύ μας. Δουλέψαμε πάρα πολύ πάνω στην αφήγηση, στο σενάριο, ώστε να ξέρουν οι ηθοποιοί κάθε στιγμή πού βρίσκονται.

Εννοείς ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για δικές τους ιδέες;

Όλοι έχουν ιδέες, που τις φιλτράρεις σαν σκηνοθέτης και οι έξυπνοι σκηνοθέτες είναι αυτοί που κλέβουν τις ιδέες των άλλων και δεν μιμούνται. Εννοείται όμως ότι και το σενάριο πάντα αλλάζει. Εδώ διαπιστώνουμε διαφοροποιήσεις μόλις αλλάξει ο χώρος των γυρισμάτων, πόσο μάλλον με τους ηθοποιούς. Αν δεν υπάρξει σύμπνοια με τους ηθοποιούς και δεν συντονιστούν σενάριο, ηθοποιοί, σκηνοθέτης, φωτογραφία, δεν πρόκειται να βγει μια ολοκληρωμένη ταινία. Πρέπει όλο το εποικοδόμημα να είναι συνεπές για να σου μιλήσει, όπως συμβαίνει με μια δυνατή συναυλία ή έναν πίνακα. Για κάθε έργο τέχνης που επικοινωνεί, υπάρχουν άλλα χίλια, που απέτυχαν να επικοινωνήσουν. Θεωρώ αναγκαίο να παίζουν όλοι οι ηθοποιοί στην ίδια συχνότητα. Είναι σαν μια ενορχήστρωση, όπου όλα τα μουσικά όργανα πρέπει να βρίσκονται στον ίδιο τόνο. Όταν βλέπω κάποιον ηθοποιό που πάει να παίξει σε άλλο ύφος, αναγνωρίζω την παραφωνία και τον επαναφέρω πίσω. Αλλά και οι ταινίες δεν έχουν ενιαίο άκτινγκ. Άλλο ύφος έχουν οι ταινίες του Μπρεσόν, άλλο των Νταρντέν. Το άκτινγκ των ηθοποιών πρέπει να είναι στο ύψος της ταινίας.

Έχεις πολύ ωραίες μουσικές επιλογές. Πώς λειτουργούν στην ταινία τα τραγούδια «Ο Βασιλιάς της σκόνης» (1994/Ξύλινα σπαθιά), «Άσε με να φύγω» (1974/Αλέκα Κανελλίδου) και ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο πολυφωνικό; Μίλησέ μας και για την πρωτότυπη μουσική του Βούλγαρου συνθέτη Πετάρ Ντουντάκοβ.

Πρόκειται για παραδοσιακό μοιρολόι, που άλλαξα λίγο τους στίχους, για να ταιριάζει στην ταινία. Το μοιρολόι σχετίζεται με τον θάνατο και τον θρήνο, όμως στην ταινία  το τραγουδάνε οι νεκροί στους ζωντανούς, όπως γενικότερα, παρουσιάζεται μια αντιστροφή των πραγμάτων. «Ο βασιλιάς της σκόνης» σχετίζεται με το φάντασμα του παιδιού. Το «Άσε με να φύγω», πάλι ακούγεται με την οπτική των φαντασμάτων. Στην τέχνη είναι σημαντικό προϋπάρχοντα πράγματα που θεωρείς ότι έχουν συγκεκριμένο νόημα, να τα βλέπεις υπό τελείως διαφορετικό πρίσμα. Ρίχνοντας ένα άλλο φως πάνω τους, αποκαλύπτεται μια άλλη κατάσταση.
Όλη η ταινία βασίζεται στις μουσικές του Ντουντάκοβ. Πρόκειται για το μοιρολόι αποδομημένο, όπως αποδομημένο σε μουσικές φράσεις παρουσιάζεται και το τραγούδι της Αλέκας Κανελλίδου. Οι μουσικές αυτές σχολιάζουν συναισθηματικά αυτό που συμβαίνει. Ένα μοτίβο σχολιάζει το κουαρτέτο των πρωταγωνιστών, το άλλο, τους υπόλοιπους χαρακτήρες.

Για ποιους λόγους αποφάσισες να μη συμμετάσχεις στο Φεστιβάλ της Ιερουσαλήμ το 2024; Πώς σχολιάζεις την πρόσφατη εκεχειρία;

Αν έχεις δει την ταινία «Ζώνη Ενδιαφέροντος» (2023/Τζόναθαν Γκλέιζερ), δεν γίνεται να κάνω συζήτηση με το κοινό μετά την προβολή και δίπλα μας, ένας στρατός να σφάζει ανθρώπους. Παρότι επέμειναν πως είναι προοδευτικοί, τους είπα πως δεν είναι θέμα προσωπικό, αλλά πως αντιτίθεμαι σε αυτό που συνέβαινε. Ειδικά τότε, δεν υπήρχε καν θέμα αυτοάμυνας, όπως υποστήριζαν, αλλά ήταν ένας εκδικητικός πόλεμος, χωρίς να τηρούνται καν τα προσχήματα του πολέμου. Οπότε, δεν μπορούσα να συμμετέχω σε μια τέτοια γιορτή. Δεν ξέρω τι εννοούν όταν μιλάνε για εκεχειρία και αν αυτό τώρα θεωρείται εκεχειρία ή είναι απλά ένα προσχηματικό διάλειμμα. Δεν γνωρίζω να πω και δεν εμπιστεύομαι και κάποιες κυβερνήσεις. Προσωπικά, έχω φίλους σκηνοθέτες και Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Όταν όμως πρόκειται για φασιστικές κυβερνήσεις, εγώ είμαι με τους ανθρώπους που αντιστέκονται. Το μόνο που μπορούσα να κάνω από την μεριά μου ήταν να μην συμμετέχω στο φεστιβάλ, όσο γινόταν πόλεμος.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!