Πραγματοποιήθηκε το πρωί της Παρασκευής 8/11 η συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν στην Αθήνα, που στόχο είχε να αξιολογήσει την πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου και να ορίσει τα επόμενα βήματά του. Οι δύο ΥΠΕΞ έχουν ήδη λάβει εντολή από τους Μητσοτάκη και Ερντογάν να διερευνήσουν της προϋποθέσεις εξεύρεσης κοινού εδάφους για την έναρξη της συζήτησης περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, αναβαθμίζοντας έτσι το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης που εκκίνησε με την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν πριν 16 Μήνες στο Βίλνιους και επισημοποιήθηκε πριν ένα χρόνο με την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών. Γεραπετρίτης και Φιντάν είχαν κατ’ ιδίαν συνάντηση ενώ πραγματοποιήθηκαν και διευρυμένες συνομιλίες των αντιπροσωπειών των δύο χωρών.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, δεν προέκυψε κάποια συγκεκριμένη είδηση, πέραν της επιβεβαίωσης του γενικά θετικού κλίματος και του χρονοδιαγράμματος των επόμενων βημάτων. Μάλιστα αν κάποιος άσχετος με την ιστορία και τη γεωπολιτική πραγματικότητα της περιοχής παρακολουθούσε τη συνέντευξη των δύο υπουργών Εξωτερικών θα πειθόταν για το βάθος της φιλίας και του θετικού κλίματος μεταξύ των δύο χωρών. Από το διμερές εμπόριο στην κοινή υποψηφιότητα σε διεθνείς οργανισμούς και από τη συνεργασία στον τουρισμό στα αποτελέσματα που παράγει ο διάλογος για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, οι δύο ΥΠΕΞ επέμειναν στο θετικό κλίμα των τελευταίων 16 μηνών.
Πόσα είναι τελικά τα θέματα;
Όλο το προηγούμενο διάστημα η ελληνική πλευρά προσπάθησε να πείσει την κοινή γνώμη πως υπάρχει μία και μόνη διαφορά αυτή της συμφωνίας για την υφαλοκρυπίδα και την ΑΟΖ. Όμως ο Χ. Φιντάν κατά την πάγια τακτική της Τουρκίας έσπευσε με κάθε επισημότητα να υπενθυμίσει ότι «υπάρχουν αλληλένδετα προβλήματα που δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά τα δύο ζητήματα». Όλα αυτά ακόμη και μια μέρα πριν τη συνάντηση με τις συνεντεύξεις στις εφημερίδες Hurriyet και Τα Νέα αντίστοιχα. Αν πάμε τώρα στην κοινή συνέντευξη Υύπου, εκεί εκ’ των πραγμάτων έγινε αναφορά σε όλα τα θέματα. Συγκεκριμένα ο ίδιος ο Γ. Γεραπετρίτης μίλησε (με στρογγυλεμένο λόγο χωρίς αιχμές) για το Κυπριακό (και τον διάλογο που πρέπει να εκκινήσει), για τις μειονότητες, το μεταναστευτικό, τα θαλάσσια πάρκα στο Αιγαίο (που πρέπει να γίνουν πεδίο συνεργασίας) κ.ά. Δεν έκανε βέβαια καμία αναφορά για το επεισόδιο του καλοκαιριού στην Κάσο, ούτε για τις τουρκικές NAVTEX που αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας ανοιχτά των νησιών του Β.Α. Αιγαίου. Ο Χ. Φιντάν από την πλευρά του πήρε θάρρος και έκανε λόγο για «διάφορα ζητήματα στο Αιγαίο που είναι αλληλένδετα, για τα οποία πρέπει να αναζητήσουμε λύση. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Όλα τα θέματα που μπορεί να προκαλέσουν ένταση και κρίση πρέπει να συζητηθούν υπό τη βάση αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας. (…) Υποστηρίζουμε έτσι την αρχή του δίκαιου διαμοιρασμού στη Ν.Α. Μεσόγειο».
Ας δούμε τη μεθόδευση. Η Τουρκία μπορεί να επιμένει σε όλη την ατζέντα των παράλογων διεκδικήσεων της σε όλη τη γραμμή Θράκη – Αιγαίο – Κύπρο – Ν.Α. Μεσόγειο. Η ελληνική πλευρά θα στρουθοκαμηλίζει, λέγοντας πως συζητάμε μόνο για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, αποδεχόμενη έτσι την σαλαμοποίηση των θεμάτων, με κάποιας μορφής διευθέτηση / υποχώρηση στο συγκεκριμένο θέμα (με διμερή συμφωνία ή μέσω δικαστικής διευθέτησης). Και όλο αυτό πλασάρεται από τους ειδικούς δημοσιολογούντες ως εθνικά επωφελής στρατηγική.
Κύπρος και Ισραήλ
Θέλουμε εδώ να κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στον τονισμό με τον οποίο έθεσε στη συνέντευξη Τύπου δύο διαφορετικά ζητήματα ο Γ. Γεραπετρίτης. Αντιγράφουμε από τις δηλώσεις του για το Κυπριακό: «Παραμένουμε σταθεροί στη θέση για μία λύση βασισμένη στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Παρά τις διαφορές μας, ελπίζουμε ότι […] θα δημιουργήσουν συνθήκες για την επανέναρξη ενός παραγωγικού διαλόγου για μία βιώσιμη, δίκαιη και λειτουργική λύση. Σε έναν κόσμο γεμάτο διχασμούς, μια ενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρος, πέρα από τις συνθήκες ευημερίας που θα δημιουργούσε για τους πολίτες της, θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά σημαντικό οικουμενικό σύμβολο». Και στη συνέχεια ας δούμε την αναφορά στο Ισραήλ: «Η Ελλάδα αναγνωρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ να αμυνθεί, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, απέναντι στην τρομοκρατική δράση που εκκίνησε την 7η Οκτωβρίου 2023 και καλεί για την άμεση απελευθέρωση όλων των ομήρων». Στη μία περίπτωση γενικές διατυπώσεις χωρίς αιχμές για το έγκλημα της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και εποικισμού στην Κύπρο, ενώ στην άλλη περίπτωση αιχμηρές διατυπώσεις και συγκεκριμένα αιτήματα. Είναι τέτοια η διαφορά ύφους που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τα συμφέροντα ποιου κράτους διαπραγματεύεται ο κ. υπουργός.
Τα επόμενα βήματα
Συνεχίζονται βάση του χρονοδιαγράμματος οι συναντήσεις για τα ΜΟΕ και τη λεγόμενη θετική ατζέντα. Στις 2-3 Δεκεμβρίου θα διεξαχθεί ο επόμενος (τέταρτος) γύρος διαλόγου για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Τους πρώτους μήνες του 2025 προετοιμάζεται η έκτη συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, στο οποίο ως είθισται θα αποτυπωθεί με συμφωνίες και μνημόνια συνεργασίας η όποια πρόοδος στην ατζέντα του διαλόγου. Ως τότε θα πυκνώσουν οι επαφές μεταξύ των υπουργείων των δύο χωρών σαν αποτέλεσμα της κανονικοποίησης των διαύλων επικοινωνίας.
Συνοψίζοντας, η εμμονική σχεδόν αναφορά σε «ήρεμα νερά» εν μέσω γεωπολιτικής καταιγίδας κρύβει την πραγματική ένταση των μεγάλων επιχειρούμενων αναδασμών, μέρος των οποίων είναι η όποια «καζάν-καζάν» συμφωνία μαγειρεύεται στα ελληνοτουρκικά . Οι συζητήσεις Ελλάδας-Τουρκίας δεν γίνονται σε νεκρό χρόνο. Η εκλογή Τραμπ, που ήδη δημιουργεί διαδικασίες ντόμινο σε όλο τον πλανήτη –από τα πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή μέχρι την πτώση της γερμανικής κυβέρνησης–, δεν γίνεται να αφήσει ανεπηρέαστα και όσα συμβαίνουν στη γειτονιά μας. Όλοι οι παίκτες υπολογίζουν και αναπροσαρμόζουν τη στάση τους. Σε κάθε περίπτωση όμως μοιάζει η αμερικανική πολιτική στην περιοχή να έχει σαν σταθερά (ανεξάρτητη του προσώπου στην προεδρία της χώρας) τον έλεγχο των ενεργειακών και εμπορικών διαδρόμων στην περιοχή και συγκεκριμένα τις πύλες εισόδου από την Ανατολή προς το ευρωπαϊκό κέντρο. Αυτή η επιδίωξη επιτάχυνε την ελληνοτουρκική προσέγγιση σε μια περίοδο που όλοι έβλεπαν την Άγκυρα να απομακρύνεται από τη Δύση κινούμενη σε ευρασιατική τροχιά και διατηρεί ζωντανό τον διάλογο παρά τις «παραφωνίες» Ερντογάν για τον πόλεμο στη Γάζα. Αν πλάι στα παραπάνω συνυπολογίσουμε και τη δύσκολη «εσωτερική διαπραγμάτευση» που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με την ίδια την ελληνική κοινωνία που συνεχίζει να δυσπιστεί για την ορθότητα των επιλογών, καταλαβαίνουμε ότι, παρά την επιμονή των δύο κυβερνήσεων να εκτελέσουν μέχρι κεραίας τα ΝΑΤΟϊκής κοπής συμβόλαια, η διαδρομή δεν θα είναι ανέφελη και χωρίς τραντάγματα, ικανά ακόμη και να μπλοκάρουν ορισμένες πλευρές των όσων δρομολογούνται.